Δεν θα τους αφήσουμε να μας προκαλέσουν. Αν ο στρατός μάς φτύσει κατάμουτρα, θα σκουπιστούμε και θα του χαμογελάσουμε. Ο χρόνος είναι με το μέρος μας
Ντ. Ν. Αϊντίτ, γραμματέας του Κ.Κ. Ινδονησίας, καλοκαίρι 1965
Yπήρξε μία από τις μεγαλύτερες σφαγές του 20ού αιώνα, συγκρίσιμη σε έκταση και ταχύτητα με τη...
γενοκτονία των Αρμενίων: μέσα σε λίγους μήνες, πάνω από μισό -ενδεχομένως και ένα- εκατομμύριο άνθρωποι, μέλη ή συμπαθούντες του μεγαλύτερου μη κυβερνητικού Κ.Κ. της υφηλίου, εξολοθρεύτηκαν με συνοπτικές διαδικασίες από τον στρατό με τη συνδρομή ακροδεξιών παραστρατιωτικών ομάδων, αποτελούμενων από εθνικιστές και, κυρίως, ισλαμιστές.
Κι όμως, τα γεγονότα του φθινοπώρου του 1965 στην Ινδονησία, πέμπτη τότε (τέταρτη σήμερα) σε πληθυσμό χώρα του κόσμου, κάθε άλλο παρά έχουν εγγραφεί σαν αξιοσημείωτο γεγονός στην παγκόσμια συλλογική μνήμη.
Ισως επειδή στον καιρό τους είχαν χαρακτηριστεί από αμερικανικά ΜΜΕ «η καλύτερη είδηση της χρονιάς για τη Δύση στην Ασία».
Το περιοδικό Τάιμ χαιρέτισε τη σφαγή σαν «τα καλύτερα νέα της χρονιάς από την Ασία» |
Ισως, πάλι, επειδή το μεγαλύτερο μέρος του μακελειού διαπράχθηκε μακριά από τα βέβηλα μάτια (και κυρίως τον φακό) των Δυτικών δημοσιογράφων, με αποτέλεσμα τα σχετικά οπτικοακουστικά τεκμήρια να σπανίζουν.
Στην ίδια την Ινδονησία, παρ' όλο που μετά την πτώση της δικτατορίας του στρατηγού Σουχάρτο και την άρση της προληπτικής λογοκρισίας (1998) έχουν δημοσιευτεί αρκετές μαρτυρίες, η δημόσια συζήτηση για τη σφαγή παραμένει ακόμη ταμπού.
Το πιστοποιεί, μεταξύ άλλων, η πρόσφατη ξαφνική ματαίωση της προγραμματισμένης παρουσίασης τεσσάρων σχετικών εκδόσεων στο τωρινό Φεστιβάλ Βιβλίου του Μπαλί, μετά την απειλή της αστυνομίας ότι, σε αντίθετη περίπτωση, ο ετήσιος αυτός θεσμός δεν πρόκειται να ξαναπάρει άδεια λειτουργίας.
Ενα Κ.Κ. στα πρόθυρα της εξουσίας
Εν έτει 1965, το Κ.Κ. Ινδονησίας (PKI, Partai Komunis Indonesia) ήταν, όπως είπαμε, το μεγαλύτερο μη κυβερνητικό Κ.Κ. της υφηλίου, με 3.500.000 κομματικά μέλη κι άλλα 20.000.000 ενταγμένα στις μαζικές του οργανώσεις (αγρότες, εργάτες, νεολαία, γυναίκες, διανοούμενοι).
Τα μεγέθη αυτά ήταν το αποκορύφωμα μιας πορείας που ξεκίνησε το 1951 με την ανάδειξη μιας νέας ηγετικής ομάδας, με πρώτο γραμματέα τον -28χρονο τότε- Ντίπα Νουσαντάρα Αϊντίτ.
Αντιστρέφοντας μια πορεία που μέχρι τότε είχε σημαδευτεί από δύο επαναστατικές απόπειρες (1926 και 1948) και ισάριθμες πολύνεκρες πανωλεθρίες, η νέα ηγεσία παρέλαβε το ΡΚΙ με μόλις 10.000 μέλη και σχεδόν αμέσως έθεσε σε εφαρμογή μια στρατηγική «ειρηνικής συνύπαρξης» με την κρατική εξουσία, εφόσον αυτή η τελευταία εγγυόταν τη νόμιμη λειτουργία του κόμματος.
Η στρατηγική αυτή επενδύθηκε θεωρητικά με τις επεξεργασίες του 5ου Συνεδρίου (1954) για την ανάγκη οικοδόμησης ενός «ενιαίου εθνικού μετώπου» των εργατών και αγροτών με την «εθνική αστική τάξη», με στόχο την αντιμετώπιση του ιμπεριαλισμού και τον σταδιακό μετασχηματισμό του «ημιαποικιακού-ημιφεουδαρχικού» καθεστώτος της χώρας σε προοδευτική κατεύθυνση.
Οπως επισημαίνει ο ιστορικός Ρεξ Μόρτιμερ, επρόκειτο για «ένα πρόγραμμα πολιτικών συμμαχιών διατυπωμένο με όρους κοινωνικής συμμαχίας»: εκφραστής της «εθνικής αστικής τάξης» θεωρούνταν το κυβερνητικό Εθνικό Ινδονησιακό Κόμμα (ΡΝΙ), πολιτικός σχηματισμός που εκπροσωπούσε κυρίως την κρατική γραφειοκρατία.
Το 1963 ο Αϊντίτ θα διατυπώσει μια πρώιμη «ευρωκομμουνιστική» θεωρητική σύλληψη, σύμφωνα με την οποία το ινδονησιακό κράτος δεν αποτελούσε όργανο κάποιας συγκεκριμένης τάξης (ή μερίδας) αλλά πεδίο αναμέτρησης αντίρροπων κοινωνικών συνασπισμών, όπου, μάλιστα, «η λαϊκή πλευρά τείνει να κυριαρχήσει».
Πηγή αυτής της αισιόδοξης εκτίμησης αποτελούσε η σταδιακή βελτίωση της θέσης του ΡΚΙ έναντι της κρατικής εξουσίας τα προηγούμενα χρόνια.
Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο, ΕΔΩ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου