Μεγάλο τμήμα της ηπειρωτικής Ευρώπης βρίσκεται σε πολύ κακή κατάσταση. Από μία άποψη, ο μέσος πλούτος των ανθρώπων λίγο έχει μεταβληθεί και...
το κοινωνικό κεφάλαιο σε μουσεία, πάρκα και άλλες ανέσεις δείχνει ακόμα ανέπαφο. Παρ' όλα αυτά, στη δυτική Ευρώπη, η οικονομία έχει απογοητεύσει την κοινωνία.
Η ένταξη των εθνικών μειονοτήτων και των νέων στην οικονομία – κάτι που αποτελούσε το βασικό στήριγμα της αυτοπεποίθησης και της κοινωνικής ενσωμάτωσης – είναι μικρότερη από ποτέ. Κι από αυτούς που συμμετέχουν, πολύ λίγοι είναι αυτοί που ευημερούν. Μέτρο παρακμής, σχεδόν σε κάθε χώρα, είναι το ότι η άνοδος τoυ επιπέδου των αμοιβών επιβραδύνεται διαρκώς από το 1995. Τι έχει πάει στραβά;
Οι Ευρωπαίοι οικονομολόγοι λένε πως φταίει η απώλεια ανταγωνιστικότητας στην Νότια Ευρώπη. Θεωρούν ότι η παραγωγή και η απασχόληση βρίσκονται χαμηλά σε σχέση με παλαιότερες τάσεις, διότι οι αμοιβές έχουν ξεπεράσει την παραγωγικότητα, καθιστώντας την εργασία υπερβολικά ακριβή και πιέζοντας τους εργοδότες να μειώσουν τις δραστηριότητές τους. Με βάση αυτήν την υπόθεση, κάποιοι Γερμανοί οικονομολόγοι ισχυρίζονται ότι οι μισθοί, σε όσες οικονομίες αυτό ισχύει, πρέπει να πέσουν. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν τη λύση μιας νομισματικής ενίσχυσης – π.χ. την αγορά τίτλων από κεντρικές τράπεζες – έτσι ώστε να ανέβουν οι τιμές σε επίπεδο που να μπορούν να πληρωθούν οι μισθοί.
Με βάση τη θεώρηση αυτή, μπορεί να εξηγηθεί γιατί το ποσοστό των απασχολούμενων έχει μειωθεί στην Ιταλία, την Ελλάδα και την Ισπανία κατά την προηγούμενη δεκαετία. Η Ευρώπη έχει όμως βιώσει μεγαλύτερες μειώσεις στο λόγο απασχολουμένων/πληθυσμού, ο οποίος έπεσε ραγδαία στη Γερμανία και την Ιταλία τη δεκαετία του 70 και στη Γαλλία τις δεκαετίες του 80 και του 90. Οφείλονταν και αυτές οι μειώσεις σε δυσαναλογίες μεταξύ μισθών και τιμών; Κι αν ναι, τότε γιατί δεν είδαμε τους μισθούς να υποχωρούν;
Οικονομολόγοι της κλασικής προσέγγισης αποδίδουν ένα μεγάλο μέρος της μειωμένης απασχόλησης και συνεκδοχικά της λιμνάζουσας παραγωγής σε μία συμπίεση της προσφοράς εργασίας. Κι αποδίδουν αυτή τη συμπίεση κυρίως σε ξεσπάσματα δημοσιονομικής σπατάλης, σαν αυτή που συνέβη στην Ευρώπη από τα μέσα της δεκαετίας του 90 έως τα μέσα της δεκαετίας 2000-2010.
Στην Ελλάδα, την Ιταλία και σε μικρότερη έκταση στη Γαλλία μη-διατηρήσιμες φοροαπαλλαγές και συνεχείς σπατάλες ενίσχυαν τις εκτιμήσεις των νοικοκυριών για τον ιδιωτικό τους πλούτο σε σχέση με το εισόδημα από εργασία. Επιπλέον, η επέκταση των κρατικών επιδομάτων προσέθεσε κι αυτή στις εκτιμήσεις των φυσικών προσώπων για τις κοινωνικές παροχές σε σχέση με το εισόδημά τους. Τα δομικά κεφάλαια της Ε.Ε., τα οποία μετέφεραν χρήματα προς τις φτωχότερες χώρες, έριξαν ακόμα περισσότερο λάδι στη φωτιά. Έτσι, χορτασμένοι με πλούτο, πολλοί εργαζόμενοι είχαν λιγότερα κίνητρα προκειμένου να αποδώσουν καλά στην εργασία τους και κατά συνέπεια το κόστος των εταιριών παραγωγής ανέβηκε.
Οι θιασώτες του Κεϋνσιανισμού, οι οποίοι επικεντρώνονται στη μέση ζήτηση, θεωρούν κάθε αύξηση στον πλούτο των νοικοκυριών ως παράγοντα αύξησης της απασχόλησης, διότι ισχυρίζονται ότι προσθέτει στην ζήτηση. Λένε ότι η Ευρώπη χρειάζεται περισσότερη «σπατάλη», αν θέλει να μειώσει την ανεργία. Κάποια στοιχεία πάντως ευνοούν τους κλασικούς.
Όμως κι οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές ξεχνούν έναν κρίσιμο παράγοντα. Βασική αιτία της μεγάλης καθόδου της Ευρώπης όσον αφορά στην ενσωμάτωση, στην ικανοποίηση από την εργασία και στην αύξηση των αμοιβών, είναι η δραματική επιβράδυνση της παραγωγής που ξεκίνησε το 1990 και χτύπησε μεγάλες περιοχές της ηπείρου. Αυτή είναι που κρατά σε χαμηλά επίπεδα τόσο την αύξηση των μισθών όσο και την απασχόληση.
Η επιβράδυνση αυτή προέκυψε από την όλο συρρικνούμενη καινοτομία. Ακόμα και στα μεταπολεμικά χρόνια, η καινοτομία στην Ευρώπη υπήρξε αναιμική σε σύγκριση με τα παλαιότερα στάνταρ. Τη δεκαετία του 60 χειροτέρευσε ακόμα περισσότερο καθιστώντας την ήπειρο ουσιαστικά εξαρτημένη από την Αμερική για νέες ιδέες που θα επέφεραν ανάπτυξη στην παραγωγή. Όμως το 1970 η καινοτομία στην Αμερική, περιορισμένη στη Silicon Valley, επανήλθε στο μέσο όρο. Η δεξαμενή της πάλαι ποτέ αμερικανικής ανάπτυξης, στην οποία μπορούσε κάποτε να βασιστεί η Ευρώπη, περιορίστηκε τώρα στο ελάχιστο και οδήγησε τη δεκαετία του 90 σε μια επιβράδυνση της παραγωγής που αργότερα έφτασε και στη Γερμανία.
Ως συνέπεια της οικονομικής κρίσης, μεγάλο μέρος της Ευρώπης ζει μια επιπλέον κάμψη που έρχεται να προστεθεί στη μετά-90 κάθοδο. Αυτή η κάμψη θα περάσει, αλλά η κάθοδος δε θα ξεπεραστεί εύκολα. Η ήπειρος αιμορραγεί, χάνοντας τα καλύτερά της ταλέντα. Πρέπει να παλέψει για μια οικονομική ζωή που αξίζει να ζει κανείς.
Euro2day
το κοινωνικό κεφάλαιο σε μουσεία, πάρκα και άλλες ανέσεις δείχνει ακόμα ανέπαφο. Παρ' όλα αυτά, στη δυτική Ευρώπη, η οικονομία έχει απογοητεύσει την κοινωνία.
Η ένταξη των εθνικών μειονοτήτων και των νέων στην οικονομία – κάτι που αποτελούσε το βασικό στήριγμα της αυτοπεποίθησης και της κοινωνικής ενσωμάτωσης – είναι μικρότερη από ποτέ. Κι από αυτούς που συμμετέχουν, πολύ λίγοι είναι αυτοί που ευημερούν. Μέτρο παρακμής, σχεδόν σε κάθε χώρα, είναι το ότι η άνοδος τoυ επιπέδου των αμοιβών επιβραδύνεται διαρκώς από το 1995. Τι έχει πάει στραβά;
Οι Ευρωπαίοι οικονομολόγοι λένε πως φταίει η απώλεια ανταγωνιστικότητας στην Νότια Ευρώπη. Θεωρούν ότι η παραγωγή και η απασχόληση βρίσκονται χαμηλά σε σχέση με παλαιότερες τάσεις, διότι οι αμοιβές έχουν ξεπεράσει την παραγωγικότητα, καθιστώντας την εργασία υπερβολικά ακριβή και πιέζοντας τους εργοδότες να μειώσουν τις δραστηριότητές τους. Με βάση αυτήν την υπόθεση, κάποιοι Γερμανοί οικονομολόγοι ισχυρίζονται ότι οι μισθοί, σε όσες οικονομίες αυτό ισχύει, πρέπει να πέσουν. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν τη λύση μιας νομισματικής ενίσχυσης – π.χ. την αγορά τίτλων από κεντρικές τράπεζες – έτσι ώστε να ανέβουν οι τιμές σε επίπεδο που να μπορούν να πληρωθούν οι μισθοί.
Με βάση τη θεώρηση αυτή, μπορεί να εξηγηθεί γιατί το ποσοστό των απασχολούμενων έχει μειωθεί στην Ιταλία, την Ελλάδα και την Ισπανία κατά την προηγούμενη δεκαετία. Η Ευρώπη έχει όμως βιώσει μεγαλύτερες μειώσεις στο λόγο απασχολουμένων/πληθυσμού, ο οποίος έπεσε ραγδαία στη Γερμανία και την Ιταλία τη δεκαετία του 70 και στη Γαλλία τις δεκαετίες του 80 και του 90. Οφείλονταν και αυτές οι μειώσεις σε δυσαναλογίες μεταξύ μισθών και τιμών; Κι αν ναι, τότε γιατί δεν είδαμε τους μισθούς να υποχωρούν;
Οικονομολόγοι της κλασικής προσέγγισης αποδίδουν ένα μεγάλο μέρος της μειωμένης απασχόλησης και συνεκδοχικά της λιμνάζουσας παραγωγής σε μία συμπίεση της προσφοράς εργασίας. Κι αποδίδουν αυτή τη συμπίεση κυρίως σε ξεσπάσματα δημοσιονομικής σπατάλης, σαν αυτή που συνέβη στην Ευρώπη από τα μέσα της δεκαετίας του 90 έως τα μέσα της δεκαετίας 2000-2010.
Στην Ελλάδα, την Ιταλία και σε μικρότερη έκταση στη Γαλλία μη-διατηρήσιμες φοροαπαλλαγές και συνεχείς σπατάλες ενίσχυαν τις εκτιμήσεις των νοικοκυριών για τον ιδιωτικό τους πλούτο σε σχέση με το εισόδημα από εργασία. Επιπλέον, η επέκταση των κρατικών επιδομάτων προσέθεσε κι αυτή στις εκτιμήσεις των φυσικών προσώπων για τις κοινωνικές παροχές σε σχέση με το εισόδημά τους. Τα δομικά κεφάλαια της Ε.Ε., τα οποία μετέφεραν χρήματα προς τις φτωχότερες χώρες, έριξαν ακόμα περισσότερο λάδι στη φωτιά. Έτσι, χορτασμένοι με πλούτο, πολλοί εργαζόμενοι είχαν λιγότερα κίνητρα προκειμένου να αποδώσουν καλά στην εργασία τους και κατά συνέπεια το κόστος των εταιριών παραγωγής ανέβηκε.
Οι θιασώτες του Κεϋνσιανισμού, οι οποίοι επικεντρώνονται στη μέση ζήτηση, θεωρούν κάθε αύξηση στον πλούτο των νοικοκυριών ως παράγοντα αύξησης της απασχόλησης, διότι ισχυρίζονται ότι προσθέτει στην ζήτηση. Λένε ότι η Ευρώπη χρειάζεται περισσότερη «σπατάλη», αν θέλει να μειώσει την ανεργία. Κάποια στοιχεία πάντως ευνοούν τους κλασικούς.
Όμως κι οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές ξεχνούν έναν κρίσιμο παράγοντα. Βασική αιτία της μεγάλης καθόδου της Ευρώπης όσον αφορά στην ενσωμάτωση, στην ικανοποίηση από την εργασία και στην αύξηση των αμοιβών, είναι η δραματική επιβράδυνση της παραγωγής που ξεκίνησε το 1990 και χτύπησε μεγάλες περιοχές της ηπείρου. Αυτή είναι που κρατά σε χαμηλά επίπεδα τόσο την αύξηση των μισθών όσο και την απασχόληση.
Η επιβράδυνση αυτή προέκυψε από την όλο συρρικνούμενη καινοτομία. Ακόμα και στα μεταπολεμικά χρόνια, η καινοτομία στην Ευρώπη υπήρξε αναιμική σε σύγκριση με τα παλαιότερα στάνταρ. Τη δεκαετία του 60 χειροτέρευσε ακόμα περισσότερο καθιστώντας την ήπειρο ουσιαστικά εξαρτημένη από την Αμερική για νέες ιδέες που θα επέφεραν ανάπτυξη στην παραγωγή. Όμως το 1970 η καινοτομία στην Αμερική, περιορισμένη στη Silicon Valley, επανήλθε στο μέσο όρο. Η δεξαμενή της πάλαι ποτέ αμερικανικής ανάπτυξης, στην οποία μπορούσε κάποτε να βασιστεί η Ευρώπη, περιορίστηκε τώρα στο ελάχιστο και οδήγησε τη δεκαετία του 90 σε μια επιβράδυνση της παραγωγής που αργότερα έφτασε και στη Γερμανία.
Ως συνέπεια της οικονομικής κρίσης, μεγάλο μέρος της Ευρώπης ζει μια επιπλέον κάμψη που έρχεται να προστεθεί στη μετά-90 κάθοδο. Αυτή η κάμψη θα περάσει, αλλά η κάθοδος δε θα ξεπεραστεί εύκολα. Η ήπειρος αιμορραγεί, χάνοντας τα καλύτερά της ταλέντα. Πρέπει να παλέψει για μια οικονομική ζωή που αξίζει να ζει κανείς.
Euro2day
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου