Κάποτε η...
στήλη και το όνομα του συντάκτη άρχισαν να απουσιάζουν. Απ' ό,τι υπέθεσα, συνέβη το χειρότερο.
Διάβασα το ρεπορτάζ για την κηδεία στο Στείρι της Βοιωτίας. Τη συγκίνηση και την πάνδημη παρουσία των κατοίκων.
Η «κραυγή»: Πού πας Λάκη; μου θύμισε την κραυγή της μάνας του λεβέντη του ίδιου χωριού -του Στειριού- που γύρισε από τον πόλεμο με ξύλινο πόδι: «Μάτια μου, Βαγγέλη»!
Ολα αυτά μού θύμισαν το εξαίρετο ποίημα του Σικελιανού, αφιερωμένο σ' αυτό το δράμα. Το στέλνω σαν ταπεινό και εγκάρδιο «αντίδωρο» για τις ωραίες στιγμές που μου χάριζε το μοναδικό χιούμορ και η ευγένεια των κειμένων τού «Πάμε λουκέτο».
Δυστυχώς για τον ίδιο, τους δικούς του και για μας τους αναγνώστες του, το «λουκέτο» σφραγίστηκε.
Στ' Οσιου Λουκά το μοναστήρι
Στ' Οσιου Λουκά το μοναστήρι, απ' όσες γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν τον Επιτάφιο να στολίσουν,
κι όσες, μοιρολογήτρες ώς με του Μεγάλου Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,
ποια να στοχάστη -έτσι γλυκά θρηνούσαν!-πως, κάτου απ' τους ανθούς, τ' ολόαχνο σμάλτο
του πεθαμένου του Αδωνη ήταν σάρκα που πόνεσε βαθιά;
Γιατί κι ο πόνος στα ρόδα μέσα, κι ο Επιτάφιος Θρήνος,
κι οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν απ' του ναού τη θύρα
αναφτερώναν το νου τους στης Ανάστασης το θάμα,
και του Χριστού οι πληγές σαν ανεμώνες τούς φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!...
Αλλά το βράδι το ίδιο του Σαββάτου, την ώρα π' απ' την Αγια Πύλη το ένα
κερί επροσάναψε όλα τ' άλλα ώς κάτου,
κι απ' τ' Αγιο Βήμα, σάμπως κύμα απλώθη το φως ώς με την ξώπορτα,
όλοι κι όλες ανατριχιάξαν π' άκουσαν στη μέση απ' τα «Χριστός Ανέστη»
μιαν αιφνίδια φωνή να σκούξει: «Γιώργαινα, ο Βαγγέλης!»
Και να· ο λεβέντης του χωριού, ο Βαγγέλης, των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Βαγγέλης
που τον λογιάζαν όλοι για χαμένο στον πόλεμο και στέκονταν ολόρτος στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι ξύλινο,
και δε διάβαινε τη θύρα της εκκλησιάς,
τι τον κοιτάζαν όλοι με τα κεριά στο χέρι, τον κοιτάζαν, το χορευτή που τράνταζε τ' αλώνι του Στειριού,
μια στην όψη, μια στο πόδι, που ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι της θύρας, και δεν έμπαινε πιο μέσα!...
Και τότε -μάρτυράς μου να 'ναι ο στίχος, ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος-
απ' το στασίδι που 'μουνα στημένος ξαντίκρισα τη μάνα, απ' το κεφάλι πετώντας το μαντίλι,
να χυμήξει σκυφτή και ν' αγκαλιάσει το ποδάρι, το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,
-έτσι όπως το είδα ο στίχος μου το γράφει, ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος-,
και να σύρει απ' τα βάθη της καρδιάς της ένα σκούξιμο: «Μάτια μου... Βαγγέλη!»
Κι ακόμα, -μάρτυράς μου να 'ναι ο στίχος, ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος-,
ξοπίσωθέ της, όσες μαζευτήκαν απ' το βράδι της Μεγάλης Πέμπτης,
νανουριστά, θαμπά για να θρηνήσουν τον πεθαμένον Αδωνη, κρυμένο μες στα λουλούδια,
τώρα να ξεσπάσουν μαζί την αξεθύμαστη του τρόμου κραυγή που, ως το στασίδι μου κρατιόμουν,
ένας πέπλος μού σκέπασε τα μάτια!...
Αγγελος Σικελιανός
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου