Καθώς οι ιστορίες για το Occupy Central πλημμυρίζουν τα πρωτοσέλιδα των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης, BBC καιCNN αμφότερα δημοσιεύουν βολικές εξηγήσεις που περισσότερο περιπλέκουν παρά εξηγούν, χωρίς να κάνουν καμία προσπάθεια να ψάξουν τις οικονομικές αιτίες της δυσαρέσκειας. Η ανησυχία τους περιορίζεται στο εάν «απειλείται το μέλλον του Χονγκ Κονγκ ως χρηματοοικονομικού κέντρου» – σαφής ένδειξη των προτεραιοτήτων του παγκόσμιου κατεστημένου.
Αλλά ανεξάρτητα από το τι θέλει το BBC να πιστέψει ο κόσμος, το Occupy Central δεν είναι τόσο ένας αγώνας για τη δημοκρατία όσο μια πάλη για κοινωνική δικαιοσύνη. Είναι αλήθεια ότι οι κάτοικοι του Χονγκ Κονγκ είναι θυμωμένοι με τις παρεμβάσεις του Πεκίνου στις εσωτερικές τους υποθέσεις – είτε πρόκειται για μετανάστευση από την Κίνα, είτε για παραβιάσεις της ελευθερίας του Τύπου, είτε για το εθνικιστικό-προπαγανδιστικό πρόγραμμα «ηθικής και εθνικής εκπαίδευσης». Αυτά τα ζητήματα, αν και σοβαρά, ωχριούν σε σύγκριση με την ολοένα και πιο δύσκολη πραγματικότητα στην καθημερινή ζωή στο Χονγκ Κονγκ. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της πόλης του Χονγκ Κονγκ, Τόμπυ Κάρολ (Toby Carroll), ένας στους πέντε κάτοικους του ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ τα επίπεδα ανισότητας έχουν φτάσει να είναι μεταξύ των υψηλότερων στον κόσμο. Οι μισθοί δεν αυξάνονται σύμφωνα με τον πληθωρισμό – πράγμα που σημαίνει ότι στην πραγματικότητα έχουν μειωθεί. Ο κατώτατος μισθός –ο οποίος εισήχθη μόλις το 2010– έχει οριστεί στα 28 δολάρια Χονγκ Κονγκ την ώρα (3,60 αμερικανικά δολάρια): λιγότερο από το μισό σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν υπάρχουν δικαιώματα συλλογικών διαπραγματεύσεων, επιδόματα ανεργίας και συντάξεις. Η μέση εργάσιμη εβδομάδα είναι 49 ώρες — αυτό σε περίπτωση που θεωρείτε βάρβαρο το σαραντάωρο. Οι τιμές των σπιτιών είναι μεταξύ των υψηλότερων στον κόσμο. Ακόμη και ο νεοφιλελεύθερος Economistτοποθετεί το Χονγκ Κονγκ στην κορυφή του δείκτη των φιλικών προς τους επιχειρηματίες χωρών, με διαφορά από τις υπόλοιπες.
Ο κατάλογος αυτών που έχουν μιλήσει ενάντια στο Occupy Central είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικός: μεταξύ άλλων από τους επιχειρηματικούς κύκλους, o ολιγάρχης Li Ka-shing, η τράπεζα HSBC και οι τέσσερις μεγαλύτερες λογιστικές εταιρείες του κόσμου. Το κύριο πρόβλημα με τη διακυβέρνηση του CY Leung [ο διοικητής της πόλης του Χονγκ Κονγκ, Σ.τ.Μ.] δεν είναι το γεγονός ότι δεν εξελέγη δημοκρατικά, αλλά το ότι υπηρετεί τα συμφέροντα δύο ομάδων: του Πεκίνου από την μια μεριά, της τοπικής ελίτ από την άλλη — με άλλα λόγια, καμιά σχέση με την έννοια της δημοκρατικής εκπροσώπησης. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι ολιγάρχες είναι τρομοκρατημένοι από το Occupy Central: οποιαδήποτε μετακίνηση προς την πραγματική δημοκρατία, θα τους έκανε να χάνουν την εξουσία και την κυριαρχία τους πάνω στην περιοχή. Από την άλλη, η παρούσα κατάσταση τους εξυπηρετεί μια χαρά.
Οι κάτοικοι του Χονγκ Koνγκ δεν είναι ιδιαίτερα πολιτικοποιημένοι. Δεν έχουμε ψηφίσει ποτέ στη ζωή μας –ούτε κατά τη διάρκεια των 17 ετών υπό κινεζική κυριαρχία, ούτε κατά τη διάρκεια του ενός αιώνα βρετανικής αποικιοκρατίας πριν– αλλά ήμασταν καλοί και ήσυχοι, επειδή ζούσαμε μια άνετη ζωή. Ωστόσο, καθώς τα μεσαία και εργατικά στρώματα αρχίζουν να αισθάνονται την κρίση, η άρχουσα τάξη έχει αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί απλώς να τους λέει να φάνε παντεσπάνι. Η μάχη για δημοκρατία δεν είναι μια μάχη για το δικαίωμα ψήφου, αλλά μια μάχη για πραγματική δημοκρατία: για το δικαίωμα των ανθρώπων να αυτοκυβερνηθούν. Η εκλογές είναι απλώς η αφετηρία για μια μακρά διαδικασία μεταρρυθμίσεων που θα πάρουν την εξουσία από τα χέρια των ελίτ του Χονγκ Κονγκ και της Κίνας και, για πρώτη φορά, και θα τη βάλουν στα χέρια των απλών ανθρώπων.
Ο Chun Ming Tang είναι συγγραφέας γεννημένος στο Χονγκ Κονγκ- και φοιτητής στο Hamilton College (New York), αυτή τη στιγμή στο London School of Economics. Γράφει στοhttp://clearingtherubble.wordpress.com
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο http://www.globalresearch.ca, στις 30.9.2014
Αλλά ανεξάρτητα από το τι θέλει το BBC να πιστέψει ο κόσμος, το Occupy Central δεν είναι τόσο ένας αγώνας για τη δημοκρατία όσο μια πάλη για κοινωνική δικαιοσύνη. Είναι αλήθεια ότι οι κάτοικοι του Χονγκ Κονγκ είναι θυμωμένοι με τις παρεμβάσεις του Πεκίνου στις εσωτερικές τους υποθέσεις – είτε πρόκειται για μετανάστευση από την Κίνα, είτε για παραβιάσεις της ελευθερίας του Τύπου, είτε για το εθνικιστικό-προπαγανδιστικό πρόγραμμα «ηθικής και εθνικής εκπαίδευσης». Αυτά τα ζητήματα, αν και σοβαρά, ωχριούν σε σύγκριση με την ολοένα και πιο δύσκολη πραγματικότητα στην καθημερινή ζωή στο Χονγκ Κονγκ. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της πόλης του Χονγκ Κονγκ, Τόμπυ Κάρολ (Toby Carroll), ένας στους πέντε κάτοικους του ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ τα επίπεδα ανισότητας έχουν φτάσει να είναι μεταξύ των υψηλότερων στον κόσμο. Οι μισθοί δεν αυξάνονται σύμφωνα με τον πληθωρισμό – πράγμα που σημαίνει ότι στην πραγματικότητα έχουν μειωθεί. Ο κατώτατος μισθός –ο οποίος εισήχθη μόλις το 2010– έχει οριστεί στα 28 δολάρια Χονγκ Κονγκ την ώρα (3,60 αμερικανικά δολάρια): λιγότερο από το μισό σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν υπάρχουν δικαιώματα συλλογικών διαπραγματεύσεων, επιδόματα ανεργίας και συντάξεις. Η μέση εργάσιμη εβδομάδα είναι 49 ώρες — αυτό σε περίπτωση που θεωρείτε βάρβαρο το σαραντάωρο. Οι τιμές των σπιτιών είναι μεταξύ των υψηλότερων στον κόσμο. Ακόμη και ο νεοφιλελεύθερος Economistτοποθετεί το Χονγκ Κονγκ στην κορυφή του δείκτη των φιλικών προς τους επιχειρηματίες χωρών, με διαφορά από τις υπόλοιπες.
Ο κατάλογος αυτών που έχουν μιλήσει ενάντια στο Occupy Central είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικός: μεταξύ άλλων από τους επιχειρηματικούς κύκλους, o ολιγάρχης Li Ka-shing, η τράπεζα HSBC και οι τέσσερις μεγαλύτερες λογιστικές εταιρείες του κόσμου. Το κύριο πρόβλημα με τη διακυβέρνηση του CY Leung [ο διοικητής της πόλης του Χονγκ Κονγκ, Σ.τ.Μ.] δεν είναι το γεγονός ότι δεν εξελέγη δημοκρατικά, αλλά το ότι υπηρετεί τα συμφέροντα δύο ομάδων: του Πεκίνου από την μια μεριά, της τοπικής ελίτ από την άλλη — με άλλα λόγια, καμιά σχέση με την έννοια της δημοκρατικής εκπροσώπησης. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι ολιγάρχες είναι τρομοκρατημένοι από το Occupy Central: οποιαδήποτε μετακίνηση προς την πραγματική δημοκρατία, θα τους έκανε να χάνουν την εξουσία και την κυριαρχία τους πάνω στην περιοχή. Από την άλλη, η παρούσα κατάσταση τους εξυπηρετεί μια χαρά.
Οι κάτοικοι του Χονγκ Koνγκ δεν είναι ιδιαίτερα πολιτικοποιημένοι. Δεν έχουμε ψηφίσει ποτέ στη ζωή μας –ούτε κατά τη διάρκεια των 17 ετών υπό κινεζική κυριαρχία, ούτε κατά τη διάρκεια του ενός αιώνα βρετανικής αποικιοκρατίας πριν– αλλά ήμασταν καλοί και ήσυχοι, επειδή ζούσαμε μια άνετη ζωή. Ωστόσο, καθώς τα μεσαία και εργατικά στρώματα αρχίζουν να αισθάνονται την κρίση, η άρχουσα τάξη έχει αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί απλώς να τους λέει να φάνε παντεσπάνι. Η μάχη για δημοκρατία δεν είναι μια μάχη για το δικαίωμα ψήφου, αλλά μια μάχη για πραγματική δημοκρατία: για το δικαίωμα των ανθρώπων να αυτοκυβερνηθούν. Η εκλογές είναι απλώς η αφετηρία για μια μακρά διαδικασία μεταρρυθμίσεων που θα πάρουν την εξουσία από τα χέρια των ελίτ του Χονγκ Κονγκ και της Κίνας και, για πρώτη φορά, και θα τη βάλουν στα χέρια των απλών ανθρώπων.
Ο Chun Ming Tang είναι συγγραφέας γεννημένος στο Χονγκ Κονγκ- και φοιτητής στο Hamilton College (New York), αυτή τη στιγμή στο London School of Economics. Γράφει στοhttp://clearingtherubble.wordpress.com
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο http://www.globalresearch.ca, στις 30.9.2014
πηγη "Ενθεματα"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου