Οι εξελίξεις στον χώρο της Αμφίπολης ξανάφεραν στη μνήμη μας μια από τις παλιότερες μορφές διαπλοκής μεταξύ επιστήμης και κυβερνήσεων. Η πολιτική υστεροβουλία της μετάθεσης της επικαιρότητας από την πολιτική των μνημονίων στους αρχαίους ημών προγόνους, δεν άφησε αλώβητη τη...
δημόσια εικόνα.
Από τα μέσα Αυγούστου, όταν οι ανασκαφές στον τύμβο Καστά της Αμφίπολης αναβαθμίστηκαν επικοινωνιακά με την οικογενειακή επίσκεψη εκεί του πρωθυπουργού και το μιντιακό μπαράζ που ακολούθησε, ο δημόσιος λόγος στη χώρα μας άρχισε ξαφνικά να περιστρέφεται γύρω από μακρινές αλλά ένδοξες εποχές. Η οφθαλμοφανής πολιτική υστεροβουλία της μετάθεσης του άξονα της επικαιρότητας από την επώδυνη πολιτική των μνημονίων στους αρχαίους ημών προγόνους δεν άφησε όμως τελικά αλώβητη τη δημόσια εικόνα (και, σε μια δεύτερη φάση, το κοινωνικό κύρος) της αρχαιολογίας.
Οι αρχικές θριαμβολογίες για τον πιθανολογούμενο «τάφο του Μεγαλέξανδρου», η διαδοχή τους από μετριοπαθέστερα σενάρια περί Ρωξάνης ή Μακεδόνων στρατηγών και ναυάρχων, η αναπόφευκτη δημοσιοποίηση των επιστημονικών διαφωνιών για τη χρονολόγηση του μνημείου και η επισήμανση του ενδεχόμενου να πρόκειται για έργο των ρωμαϊκών χρόνων, ο τραγελαφικός διορισμός «εκπροσώπου Τύπου του τάφου» και η αγχώδης προσπάθεια να δοθούν στην ανασκαφή τα χαρακτηριστικά εθνικού έπους υπήγαγαν αναπόφευκτα την όλη υπόθεση στην αρμοδιότητα των γελοιογράφων. Σύμφωνα με το εύστοχο καλαμπούρι που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο, Καρυάτιδα αποκαλείται πλέον ένα «γλυπτό με γυναικεία μορφή που χρησιμεύει στη στήριξη κτιρίων και κυβερνήσεων».
Στο επίπεδο της γελοιογραφίας κινήθηκαν, άλλωστε, ακόμη και οι προσπάθειες καταστολής όσων έκαναν λόγο για ρωμαϊκό κι όχι αρχαιομακεδονικό μνημείο. Η επίσημη καταγγελία της προϊσταμένης των ανασκαφών, Κατερίνας Περιστέρη, προς ομογενειακή εφημερίδα, πως οι εν λόγω επιστήμονες «εξυπηρετούν άλλα συμφέροντα», αποτελεί οπωσδήποτε τομή σε σχέση με τα ώς τώρα ήθη του κλάδου. Ιδίως από τη στιγμή που την τεκμηρίωσή της ανέλαβε η γνωστή «πατριωτική» μπλογκόσφαιρα, με ιστότοπους εγνωσμένης σοβαρότητας, όπως τo zougla.gr του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου, να πρωταγωνιστούν στον διασυρμό των αντιφρονούντων. Με ύψιστο επιχείρημα την «αποκάλυψη» ότι, εκτός από τη μακεδονικότητα του τάφου της Αμφίπολης, η «πρωταγωνίστρια» της κίνησης έχει επίσης διαπράξει το έγκλημα να αμφισβητήσει την ταυτοποίηση των ευρημάτων της Βεργίνας με τον πατέρα του Μεγαλέξανδρου.
Παρά το εντυπωσιακό σερβίρισμά της, η «εθνική» αυτή επιχειρηματολογία δεν έχει στην πραγματικότητα κανένα νόημα. Στοιχειώδες σερφάρισμα στον ιστότοπο J-STOR, μια περιδιάβαση στα αθηναϊκά βιβλιοπωλεία ή ακόμη κι ένα απλό ξεφύλλισμα ελληνικών εφημερίδων των τελευταίων δεκαετιών αρκούν για να διαπιστώσει κανείς πως οι επιστημονικές διαφωνίες με την κυρίαρχη άποψη, που ταυτίζει τη Βεργίνα με την αρχαία μακεδονική πρωτεύουσα Αιγές και τον ασύλητο «τάφο ΙΙ» που ανακάλυψε ο Μανόλης Ανδρόνικος με το πρόσωπο του Φιλίππου Β’, κάθε άλλο παρά σπανίζουν. Αν η πανεπιστημιακός Ολγα Παλαγγιά αποδίδει απλώς το επίμαχο λείψανο σε άλλον Μακεδόνα μονάρχη (τον Φίλιππο Γ’ τον Αριδαίο), μια σειρά από Ελληνες επιστήμονες έχουν αμφισβητήσει την ίδια την ταύτιση της Βεργίνας με τις Αιγές και, κατ’ επέκταση, τον βασιλικό χαρακτήρα των συγκεκριμένων τάφων. Ο καθηγητής κλασικής αρχαιολογίας Παναγιώτης Φάκλαρης, βοηθός του Ανδρόνικου στην ανασκαφή της Βεργίνας, τοποθετεί εδώ και δυο δεκαετίες τις Αιγές στα περίχωρα της Νάουσας, ανάμεσα στα χωριά Κοπανός και Λευκάδια («Aegae: Determining the Site of the First Capital of the Macedonians», American Journal of Archaeology, 98 [1994], σ. 609-16). Ο ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ, Ιωάννης Τουλουμάκος, τάσσεται υπέρ της παραδοσιακής ταύτισης των Αιγών με την Εδεσσα, οι ανασκαφές στα περίχωρα της οποίας έχουν υποβαθμιστεί αισθητά τον τελευταίο καιρό («Ιστορικά προβλήματα των τάφων της Βεργίνας», Θεσ/νίκη 2006). Την ίδια θέση είχε υποστηρίξει, αμέσως μετά την αρχική ανακοίνωση των ευρημάτων, και ο καθηγητής ιστορίας του ΑΠΘ, Δημήτριος Κανατσούλης («Ελευθεροτυπία», 1.12.1977). Τη διαφωνία του με τον Ανδρόνικο κατέθεσε ευθύς εξαρχής και ο αρχαιολόγος Φώτης Πέτσας, για να υποστεί πάραυτα -όπως θα δούμε παρακάτω- τη λογοκρισία των εθνικά ορθών εντύπων που φιλοξενούσαν μέχρι τότε τις απόψεις του. Ο αρχαιολόγος Πέτρος Θέμελης κι ο νομισματολόγος Ιωάννης Τουράτσογλου αμφισβήτησαν, τέλος, διακριτικά τη χρονολόγηση του «τάφου ΙΙ» και, μαζί μ’ αυτήν, όλο το οικοδόμημα πάνω στο οποίο έχει στηριχθεί η θεωρία περί Φιλίππου («Οι τάφοι του Δερβενίου», Αθήνα 1997).
Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο, ΕΔΩ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου