Ποτέ δεν έκρυψα τις ξεκάθαρες πολιτικές μου θέσεις, χωρίς ωστόσο να δηλώνω, με τον κριτικό μου λόγο, το ...
εντελώς ακριβές κομματικό μου στίγμα, που εντοπίζεται πάντως στον χώρο της Αριστεράς.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν σέβομαι πολιτικά πρόσωπα εκτός Αριστεράς, για την πολιτικά ηθική και αποτελεσματική τους πορεία. Το λέω αυτό εξ αρχής, γιατί η θέση που εδώ θα αναπτύξω θέλω να εκφράζει μια ξεκάθαρη πολιτική επιλογή, που με σαφήνεια θα προσπαθήσω να διατυπώσω.
Σε άρθρο μου («Εφ.Συν.», 26.2.2016) αναφέρθηκα στη διαχρονική μας ιδιοπροσωπία και στην εθνική απαίτηση για στήριξη της κυβερνητικής προσπάθειας, ώστε να μπορέσουμε να απεγκλωβιστούμε από τη θανάσιμη θηλιά του ολοσχερούς αφανισμού μας. Σε αυτή τη θέση θα επικεντρωθώ, αφού πρώτα αναφερθώ, προς άρση κάθε εννοιολογικής παρεξήγησης, στην υποστήριξη της ετυμολογικής διασάφησης της λέξης «ιδιοπροσωπία» και στην επακόλουθή της ορθογραφία.
Ιδιοπροσωπία λοιπόν, ή ιδιοπροσωπεία; Θα πω απλά ότι ακόμη κι αν δεν υπήρχαν τα πιο έγκριτα ελληνικά λεξικά, τα παλαιότερα και τα πιο σύγχρονα, που γράφουν τη λέξη με -ι, μια απλή ετυμολογική της θεώρηση σαφέστατα καταδεικνύει ότι αυτή προέρχεται από το «πρόσωπο» –που δεν είναι μόνο για πλύσιμο– και όχι, βέβαια, από το «προσωπείο», που παραπέμπει στη μάσκα, στην προσωπίδα, σε μια συνειδητά ψεύτικη εικόνα.
Ερχόμενος τώρα στην προτροπή μου προς τα πολιτικά κόμματα της αντιπολίτευσης να «αρθούν, τις κρίσιμες αυτές ώρες, στο ύψος των περιστάσεων και να προχωρήσουν ομονοώντας (...) στη δημιουργία ενός αρραγούς εθνικού μετώπου, που θα ορθώσει, ως μια εθνική απαίτηση, το αντάξιο στη χώρα και στην ιστορία της ανάστημα μπροστά στους κάθε είδους επίδοξους κατακτητές μας», θέτω το πολύ απλό, ιστορικής φύσεως ερώτημα:
Οταν ξέσπασε ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος του ’40 και ο λαός σήκωσε το μοναδικό στην Ιστορία ανάστημά του ενάντια στον φασισμό και αργότερα και στον ναζισμό (έξι μήνες χρειάστηκε η βαρβαρότητα των δύο τότε αυτοκρατοριών για να μας κάμψει, με τις πρωτοφανείς απώλειές τους και τη γνωστή, παγκοσμίως, ελληνική ψυχή), ποιος ζήτησε τότε, ή θα ζητούσε ακόμη κι αν οι συνθήκες το επέτρεπαν, να γίνουν πρώτα εκλογές, ώστε να σπεύσει, στη συνέχεια, να υπερασπιστεί την πατρίδα;
Προφανώς, σήμερα, ενάντια σε όσα δηλώνουν, τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν φαίνεται να έχουν κατανοήσει τον ολέθριο πόλεμο στον οποίο βρίσκεται η χώρα και δείχνουν παντελή άγνοια κινδύνου.
Η προτροπή μου αυτή, αλλά και η αιτιολόγηση και δικαιολόγησή της, τίποτε απολύτως δεν έχει να κάνει, στο σκέλος αυτό, με κάποια δικιά μου άκριτη υποστήριξη του ΣΥΡΙΖΑ ή των επιλογών του σε όλους τους τομείς.
Σίγουρα πολλές οι μεγαλόστομες και ανεφάρμοστες υποσχέσεις, οι παλινωδίες και οι λανθασμένες επιλογές. Ουδέποτε, λοιπόν, υπήρξα άκριτος υποστηρικτής ή χειροκροτητής της κυβερνητικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ. Κάθε άλλο. Αλλωστε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, την ίδια πρόταση θα έκανα, ανεξαρτήτως της κυβέρνησης που θα ήταν σήμερα στην εξουσία.
Πέρα όμως απ’ αυτό, και με κάθε σεβασμό προς τη διαφορετική άποψη, από όλα όσα τελευταία διαβάζουμε και έγκριτα πληροφορούμαστε, πόσο εύκολα μπορεί άραγε κανείς να υποστηρίξει ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν δίνει πλέον, για πρώτη φορά αυτά τα έξι χρόνια τόσο έντονα, έναν πολύπλευρο αγώνα για να αντιμετωπίσει, με τα όποια λάθη της, τη δυσχερέστατη αυτή κατάσταση, που δημιουργήθηκε από κακοδιαχείριση δεκαετιών, και για να υπερασπιστεί, όσο πιο αξιοπρεπώς γίνεται και με τις μεγαλύτερες τώρα αντιστάσεις, ό,τι πιο καλό μπορεί για τον λαό και τη χώρα, για τα εθνικά συμφέροντα, την ακεραιότητα και την αξιοπρέπειά της, μέσα σε αυτόν τον ευρωπαϊκό «λάκκο των λεόντων»;
Αλλά και στο έμψυχο δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ δεν υπάρχουν σήμερα σοβαροί και έντιμοι πολιτικοί, που δίνουν καθημερινά τη μάχη τους, πρωτοστατούντος του πρωθυπουργού, για τη χώρα;
Δεν υπάρχουν έντιμες αριστερές δυνάμεις και κινήσεις που –δίχως να αποτελούν, με την ύπαρξη και τη σύμπραξή τους στο πολιτικό σκηνικό, έναν πειθήνιο και άβουλο πολιτικό συνέταιρο στον νεοφιλελευθερισμό– θα μπορούσαν να συμπορευτούν με τον ΣΥΡΙΖΑ;
Μία τέτοια έντιμη και λειτουργικά ικανή πολιτική κίνηση είναι αναμφίβολα η Ενωτική Κίνηση Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΕΚΙΕΑ), με τον πρόεδρό της τον Φώτη Κουβέλη.
Ενας πολιτικός, που όρθωσε τότε –όταν τελικά αισθάνθηκε ότι δεν πήγαινε πλέον άλλο, με το φασιστικότατο κλείσιμο της ΕΡΤ και με την τότε συγκυβέρνηση– το αδιαμφισβήτητο πολιτικό και ηθικό του κύρος και ακολούθησε, μακριά από τις Σειρήνες της προσφερόμενης εξουσίας, και πάντα πιστός στην αναγκαιότητα της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας, τον δύσκολο δρόμο του διαχωρισμού της θέσης του και της δικής του έντιμης πορείας.
Σήμερα λοιπόν, που βρισκόμαστε σε μία από τις πιο ύπουλα επικίνδυνες στιγμές της μακραίωνης ιστορίας μας, έντιμες αριστερές δυνάμεις, όπως αυτή του Φώτη Κουβέλη και της ΕΚΙΕΑ, μπορούν και πρέπει να συνεισφέρουν στον άνισο αυτό αγώνα για την επιβίωση της πατρίδας. Κι αυτό, ανεξάρτητα από την αντιπολίτευση και τη δυνατότητά της να κατανοήσει το ιστορικό βάρος της ευθύνης που φέρει...
Ι.Ν. Μαρκόπουλος
Καθηγητής Φιλοσοφίας της Τεχνοεπιστήμης στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών του ΠΤΔΕ του ΑΠΘ
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου