26.12.14

Η γέννηση της «Ελευθεροτυπίας»...

Σεραφείμ Φυντανίδης

«Γιατί την έβγαλες αυτή την εφημερίδα;». Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, πρωθυπουργός τότε, το 1976, πλησίασε τον Κίτσο Τεγόπουλο κρατώντας το ουίσκι του και...
του απηύθυνε την ερώτηση χαμογελώντας. Ο Κίτσος κορδώθηκε επιδεικτικά και απάντησε:

«Για λόγους σεξουαλικούς, κύριε πρόεδρε».

«Μπα; Τι θες να πεις;»

«Θέλω να σας πω ότι το έκανα για την καύλα μου» (την τελευταία λέξη την είπε σχεδόν ψιθυριστά και δεν ξέρω αν την άκουσε ο Καραμανλής, που είχε προβλήματα με την ακοή του).

Συνοφρυώθηκε ο Καραμανλής. «Τι είναι αυτά που λες;»

«Για το κέφι μου και για το άχτι μου, κύριε πρόεδρε. Θα σας κάνω μια πρόταση: Τώρα, ως πρωθυπουργός, παίρνετε περίπου εκατόν πενήντα χιλιάδες δραχμές το μήνα. Προσωπικά σας δίνω ενάμισυ εκατομμύριο δραχμές επί Ελβετίας τιμαριθμικώς αναπροσαρμοζόμενες. Την παρατάτε αυτή την δουλειά που κάνετε; Για το κέφι σας και για το άχτι σας το κάνετε κι εσείς».

Ο Καραμανλής άφησε το εύθυμο ύφος του, του έδωσε μια απαλή σπρωξιά και απομακρύνθηκε ανθυπομειδιώντας. Ήταν σε μια από τις δεξιώσεις που γίνονταν στις 24 Ιουλίου στον κήπο του Προεδρικού Μεγάρου για τον εορτασμό για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Ήμουν δίπλα στον Κίτσο όταν συνέβησαν αυτά τα πρωτότυπα όσο και σοκαριστικά. Εκτός από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, έμεινα και εγώ έκπληκτος. Τότε δεν τον ήξερα καλά τον Κίτσο. Αργότερα τον έμαθα πολύ καλά, γιατί, εκτός από διευθυντής των δύο εφημερίδων του, της «Ελευθεροτυπίας» και της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας», γίναμε και φίλοι και κουμπάροι (μας είχε παντρέψει με τη Βιργινία τον Δεκέμβρη του 1988, αφού λάδωσε τον παπά για να τα πει γρήγορα). Ο Κίτσος υπήρξε φίλος μου αλλά και πατέρας μου θα έλεγα. Ήμασταν ωστόσο δύο τελείως διαφορετικοί χαρακτήρες. Κι όμως, τα πήγαμε περίφημα για τριάντα ολόκληρα χρόνια. Καλά λένε πως τα ετερώνυμα έλκονται, ενώ τα ομώνυμα απωθούνται.

Ο Χρήστος, δηλαδή Κίτσος, Τεγόπουλος καταγόταν από το χωριό Δραγοβίστι (τώρα το λένε Πολυθέα) των Τρικάλων. Ήταν βλάχος και δεν το έκρυβε. Κάποτε, σε ένα συμβούλιο της ενώσεως ιδιοκτητών, παρατήρησε ότι τον σνομπάριζε η Ελένη Βλάχου. Το παραθέτω όπως μου το έχει αφηγηθεί ο ίδιος: «Άκουσέ με, κυρά μου», της είπε. «Εγώ είμαι βλάχος και λέγομαι Τεγόπουλος. Εσύ και βλάχα είσαι και Βλάχου λέγεσαι. Άι παράτα με».

Από πολύ νέος εντάχθηκε στο κομμουνιστικό κίνημα. Έκανε επτάμισι χρόνια σε φυλακή και εξορία, κυρίως στη Γυάρο.

«Δύσκολα χρόνια Κίτσο μου, ε;», του είπα κάποτε.

«Άντε βρε, μια χαρά πέρασα εκεί. Εκείνα τα χρόνια καλύτερα να ήσουν εξόριστος παρά να ζεις στην παρανομία. Και ήταν το καλύτερο πανεπιστήμιό μου. Εκεί γνώρισα σπουδαίες προσωπικότητες της Αριστεράς, από τις οποίες άκουσα καταπληκτικά πράγματα και κάναμε ωραίες συζητήσεις».

«Ναι, αλλά τρώγατε και ξύλο».

«Εμένα δεν τόλμησε να με βαρέσει κανένας».

Ο Κίτσος ποτέ δεν κλαιγότανε και ποτέ δεν γκρίνιαζε. Κι ας είχε φάει και καμιά κλωτσιά. Ποτέ δεν το παραδέχτηκε.

Όταν αποφυλακίστηκε, το 1952, εντάχθηκε στη νεολαία της ΕΔΑ. Και ήταν ένας από εκείνους που προσπαθούσαν να κινητοποιήσουν την αριστερή διεθνή κοινότητα κατά τη διάρκεια της δίκης του Μπελογιάννη. Μετά, έπιασε δουλειά ως συντάκτης στην «Αυγή», ώσπου απολύθηκε.

Ιδού πώς μου το αφηγήθηκε:

«Είχα αρχισυντάκτη τον Γιάννη Βούλτεψη, που αργότερα πήρε τον τίτλο του βασιλοκομμουνιστή. Μια μέρα με φώναξε και μου είπε: Θα πας να κάνεις ρεπορτάζ στο Κερατσίνι. Εκεί υπάρχει μια ξυλοτεχνία και μάθαμε ότι ο εργοδότης είναι τόσο κακός ώστε κάθε τόσο που κόβονται τα δάχτυλα των εργατών, τα φυλάει όλα, σαράντα τέσσερα tον αριθμό, ως αυτή τη στιγμή, σε ένα μπουκάλι με οινόπνευμα. Θα πας να τον ξεσκεπάσεις».

«Τι είναι αυτά που λες, σύντροφε; Είναι δυνατόν να φυλάει τα κομμένα δάχτυλα σε ένα μπουκάλι με οινόπνευμα; Παραμύθια».

Τσακώθηκαν άσχημα οι δυο τους και τελικά ο Βούλτεψης απέλυσε τον Κίτσο. Και πρόσθετε ο Κίτσος: «Έτσι, λοιπόν, απολύθηκα από δημοσιογράφος και κατάντησα εκδότης»!

Μια πρώτη εκδοτική απόπειρα

Πριν από την έκδοση της «Ελευθεροτυπίας», είχε επιχειρήσει, για άλλη μια φορά, να γίνει εκδότης εφημερίδας. Σε συνεννόηση με την ΕΔΑ έβγαλε το 1963 τον «Ελεύθερο Τύπο». Τον τίτλο τον είχε ο γιος του αείμνηστου Καβαφάκη, που δολοφονήθηκε από αντιβενιζελικούς το 1920 στην Κυψέλη.

Η εφημερίδα ξεκίνησε καλά, αλλά έκλεισε σε τέσσερις πέντε μήνες

«Δεν ήθελα – μου έλεγε – να είναι στενά κομματική η εφημερίδα. Ήθελα να είναι αριστερή, αλλά όχι στενά κομματική. Τα χαλάσαμε με την ΕΔΑ και την κλείσαμε. Έχασα κάμποσα λεφτά τότε. Σε εκείνη την εφημερίδα έγραφαν ανάμεσα σε άλλους νέους, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος και ο Διονύσης Σαββόπουλος».

Πριν από αυτή την περιπέτεια, είχε αρχίσει ο Κίτσος να ασχολείται με τις εκδόσεις βιβλίων. Παντρεμένος με μια σπουδαία γυναίκα, τη Λένα Μακρή, αδελφή του περίφημου γλύπτη Μέμου Μακρή, πούλαγε στην αρχή ημιπαράνομα κομμουνιστικά βιβλιαράκια από πόρτα σε πόρτα. Γύρω στο 1955, έκανε την πρώτη μεγάλη εκδοτική του επιτυχία.

Έβγαλε τον «Τσελεμεντέ», τις συνταγές μαγειρικής αυτού του περίφημου τότε σεφ που καταγόταν από τη Σίφνο, και είχε διαπρέψει στις κουζίνες της Ευρώπης και της Αμερικής. Αργότερα εξέδωσε, με επίσης μεγάλη επιτυχία, τον «Θαυμαστό κόσμο των ζώων» καθώς και μια σεξουαλική εγκυκλοπαίδεια. Ώσπου, το 1966, μαζί με τον αδελφό του, τον Αυγερινό Τεγόπουλο και τον Κώστα Ασημακόπουλο, έβγαλε την εγκυκλοπαίδεια «Δομή» που είχε τρεις πρωτοτυπίες: πρώτον ήταν γραμμένη στη δημοτική, δεύτερον ήταν έγχρωμη και τρίτον ήταν θεματική.

Η επιτυχία ήταν απόλυτη. Ήρθε όμως η δικτατορία. Βέβαιος ότι θα τον πιάνανε και θα τον εξορίζανε πάλι, πήρε την οικογένειά του και πήγε στο Παρίσι. Εκεί, η γυναίκα του γέννησε τη δεύτερή τους κόρη, τη Λένα (η Μάνια πρέπει να ήταν πέντε ετών), αλλά σε ένα χρόνο πέθανε από λύκο του αίματος. Κι εδώ ας μου επιτραπεί να κάνω μια διαπίστωση: Αυτά τα δύο κορίτσια μεγάλωσαν χωρίς μαμά, αλλά και χωρίς κανονικό μπαμπά. Ο Κίτσος, αν και βλάχος, ήταν Λατίνος εραστής, διασκεδαστής, ταξιδευτής. Ως πατρική στοργή εννοούσε μόνο να μη λέει ποτέ «όχι» στα παιδιά του. Στις υπηρέτριες έλεγε: «Αν θέλουν να κάψουν το σπίτι, δεν θα πείτε “όχι”. Θα τους δώσετε και τα σπίρτα για να βάλουν φωτιά».

Κάποτε μου είπε: «Μην τσακωθείς ποτέ με τα παιδιά σου. Εκατό φορές δίκιο να ’χεις, θα το χάσεις. Να τους δίνεις ό,τι σου ζητούν».

Αυτό το είδα και το έζησα στο σπίτι του Κίτσου πολλές φορές και αυτό εξηγεί και πολλά από αυτά που συνέβησαν στην «Ελευθεροτυπία», μετά το θάνατό του, τον Νοέμβριο του 2006.

Σχεδόν χωρίς λεφτά...

Είναι καταπληκτικό το πώς ξεκίνησε αυτή η εφημερίδα. Σχεδόν χωρίς λεφτά. Οι συνεκδότες Τεγόπουλος και Σιαμαντάς έβαλαν κάτι λίγα, αλλά δεν αρκούσαν. Το «προξενιό» στους δύο συνεκδότες το είχε κάνει ο Αλέκος Φιλιππόπουλος. Όμως, ο Κίτσος έλεγε: «Να διαδίδετε ότι έχω πολλά λεφτά.

Καλύτερα να με φοβούνται παρά να με λυπούνται». Τότε, έπαιξε σημαντικό ρόλο ένας άνθρωπος που έμελλε να είναι ένας πολύ άξιος και ακούραστος οικονομικός διευθυντής της «Ε» για τριαντατρία χρόνια. Ο Διονύσης Αυγουστινιάτος που αποχώρησε από την εφημερίδα στις 30.5.2007 λόγω γήρατος (ήταν ήδη ογδόντα τεσσάρων ετών). Πριν από τη δικτατορία, δούλευε στο λογιστήριο της «Ελευθερίας» του Πάνου Κόκκα. Εκεί, πρωτογνώρισε τον Κίτσο Τεγόπουλο, όταν πήγαινε για να δώσει διαφημίσεις των βιβλίων που εξέδιδε, κυρίως της εγκυκλοπαίδειας «Δομή».

Όταν έκλεισε η «Ελευθερία», στις 21 Απριλίου του 1967, ο Κόκκας έφυγε στο Παρίσι, αλλά τα εκτυπωτικά του μηανήματα, στην οδό Γερανίου, λειτουργούσαν σε όλη τηδιάρκεια της δικτατορίας και ο Αυγουστινιάτος είχε τη διεύθυνσή τους. Όταν έκλεισε το «Έθνος», το 1970, καθώς φυλακιστήκανε στον Κορυδαλλό οι εκδότες του Κώστας Νικολόπουλος και Κώστας και Αχιλλέας Κυριαζής, αλλά και ο διευθυντής Κώστας Οικονομίδης και ο αρχισυντάκτης Γιάννης Καψής, το κτίριο της οδού Κολοκοτρώνη 8, το πήρε η Εθνική Τράπεζα. Ο Αυγουστινιάτος διορίστηκε ως τεχνικός σύμβουλος της πτώχευσης.

Όταν ο Τεγόπουλος και ο Σιαμαντάς αποφάσισαν να εκδώσουν την «Ε» στο κτίριο του πρώην «Έθνους», στην Κολοκοτρώνη, χρησιμοποιώντας τα γραφεία, τα τυπογραφεία και το πιεστήριό του, γνωρίστηκαν καλύτερα με τον Αυγουστινιάτο. Αυτός ήταν που κατάφερε αργότερα με διάφορους ελιγμούς να εξασφαλίσει από την Εθνική Τράπεζα ένα δάνειο εκατόν πενήντα χιλιάδων δραχμών ώστε να μπορέσει η εφημερίδα να συνεχίσει την έκδοσή της. Εγγύηση ήταν τα έσοδα από την κυκλοφορία, όπως και τα διαφημιστικά κάθε επομένου τριμήνου. Η «Ε» από την πρώτη μέρα είχε μεγάλη κυκλοφορία, πάνω από εξήντα χιλιάδες φύλλα. Σε αντίθεση με άλλες εφημερίδες, κυκλοφορούσε κάθε μέρα με δεκαέξι σελίδες.

Τότε ο Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη προσπάθησε να σταματήσει την έκδοση της «Ε» με όπλο το χαρτί, καθώς ήταν ο ίδιος μέτοχος του Οργανισμού Χάρτου του Παρασκευά Χριστοδουλόπουλου. Επιχείρησε λοιπόν, όπως μου αφηγήθηκε ο Διονύσης Αυγουστινιάτος, να διακόψει την παροχή του χαρτιού. Η αντίδραση όμως από την πλευρά της «Ε» ήταν άμεση. Είπαν στον Χριστοδουλόπουλο ότι θα καταγγείλουν ανοιχτά τη στάση του Λαμπράκη και θα γίνει χαμός. Έτσι, ο Παρασκευάς υποχώρησε και η έκδοση της «Ε» συνεχίστηκε, πάντα με ανοδική κυκλοφοριακή πορεία.

Λίγες εβδομάδες μετά την 21η Ιουλίου του 1975, εκδηλώθηκε η πρώτη σύγκρουση Τεγόπουλου-Σιαμαντά. Στην αρχή, η εφημερίδα έβγαινε ως «Ελευθεροτυπία - Εκδόσεις Α.Ε». Ένα πρωί όμως ο Σιαμαντάς άνοιξε την εφημερίδα και είδε κάτι άλλο: «Εκδόσεις Χ.Κ. Τεγόπουλος Α.Ε.».

Έξαλλος, πήγε στον Κίτσο και διαμαρτυρήθηκε. Δεν ξέρω τι ακριβώς είπαν μεταξύ τους, αλλά την άλλη μέρα προστέθηκε το «Χρήστος Σιαμαντάς, συνεκδότης». Από τότε όμως άρχισαν να ψυχραίνονται οι σχέσεις των δύο, ώσπου ξέσπασε και η κόντρα με τον Αλέκο Φιλιππόπουλο, που κατέληξε στην απόλυσή του στις 2 Απριλίου του ’76.

Η αρχή, μια απεργία

Όταν έπεσε η χούντα, ο Κίτσος γύρισε οικογενειακώς στην Ελλάδα. Με το κοφτερό του μυαλό κατάλαβε ότι αρχίζει μια νέα εποχή, επομένως χρειάζεται μια νέα εφημερίδαπου δεν θα είχε παρελθόν, ούτε θα κυκλοφορούσε επί χούντας. Η αφορμή δόθηκε τον Απρίλιο του 1975 όταν η Ένωση Συντακτών, με πρόεδρο τον αλησμόνητο Σπύρο Γιαννάτο, κήρυξε μια απεργία που κράτησε δύο εβδομάδες, διεκδικώντας αυξήσεις και άλλα πολλά. Το αποκορύφωμα ήταν η έκδοση μιας απεργιακής εφημερίδας, με τίτλο «Αδέσμευτη Γνώμη», στις 12 Μαΐου του 1975 με διευθυντή τον Κώστα Νίτσο και αρχισυντάκτη τον Αλέκο Φιλιππόπουλο.

Τρέξαμε πολλοί τότε και δουλέψαμε για την έκδοσή της που ομολογουμένως χάλασε κόσμο. Το πρόβλημα ήταν πού θα βρίσκαμε χαρτί, γιατί ο Οργανισμός Χάρτου δεν μας έδινε. Τα μεγάλα τότε συγκροτήματα, κυρίως ο ΔΟΛ, δεν ήθελαν αυτή την έκδοση. Εμφανίστηκε όμως στην ΕΣΗΕΑ ο Κίτσος και είπε: «Σας δίνω εγώ το χαρτί!». Έτσι βγήκε αυτή η εφημερίδα και, μάλιστα, όχι σε χαρτί εφημερίδας, αλλά βιβλίου.

Ήταν ξημερώματα της 12ης Μαΐου του 1975, όταν, ενώ δουλεύαμε στο τυπογραφείο της οδού Γερανίου, εμφανίστηκε ο άγνωστος σε όλους μας Τεγόπουλος. Πλησίασε τον Φιλιππόπουλο και τα λέγανε για κάμποση ώρα. Τότε έγινε η αρχική συμφωνία για την έκδοση της «Ελευθεροτυπίας».

Ο Φιλιππόπουλος είπε στον Τεγόπουλο: «Εγώ έχω τον τίτλο και τους συντάκτες. Βάζεις εσύ τα λεφτά;». Ο τίτλος «Ελευθεροτυπία» ανήκε σε ένα περιοδικό που έβγαζε ο Φιλιππόπουλος πριν και μετά τη δικτατορία. Να προσθέσω ότι, μετά την έκδοση της «Αδέσμευτης Γνώμης», οι εκδότες παραιτήθηκαν από τη σκληρή τους στάση. Τα έδωσαν όλα. Ήταν η πιο επιτυχημένη απεργιακή κινητοποίηση στην ιστορία της ΕΣΗΕΑ.

Η συνέχεια είναι γνωστή. Στις 21 Ιουλίου του 1975, ημέρα Δευτέρα, κυκλοφόρησε το πρώτο φύλλο της «Ελευθεροτυπίας», με βασικό θέμα τη δίκη των συνταγματαρχών που άρχιζε την ίδια μέρα. Εκδότες ήταν ο Κίτσος Τεγόπουλοςκαι ο Χρήστος Σιαμαντάς. Δεν άργησαν όμως να εκδηλωθούν τα πρώτα εσωτερικά προβλήματα, ώσπου επήλθε σύγκρουση των δύο με τον Αλέκο Φιλιππόπουλο. Τον κατηγόρησαν, κυρίως ο Σιαμαντάς, ότι ήθελε να τους πάρει την εφημερίδα. Ώσπου, στις 2 Απριλίου του 1976 απολύθηκε.

(Λίγο πριν, είχε απολυθεί και ο αρχισυντάκτης Λυκούργος Κομίνης. Είχε συγκρουστεί άγρια με τον Χρήστο Σιαμαντά γιατί θεωρήθηκε συνεργός του Αλέκου Φιλιππόπουλου. Όταν ανέλαβα στις 12 Απριλίου του ίδιου χρόνου την «Ε», φρόντισα να επαναπροσληφθεί)

Υπήρξε τότε και ένα άλλο μεγάλο ζήτημα. Στο πρώτο φύλλο της «Ε», στο κύριο άρθρο, διαβάζει κανείς, μεταξύ άλλων, ότι είναι η εφημερίδα των συντακτών. Έτσι διαφημιζόταν και από την τηλεόραση. Λίγο πριν από την έκδοση, οι εκδότες είχαν δώσει συνέντευξη Τύπου και είχανε πει, αλλά χωρίς να έχουν βάλει υπογραφή, ότι το 80% των κερδών θα το παίρνουν οι συντάκτες. Είναι γεγονός ότι αυτό το 80% ποτέ δεν δόθηκε, καθώς τα κέρδη πάντοτε πήγαιναν σε επενδύσεις ή σε άλλες δαπάνες. Όταν ξεκίνησε η «Ε» και λίγο αργότερα η «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», όλα γίνονταν σε νοικιασμένα γραφεία, νοικιασμένα τυπογραφεία, νοικιασμένα πιεστήρια.

Σιγά-σιγά, άλλαξαν τα πάντα. Πρώτα αγοράστηκε το ακίνητο του παλαιού «Έθνους» στην Κολοκοτρώνη 8, μετά χτίστηκε το επταόροφο στην οδό Μίνωος και, αργότερα, το πιεστήριο στο Κορωπί, με περιβάλλοντα χώρο σαρανταδύο στρεμμάτων.


Τη νύχτα, λίγο πριν τυπωθεί το πρώτο φύλλο της «Ελευθεροτυπίας», συνέβη κάτι πολύ σημαντικό. Οι δύο συνεκδότες, Τεγόπουλος και Σιαμαντάς, πίεσαν τον Αλέκο Φιλιππόπουλο να τους εκχωρήσει τον τίτλο «Ελευθεροτυπία», τίτλο που ανήκε στο περιοδικό που έβγαζε ο ίδιος πριν και μετά τη δικτατορία. Του είπαν ότι δεν είναι δυνατόν να βγαίνει η εφημερίδα χωρίς ιδιοκτησία του τίτλου. Ο Φιλιππόπουλος υποχώρησε κι έτσι, έστω και λεκτικά, η εφημερίδα των συντακτών έγινε εφημερίδα των εκδοτών.

Πρόσφατα, μάλιστα, ο γιος του Αλέκου Φιλιππόπουλου, ο Θεοχάρης, που διευθύνει με επιτυχία τις «Αττικές Εκδόσεις», δήλωσε ότι θα διεκδικήσει τον τίτλο γιατί είχε συμφωνηθεί τότε πως, όταν πάψει να εκδίδεται η «Ελευθεροτυπία» για ένα χρόνο, ο τίτλος θα μεταφέρεται στον ίδιο ή στους επιγόνους του. Βέβαια, η «Ελευθεροτυπία» επανεκδόθηκε, με άλλο όμως εκδότη και με λογής νομικά εφευρήματα, ενώ επτακόσιοι πενήντα εργαζόμενοι στην προηγούμενη «Ελευθεροτυπία» έχουν μείνει απλήρωτοι και χωρίς αποζημιώσεις από τις 21 Δεκεμβρίου του 2011...

Το άρθρο αναδημοσιεύτηκε στο tvxs.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: