Η "ελληνική κρίση", οικονομική κατά κύριο λόγο, έχει βυθίσει την ελληνική κοινωνία σε μια ατέρμονη αντιδικία για το...
τις και τι πταίει. Από την άλλη πλευρά, η νέα ελληνική κυβέρνηση έχει εισαγάγει ως παράμετρο στην επανατοποθέτηση του ελληνικού οικονομικού άγους, σε σχέση με την ευρωζώνη και τους θεσμούς γενικότερα, την εξωτερική πολιτική της χώρας σε σχέση με τη γεωστρατηγική της θέση.
Ως γενική παρατήρηση θα πρέπει να κατανοήσουμε πως σε παγκόσμιο γεωπολιτικό επίπεδο μόνο μία χώρα μπορεί να σχεδιάσει ή να προγραμματίσει κινήσεις οι οποίες μπορούν να αλλάξουν τους συσχετισμούς δυνάμεων όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί από το 1991 και μετά: οι ΗΠΑ. Πέραν αυτών η Κίνα σε έναν μακρόπνοο οικονομικό γεωπολιτικό σχεδιασμό, με τον δρόμο του μεταξιού, ηπειρωτικά και θαλάσσια, με τις εξαγορές επιχειρήσεων και επενδύσεις σε Αφρική, Νότια Αμερική και Ε.Ε., έχει θέσει τις αρχές μιας νέας γεωπολιτικής προσέγγισης, η οποία βέβαια έχει συμπαρασύρει και το ζήτημα της αντιδικίας Ρωσίας-ΗΠΑ μετά τα πρόσφατα γεγονότα στην Ουκρανία.
Δυστυχώς, όπως έχουμε πολλές φορές γράψει, στην περιοχή μας έχουν από δεκαετίες συγκεντρωθεί δυνάμεις οι οποίες τα τελευταία χρόνια δείχνουν πως μπορούν να ανατρέψουν σε μεγάλο βαθμό τη γεωπολιτική ισορροπία ή ανισορροπία με μορφή ελεγχόμενων συγκρούσεων, σε ανεξέλεγκτες πλέον αντιπαραθέσεις θρησκευτικών αντιθέσεων και ηγεμονικών προσδοκιών. Η πρόσφατη εξέλιξη στην Υεμένη, όπου οι Χούθι, ένα παρακλάδι του σιιτισμού, έχουν καταλάβει την πρωτεύουσα Σαναά και προσπαθούν να καταλάβουν το Αντεν με αποτέλεσμα την επέμβαση της Σαουδικής Αραβίας και των χωρών του Κόλπου και του Αραβικού Συνδέσμου, ξαναφέρνει στο προσκήνιο την απόλυτα εύθραυστη κατάσταση σε μια περιοχή η οποία βρίσκεται σε συνεχή εμπόλεμη κατάσταση από την ιρανική επανάσταση. Η διένεξη σουνιτών, με κύρια υποστηρίκτρια τη Σαουδική Αραβία, και σιιτών, με το Ιράν να πρωτοστατεί στην υπεράσπισή τους, όπως και άλλων μη άκρως ορθόδοξων εκφάνσεων του Ισλάμ, αλαουιτών και σούφι, μετά τα πεδία σύγκρουσης στο Ιράκ και στη Συρία επεκτείνεται στην Υεμένη. Και βέβαια επί σκηνής βρίσκονται το λεγόμενο «Χαλιφάτο» και η Αλ Κάιντα, αντιμέτωπα και με τους σιίτες και με τις μοναρχίες του Κόλπου.
Τα παραπάνω είναι μια ελάχιστη υπόμνηση της ρευστής κατάστασης της περιοχής, η οποία βρίσκεται σε μόνιμη αναταραχή με ανυπολόγιστες συνέπειες για ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Ηδη η Ρωσία και το Ιράν καταδίκασαν την επέμβαση της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη, οι ΗΠΑ παρείχαν επιμελητειακή και πληροφοριακή υποστήριξη στο Ριάντ και ο Ερντογάν δήλωσε πως αντιτίθεται στην προσπάθεια του Ιράν να ηγεμονεύσει στην περιοχή.
Πώς μπορεί να χαραχτεί μια εξωτερική πολιτική της Ελλάδας στην ομίχλη αρχαίων θρησκευτικών αντιπαραθέσεων, οικονομικών συμφερόντων βασισμένων στο πετρέλαιο και πολέμων δι’ αντιπροσώπων μεταξύ των πρωταγωνιστών Ιράν και Σαουδικής Αραβίας, Ρωσίας και ΗΠΑ και στο βάθος μιας Κίνας η οποία δεν έχει έμπρακτη ανάμειξη στις συγκρούσεις, αλλά έχει τεράστια συμφέροντα σε σχέση με το πετρέλαιο της περιοχής;
Η νέα ελληνική κυβέρνηση έκανε μερικές κινήσεις επανατοποθέτησής της στο ευρωπαϊκό σκηνικό αλλά και στο γενικότερο συγκρουσιακό κλίμα μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας και εκτόξευσε μια μικρή φωτοβολίδα περί μετακίνησης παράνομων μεταναστών στην Ευρώπη και ίσως και τζιχαντιστών.
Εδώ πρέπει να διακρίνουμε δύο τομείς στους οποίους η χώρα μπορεί να διαφοροποιηθεί σε σχέση με το παρελθόν: τον οικονομικό και τον γεωπολιτικό προσανατολισμό. Μιμούμενη τη Βρετανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και τη Γερμανία σε σχέση με την Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων Υποδομών, στην οποία συμμετέχουν παρά τις περί του αντιθέτου παραινέσεις των ΗΠΑ, ο οικονομικός ορίζοντας είναι ανοιχτός για συνεργασίες και συμφωνίες με κάθε ενδιαφερόμενο κράτος ή ιδιώτη για να επενδύσει ή να αναλάβει επιχειρηματικό ρίσκο στην Ελλάδα. Το ίδιο ανέκαθεν έκανε και η Τουρκία η οποία είχε στενές οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία. Και αυτή πρέπει να είναι μια νέα ουσιώδης οικονομική πολιτική η οποία οφείλει να χαρακτηρίζει την ελληνική κυβέρνηση. Από την άλλη πλευρά δυστυχώς η Ελλάδα, ως μέγεθος και γεωστρατηγική θέση (η γεωγραφία διαμορφώνει την ιστορία), δεν έχει πολλές επιλογές συμμαχιών. Οπως πολιτεύεται και πάλι η Τουρκία, θα πρέπει να διατηρεί τη σχέση της με το ΝΑΤΟ και τη Δύση, προβάλλοντας όμως πάντα τα συμφέροντά της με αποφασιστικό τρόπο.
Το χειρότερο που μπορεί να μας συμβεί θα είναι να θεωρηθούμε ένας ασταθής και μεμψίμοιρος σύμμαχος ο οποίος είναι ουσιαστικά άχρηστος και πιθανώς ένα «αποτυχημένο κράτος». Το μέλλον του τόπου όμως ανάμεσα στις συμπληγάδες των συγκρούσεων στην περιοχή, που κινούνται από κάθε κατεύθυνση πολιτική ή πολιτιστική, και της οικονομικής μας κρίσης δεν μπορούμε να το ορίσουμε εμείς. Οι γεωπολιτικές εξελίξεις είναι από απρόβλεπτες έως ζοφερές. Χρειάζεται μεγάλη σωφροσύνη και πραγματισμός για να παραμείνουμε τουλάχιστον αλώβητοι, όσο αυτό εξαρτάται από μας. Για τα υπόλοιπα ας φροντίσουν οι θεοί, μια και αυτοί έβαλαν τόσο πολύ και φτηνό πετρέλαιο στην περιοχή μας...
Νικόλαος Α. Μπινιάρης
efsyn.gr
τις και τι πταίει. Από την άλλη πλευρά, η νέα ελληνική κυβέρνηση έχει εισαγάγει ως παράμετρο στην επανατοποθέτηση του ελληνικού οικονομικού άγους, σε σχέση με την ευρωζώνη και τους θεσμούς γενικότερα, την εξωτερική πολιτική της χώρας σε σχέση με τη γεωστρατηγική της θέση.
Ως γενική παρατήρηση θα πρέπει να κατανοήσουμε πως σε παγκόσμιο γεωπολιτικό επίπεδο μόνο μία χώρα μπορεί να σχεδιάσει ή να προγραμματίσει κινήσεις οι οποίες μπορούν να αλλάξουν τους συσχετισμούς δυνάμεων όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί από το 1991 και μετά: οι ΗΠΑ. Πέραν αυτών η Κίνα σε έναν μακρόπνοο οικονομικό γεωπολιτικό σχεδιασμό, με τον δρόμο του μεταξιού, ηπειρωτικά και θαλάσσια, με τις εξαγορές επιχειρήσεων και επενδύσεις σε Αφρική, Νότια Αμερική και Ε.Ε., έχει θέσει τις αρχές μιας νέας γεωπολιτικής προσέγγισης, η οποία βέβαια έχει συμπαρασύρει και το ζήτημα της αντιδικίας Ρωσίας-ΗΠΑ μετά τα πρόσφατα γεγονότα στην Ουκρανία.
Δυστυχώς, όπως έχουμε πολλές φορές γράψει, στην περιοχή μας έχουν από δεκαετίες συγκεντρωθεί δυνάμεις οι οποίες τα τελευταία χρόνια δείχνουν πως μπορούν να ανατρέψουν σε μεγάλο βαθμό τη γεωπολιτική ισορροπία ή ανισορροπία με μορφή ελεγχόμενων συγκρούσεων, σε ανεξέλεγκτες πλέον αντιπαραθέσεις θρησκευτικών αντιθέσεων και ηγεμονικών προσδοκιών. Η πρόσφατη εξέλιξη στην Υεμένη, όπου οι Χούθι, ένα παρακλάδι του σιιτισμού, έχουν καταλάβει την πρωτεύουσα Σαναά και προσπαθούν να καταλάβουν το Αντεν με αποτέλεσμα την επέμβαση της Σαουδικής Αραβίας και των χωρών του Κόλπου και του Αραβικού Συνδέσμου, ξαναφέρνει στο προσκήνιο την απόλυτα εύθραυστη κατάσταση σε μια περιοχή η οποία βρίσκεται σε συνεχή εμπόλεμη κατάσταση από την ιρανική επανάσταση. Η διένεξη σουνιτών, με κύρια υποστηρίκτρια τη Σαουδική Αραβία, και σιιτών, με το Ιράν να πρωτοστατεί στην υπεράσπισή τους, όπως και άλλων μη άκρως ορθόδοξων εκφάνσεων του Ισλάμ, αλαουιτών και σούφι, μετά τα πεδία σύγκρουσης στο Ιράκ και στη Συρία επεκτείνεται στην Υεμένη. Και βέβαια επί σκηνής βρίσκονται το λεγόμενο «Χαλιφάτο» και η Αλ Κάιντα, αντιμέτωπα και με τους σιίτες και με τις μοναρχίες του Κόλπου.
Τα παραπάνω είναι μια ελάχιστη υπόμνηση της ρευστής κατάστασης της περιοχής, η οποία βρίσκεται σε μόνιμη αναταραχή με ανυπολόγιστες συνέπειες για ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Ηδη η Ρωσία και το Ιράν καταδίκασαν την επέμβαση της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη, οι ΗΠΑ παρείχαν επιμελητειακή και πληροφοριακή υποστήριξη στο Ριάντ και ο Ερντογάν δήλωσε πως αντιτίθεται στην προσπάθεια του Ιράν να ηγεμονεύσει στην περιοχή.
Πώς μπορεί να χαραχτεί μια εξωτερική πολιτική της Ελλάδας στην ομίχλη αρχαίων θρησκευτικών αντιπαραθέσεων, οικονομικών συμφερόντων βασισμένων στο πετρέλαιο και πολέμων δι’ αντιπροσώπων μεταξύ των πρωταγωνιστών Ιράν και Σαουδικής Αραβίας, Ρωσίας και ΗΠΑ και στο βάθος μιας Κίνας η οποία δεν έχει έμπρακτη ανάμειξη στις συγκρούσεις, αλλά έχει τεράστια συμφέροντα σε σχέση με το πετρέλαιο της περιοχής;
Η νέα ελληνική κυβέρνηση έκανε μερικές κινήσεις επανατοποθέτησής της στο ευρωπαϊκό σκηνικό αλλά και στο γενικότερο συγκρουσιακό κλίμα μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας και εκτόξευσε μια μικρή φωτοβολίδα περί μετακίνησης παράνομων μεταναστών στην Ευρώπη και ίσως και τζιχαντιστών.
Εδώ πρέπει να διακρίνουμε δύο τομείς στους οποίους η χώρα μπορεί να διαφοροποιηθεί σε σχέση με το παρελθόν: τον οικονομικό και τον γεωπολιτικό προσανατολισμό. Μιμούμενη τη Βρετανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και τη Γερμανία σε σχέση με την Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων Υποδομών, στην οποία συμμετέχουν παρά τις περί του αντιθέτου παραινέσεις των ΗΠΑ, ο οικονομικός ορίζοντας είναι ανοιχτός για συνεργασίες και συμφωνίες με κάθε ενδιαφερόμενο κράτος ή ιδιώτη για να επενδύσει ή να αναλάβει επιχειρηματικό ρίσκο στην Ελλάδα. Το ίδιο ανέκαθεν έκανε και η Τουρκία η οποία είχε στενές οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία. Και αυτή πρέπει να είναι μια νέα ουσιώδης οικονομική πολιτική η οποία οφείλει να χαρακτηρίζει την ελληνική κυβέρνηση. Από την άλλη πλευρά δυστυχώς η Ελλάδα, ως μέγεθος και γεωστρατηγική θέση (η γεωγραφία διαμορφώνει την ιστορία), δεν έχει πολλές επιλογές συμμαχιών. Οπως πολιτεύεται και πάλι η Τουρκία, θα πρέπει να διατηρεί τη σχέση της με το ΝΑΤΟ και τη Δύση, προβάλλοντας όμως πάντα τα συμφέροντά της με αποφασιστικό τρόπο.
Το χειρότερο που μπορεί να μας συμβεί θα είναι να θεωρηθούμε ένας ασταθής και μεμψίμοιρος σύμμαχος ο οποίος είναι ουσιαστικά άχρηστος και πιθανώς ένα «αποτυχημένο κράτος». Το μέλλον του τόπου όμως ανάμεσα στις συμπληγάδες των συγκρούσεων στην περιοχή, που κινούνται από κάθε κατεύθυνση πολιτική ή πολιτιστική, και της οικονομικής μας κρίσης δεν μπορούμε να το ορίσουμε εμείς. Οι γεωπολιτικές εξελίξεις είναι από απρόβλεπτες έως ζοφερές. Χρειάζεται μεγάλη σωφροσύνη και πραγματισμός για να παραμείνουμε τουλάχιστον αλώβητοι, όσο αυτό εξαρτάται από μας. Για τα υπόλοιπα ας φροντίσουν οι θεοί, μια και αυτοί έβαλαν τόσο πολύ και φτηνό πετρέλαιο στην περιοχή μας...
Νικόλαος Α. Μπινιάρης
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου