Ο
Μένης Κουμανταρέας που βρέθηκε νεκρός τα ξημερώματα μέσα στο σπίτι του, γεννήθηκε στην πλατεία Βικτωρίας και ζούσε στην Κυψέλη από το
1931. Πολυγραφότατος συγγραφέας και δημοσιογράφος, εξέδωσε ...
το τελευταίο του βιβλίο «Ο θησαυρός του χρόνου» (2014, Εκδόσεις Πατάκη) γέμισε τις προθήκες των βιβλιοπωλείων μόλις λίγες ημέρες πριν. Ενώ μόλις χθες εκδόθηκε από τις εκδόσεις Τόπος το τελευταίο του βιβλίο, η Αλληλογραφία του με τον Βασίλη Βασιλικό.
Πριν από λίγους μήνες ο Μένης Κουμανταρέας είχε χάσει και τη σύζυγό του. Το ζεύγος δεν είχε παιδιά.
Ο Μένης Κουμανταρέας, από τους σημαντικότερους συγγραφείς της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς της ελληνικής πεζογραφίας.
Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες είχε βγεί για φαγητό με φίλους στην περιοχή και αργότερα, όταν τον αναζήτησε στο τηλέφωνο ένας από αυτούς, δεν τον βρήκε και κάλεσε την αστυνομία.
Η νεότητα
«Μικρός ήμουν σχολείο-σπίτι, σπίτι-σχολείο. Και τα καλοκαίρια στην Κηφισιά. Ήμουν ένα πολύ προστατευμένο παιδί. Αυτό λειτούργησε και θετικά και αρνητικά. Θετικά στο ότι ήμουν συγκεντρωμένος στον κόσμο και όχι τόσο στα μαθήματα. Δεν ήμουν και τόσο καλός μαθητής, αλλά διάβαζα πάρα πολύ» έχει πει ο ίδιος εξιστορώντας τη νεότητά του. Το 1949 αποφοίτησε από το Πρότυπο Λύκειο Αθηνών- δεν ακολούθησε συστηματικές πανεπιστημιακές σπουδές. «Δεν πέρασα καθόλου εφηβεία. Άρχισα να μαλώνω με τον πατέρα μου στα 21» έχει πει.
« Στην Κυψέλη ήρθα κάποια στιγμή το '80 με τη γυναίκα μου. Είναι ένα ζωντανό μέρος ακόμα. Θα ευχόμουν να ήταν λιγότερο βρόμικο και να έχει λιγότερες ακαθαρσίες από τους σκύλους» είχε εξομολογηθεί πρόσφατα σε συνέντευξη για το τελευταίο του βιβλίο που έχει χαρακτηρισθεί αυτοβιογραφικό.
«Οι αναγνώστες θα έχουν βαρεθεί να διαβάζουν συνέχεια για την πλατεία Βικτωρίας. Αποφεύγω να γίνομαι ένας τουρίστας στην πόλη. Όταν γράφεις μια ιστορία για την πόλη πρέπει να κοιτάς τους ήρωες από πολύ κοντά και να είσαι αποστασιοποιημένος κιόλας. Η αρχική φωλιά για να τους βρεις είναι πάντα ο εαυτός σου. Υπάρχει ο κίνδυνος να γίνεις εγωκεντρικός και αυτάρεσκος. Μετά είναι οι άνθρωποι που γνωρίζεις. Οι άγνωστοι είναι πιο καλοί για μυθοπλασία, γιατί φαντάζεσαι με αυτούς. Το σπορ που μου αρέσει όταν πάω για καφέ είναι να κάθομαι να ακούω τι λένε στα διπλανά τραπέζια και να προσπαθώ να φανταστώ τι είδους άνθρωποι είναι αυτοί που συζητούν».
Η συγγραφή και οι διακρίσεις
Εργάστηκε επί είκοσι χρόνια σε ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρείες.Το 1961 άρχισε να συνεργάζεται με το περιοδικό "Ταχυδρόμος", και το 1962 εμφανίστηκε στη λογοτεχνία με τη συλλογή διηγημάτων "Τα μηχανάκια". Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας συμμετείχε στην αντιστασιακή έκδοση "18 Κείμενα" και οδηγήθηκε τρεις φορές σε δίκη βάσει του νόμου "περί ασέμνου δημοσιεύμα-τος" για το έργο του "Το αρμένισμα"- ωστόσο, το 1972 πήρε την υποτροφία RAAD για το Βερολίνο. Από το 1982 ασχολείται αποκλειστικά με τη συγγραφή και τη μετάφραση ( έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, Λιούις Κάρολ, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Ουίλιαμ Φώκνερ και Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ).
Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1967, για το Αρμένισμα) και το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1976, για τη "Βιοτεχνία υαλικών" και, 2002, για το "Δύο φορές Έλληνας"). Είναι ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, και τη δεκαετία του 1980 διετέλεσε μέλος του Δ.Σ. της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά.
Η οικονομική κρίση
«Τώρα όλοι θιγόμαστε από την οικονομική κρίση, αλλά και πάλι υπερβάλλουμε ως Έλληνες. Φοβάμαι για την οικονομική κρίση και για τα λεφτά του κόσμου στην τράπεζα, αλλά φοβάμαι εξίσου όταν πηγαίνω το βράδυ να πετάξω τα σκουπίδια και είναι ένας κύριος, 45άρης, μ' ένα μωρό στο καρότσι και μου παίρνει τα σκουπίδια από το χέρι, τα πετάει αυτός και μετά μου λέει «ένα ευρώ, παρακαλώ». Με κυνηγάει αυτό το πράγμα. Υπάρχουν άνθρωποι που ψάχνουν στα σκουπίδια για να βρουν φαγητό. Αυτό με αγγίζει πιο πολύ από το αν η εφορία με κυνηγάει περισσότερο ή λιγότερο» είπε πριν λίγο καιρό σε συνέντευξή του
το τελευταίο του βιβλίο «Ο θησαυρός του χρόνου» (2014, Εκδόσεις Πατάκη) γέμισε τις προθήκες των βιβλιοπωλείων μόλις λίγες ημέρες πριν. Ενώ μόλις χθες εκδόθηκε από τις εκδόσεις Τόπος το τελευταίο του βιβλίο, η Αλληλογραφία του με τον Βασίλη Βασιλικό.
Πριν από λίγους μήνες ο Μένης Κουμανταρέας είχε χάσει και τη σύζυγό του. Το ζεύγος δεν είχε παιδιά.
Ο Μένης Κουμανταρέας, από τους σημαντικότερους συγγραφείς της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς της ελληνικής πεζογραφίας.
Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες είχε βγεί για φαγητό με φίλους στην περιοχή και αργότερα, όταν τον αναζήτησε στο τηλέφωνο ένας από αυτούς, δεν τον βρήκε και κάλεσε την αστυνομία.
Η νεότητα
«Μικρός ήμουν σχολείο-σπίτι, σπίτι-σχολείο. Και τα καλοκαίρια στην Κηφισιά. Ήμουν ένα πολύ προστατευμένο παιδί. Αυτό λειτούργησε και θετικά και αρνητικά. Θετικά στο ότι ήμουν συγκεντρωμένος στον κόσμο και όχι τόσο στα μαθήματα. Δεν ήμουν και τόσο καλός μαθητής, αλλά διάβαζα πάρα πολύ» έχει πει ο ίδιος εξιστορώντας τη νεότητά του. Το 1949 αποφοίτησε από το Πρότυπο Λύκειο Αθηνών- δεν ακολούθησε συστηματικές πανεπιστημιακές σπουδές. «Δεν πέρασα καθόλου εφηβεία. Άρχισα να μαλώνω με τον πατέρα μου στα 21» έχει πει.
« Στην Κυψέλη ήρθα κάποια στιγμή το '80 με τη γυναίκα μου. Είναι ένα ζωντανό μέρος ακόμα. Θα ευχόμουν να ήταν λιγότερο βρόμικο και να έχει λιγότερες ακαθαρσίες από τους σκύλους» είχε εξομολογηθεί πρόσφατα σε συνέντευξη για το τελευταίο του βιβλίο που έχει χαρακτηρισθεί αυτοβιογραφικό.
«Οι αναγνώστες θα έχουν βαρεθεί να διαβάζουν συνέχεια για την πλατεία Βικτωρίας. Αποφεύγω να γίνομαι ένας τουρίστας στην πόλη. Όταν γράφεις μια ιστορία για την πόλη πρέπει να κοιτάς τους ήρωες από πολύ κοντά και να είσαι αποστασιοποιημένος κιόλας. Η αρχική φωλιά για να τους βρεις είναι πάντα ο εαυτός σου. Υπάρχει ο κίνδυνος να γίνεις εγωκεντρικός και αυτάρεσκος. Μετά είναι οι άνθρωποι που γνωρίζεις. Οι άγνωστοι είναι πιο καλοί για μυθοπλασία, γιατί φαντάζεσαι με αυτούς. Το σπορ που μου αρέσει όταν πάω για καφέ είναι να κάθομαι να ακούω τι λένε στα διπλανά τραπέζια και να προσπαθώ να φανταστώ τι είδους άνθρωποι είναι αυτοί που συζητούν».
Η συγγραφή και οι διακρίσεις
Εργάστηκε επί είκοσι χρόνια σε ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρείες.Το 1961 άρχισε να συνεργάζεται με το περιοδικό "Ταχυδρόμος", και το 1962 εμφανίστηκε στη λογοτεχνία με τη συλλογή διηγημάτων "Τα μηχανάκια". Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας συμμετείχε στην αντιστασιακή έκδοση "18 Κείμενα" και οδηγήθηκε τρεις φορές σε δίκη βάσει του νόμου "περί ασέμνου δημοσιεύμα-τος" για το έργο του "Το αρμένισμα"- ωστόσο, το 1972 πήρε την υποτροφία RAAD για το Βερολίνο. Από το 1982 ασχολείται αποκλειστικά με τη συγγραφή και τη μετάφραση ( έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, Λιούις Κάρολ, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Ουίλιαμ Φώκνερ και Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ).
Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1967, για το Αρμένισμα) και το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1976, για τη "Βιοτεχνία υαλικών" και, 2002, για το "Δύο φορές Έλληνας"). Είναι ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, και τη δεκαετία του 1980 διετέλεσε μέλος του Δ.Σ. της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά.
Η οικονομική κρίση
«Τώρα όλοι θιγόμαστε από την οικονομική κρίση, αλλά και πάλι υπερβάλλουμε ως Έλληνες. Φοβάμαι για την οικονομική κρίση και για τα λεφτά του κόσμου στην τράπεζα, αλλά φοβάμαι εξίσου όταν πηγαίνω το βράδυ να πετάξω τα σκουπίδια και είναι ένας κύριος, 45άρης, μ' ένα μωρό στο καρότσι και μου παίρνει τα σκουπίδια από το χέρι, τα πετάει αυτός και μετά μου λέει «ένα ευρώ, παρακαλώ». Με κυνηγάει αυτό το πράγμα. Υπάρχουν άνθρωποι που ψάχνουν στα σκουπίδια για να βρουν φαγητό. Αυτό με αγγίζει πιο πολύ από το αν η εφορία με κυνηγάει περισσότερο ή λιγότερο» είπε πριν λίγο καιρό σε συνέντευξή του
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου