Μετά τις μέρες ευφορίας ακολούθησαν οι μέρες διάψευσης και κριτικής. Τι είδους όμως κριτικής όταν τα χρόνια της μεγάλης επαγγελίας, μέχρι και έναν μήνα πριν, όλοι, έστω σχεδόν όλοι, συμφωνούσαν στον ΣΥΡΙΖΑ πως...
το χρέος μπορεί να διαγραφεί, η δανειακή σύμβαση και το Μνημόνιο θα πεταχτούν στον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας και θα έρθουν επιτέλους μέρες όμορφες, με την ευρωζώνη να υποκλίνεται στην ανερχόμενη δυναμική της ελληνικής νεοαριστερής πολιτικής πραγματικότητας… Κι όταν, μάλιστα, μέχρι μια-δυο βδομάδες πριν, σχεδόν όλοι μαζί περίμεναν το γενναίο διαπραγματευτικό θαύμα...
Η κριτική που γίνεται τούτες τις ώρες προς τον ΣΥΡΙΖΑ από στελέχη του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ (μεταξύ αυτών και μερικά από τα επιφανέστερα) δεν έχει καμία αξία εάν δεν συνοδεύεται από αυτοκριτική κι εάν δεν συμπεριλάβει ωφέλιμη γνώση και προπαντός αυτογνωσία. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διέψευσε τον εαυτό του μόνο επειδή δεν τήρησε τις υποσχέσεις του, αλλά προπαντός γιατί έδωσε τις λάθος υποσχέσεις. Ούτε μόνο γιατί πρότεινε λύσεις ανέφικτες, μέσα τουλάχιστον στο συγκεκριμένο ευρωπαϊκό πλαίσιο που τις τοποθετούσε, αλλά γιατί δεν πρότεινε τις πραγματικές, ρεαλιστικές και συνάμα θεμελιωτικές, αναδημιουργικές λύσεις. Ούτε ακόμη γιατί δεν διαπραγματεύτηκε τόσο γενναία το πρόγραμμά του, όσο ζητούν τώρα οι εκ των έσω κυρίως επικριτές του, αλλά γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ, ως ενιαίο όλον, επί τέσσερα χρόνια αναλώθηκε στα εύκολα, στην επικοινωνιακή ρητορική, προβάλλοντας ως απόλυτο πλεονέκτημα την υποτιθέμενη διαπραγματευτική του δεινότητα.
Δεν διάβασε όμως ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε την Ελλάδα σωστά, δεν διέγνωσε δηλαδή τις πραγματικές της παθογένειες (αντίθετα τις ενθάρρυνε), ούτε κατάλαβε τους αποφασιστικούς οικονομικούς και πολιτικούς μηχανισμούς της ευρωζώνης μέσα στους οποίους δεσμεύτηκε να αναζητήσει λύση… Ετσι, ο ΣΥΡΙΖΑ παγιδεύτηκε στον ίδιο τον πολιτικό του λόγο, στον ταχτικισμό του και στη σπουδή του να κυβερνήσει χωρίς ρεαλιστικό όραμα, χωρίς γενικό σχέδιο και χωρίς εξειδικευμένο προγραμματισμό.
Συνιστούν τα παραπάνω συνήθεις «μετά Χριστόν» κακεντρεχείς αριστερόστροφες προφητείες; Μάλλον όχι. Αλλωστε γράφτηκαν σε άρθρα που δημοσιεύτηκαν στην «Εφ.Συν.» τον Νοέμβρη του 2012 και τον Φλεβάρη του 2013:
«[…] Από αυτήν την Ε.Ε. είναι πρόδηλο ότι η Ελλάδα ουκ αν λάβοι. […] Η Ε.Ε., υποκείμενη στη δοκιμασία της σύγχρονης εντεινόμενης παγκοσμιοποίησης, βυθίζεται σε δομική κρίση ανταγωνιστικότητας. […] Η μακρού κύματος δομική κρίση της ευρωπαϊκής οικονομίας δείχνει πως τα υπερεθνικά χρηματοπιστωτικά κέντρα δεν πρόκειται να δεχθούν καθαρές διαγραφές εξωτερικού χρέους και ουσιαστικές δανειακές διευκολύνσεις. Συνεπώς, ενδοτική ή επιθετική διαπραγμάτευση, ας το πάρουμε απόφαση, δεν πρόκειται να αλλάξει τα χρηματοοικονομικά δεδομένα. […]
»[…] Η σημερινή “αποκαλυπτική” γνωριμία –με καθυστέρηση 30 χρόνων– του ελληνικού πολιτικού συστήματος με την Ε.Ε. ανέδειξε την ιδεολογική και πολιτική κενότητα τόσο του κυβερνητικού όσο και του αντικυβερνητικού “διαπραγματευτικού” λόγου. Εξηγεί τον εγκλεισμό του σε επιχειρηματολογίες τηλεοπτικών παραθύρων, εξηγεί ακόμη την ένδεια καλοδουλεμένων, οικονομικο-κοινωνικά αξιολογημένων σχεδίων. Οι προτάσεις συνεπώς της Ευρωπαϊκής Αριστεράς που εξαντλούνται σε διαχειριστικού τύπου νομισματο-πιστωτικές αναπροσαρμογές, με σκοπό την αύξηση της ρευστότητας, την πλασματική αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας κ.λπ., τελικά εξανεμίζονται όταν αυτή βρεθεί, όπως στη Γαλλία (του Ολαντρέου τότε...), στην εξουσία».
Υπήρξε άραγε, τότε, εκτός από κριτική και κάποια πρόταση; Ή μήπως επρόκειτο για κριτική που προέτρεπε στην έξοδο από την ευρωζώνη στο όνομα μιας κάποιας ανέφικτης αντικαπιταλιστικής ανατροπής; Υπήρξε πρόταση, εντός Ευρωπαϊκής Ενωσης, όχι όμως αναγκαστικά και εντός ευρωζώνης, που σύμφωνα με τα τότε γραφόμενα συνοψίζεται στα εξής:
«[…] ξεκίνημα νέου παραγωγικού κύκλου […] άρθρωση στον διεθνή καταμερισμό εργασίας με τη δημιουργία και υποστήριξη κλάδων τεχνολογικής πυκνότητας, καινοτόμων εφαρμογών και έντασης εξειδικευμένης εργασίας, παράλληλα με τη σχετική απεξάρτηση αυτού του κύκλου από την ανάγκη ισχυρών εξωτερικών επενδυτικών εισροών. […] Βέβαια, ένα επεξεργασμένο σχέδιο σύγχρονης βιομηχανικής επαναθεμελίωσης ([…] και ολοκληρωμένης αγροτικής αναδιάρθρωσης) της παραγωγικά εκθεμελιωμένης χώρας απαιτεί ιδέες, μεθοδολογία, ευέλικτες διαδικασίες και εργαλεία εφαρμογής. Απαιτεί ταυτόχρονα δίκαια και βιώσιμα κοινωνικά συμβόλαια […]».
Για να τεθεί, λίγους μήνες αργότερα, το ζήτημα «ενός κατάλληλου για την Ελλάδα προτύπου ενδογενούς ανάπτυξης». Σε ό,τι αφορά το πλαίσιο και τις προϋποθέσεις υλοποίησης αυτής της πρότασης, είχε γραφτεί:
«Ομως, και ιδού το πρόβλημα, η επίτευξη των παραπάνω στόχων δεν μπορεί να γίνει χωρίς επανακαθορισμούς ως προς τις ευρωπαϊκές πολιτικές που εφαρμόστηκαν, όπως εφαρμόστηκαν, στα πιο πάνω παραγωγικά πεδία. Χωρίς ειδικούς περιορισμούς στην ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και προϊόντων. Χωρίς ιδιαίτερη αντιμετώπιση των τεχνολογικών “εισιτηρίων εισόδου” και χωρίς προστασία, μέχρις ενηλικιώσεως, των αναδυόμενων ευαίσθητων παραγωγικών φωλεών. Χωρίς, προπαντός, σαφή μετατόπιση του κέντρου βάρους των διαπραγματεύσεων από τη χρηματοπιστωτική-δανειακή σφαίρα στη σφαίρα υλοποίησης κατάλληλων εθνικών οικονομικών-παραγωγικών πολιτικών».
Εφικτή άραγε η παραπάνω διεκδίκηση, που βέβαια συνεπάγεται συμφωνία επί ενός κατά το σουηδικό παράδειγμα (εντός Ε.Ε., εκτός ευρωζώνης) πρωτοκόλλου; Επί ενός δηλαδή παρενθετικού καθεστώτος, ειδικού σκοπού, ορισμένου χρόνου; Εφικτή πιστεύουμε, ρεαλιστική και πολιτικά περισσότερο νομιμοποιημένη από αυτές που προβλήθηκαν.
Αυτά γράφονταν τότε… Τώρα, μετά την προσγείωση στην άτεγκτη πραγματικότητα, δεν χρειάζονται ούτε οι επίσημες δημόσιες ρητορικές στρεβλώσεις ούτε οι (μη αυτοκριτικές) επικρίσεις, που τείνουν να εγκλωβίσουν τον λαό για ακόμη μια φορά σε αντιπαραθέσεις παλαιάς κοπής. Ενα τέτοιο χωρίς ουσία ενδοοικογενειακό σκηνικό, πάλι μακριά από την αλήθεια θα μας πάει..
Βαγγέλης Πισσίας (δρος Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων)
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου