Την τελευταία πνοή του, σε ηλικία 88 ετών, άφησε σήμερα ο θρυλικός Γκιούλα Γκρόσιτς, τερματοφύλακας της Χονβεντ και της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου της Ουγγαρίας, η οποία ήταν σχεδόν ανίκητη στις...
αρχές της δεκαετίας του ΄50 και την αποκαλούσαν «αράντισπατ». Ο εκλιπών αντιμετώπιζε προβλήματα στον πνεύμονα, ενώ την είδηση του θανάτου του έδωσε η οικογένειά του στο εθνικό πρακτορείο ειδήσεων της Ουγγαρίας (MTI).
Ο Γκρόσιτς θεωρήθηκε θεμέλιος λίθος της μεγάλης ομάδας της Ουγγαρίας, η οποία συνέτριψε 6-3 την Αγγλία στο Γουέμπλεϊ το 1953 και έγινε η πρώτη ομάδα εκτός Βρετανίας που νίκησε εντός έδρας τα «τρία λιοντάρια». Είχε 88 συμμετοχές με την εθνική Ουγγαρίας το διάστημα 1947-1962 και πανηγύρισε την κατάκτηση του χρυσού Ολυμπιακού μεταλλίου στους Αγώνες του Ελσίνκι το 1952, ενώ η ομάδα θεωρείτο μεγάλο φαβορί να κατακτήσει το τρόπαιο στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954 λόγω του αήττητου σερί της, το οποίο κρατούσε τέσσερα χρόνια. Παρ' ότι η Ουγγαρία έκανε τέσσερις διαδοχικές νίκες κι έφτασε στον τελικό, εκεί γνώρισε την ήττα με 3-2 από τη Δυτική Γερμανία, την οποία είχε συντρίψει στη φάση των ομίλων με 8-2.
Από το 1950 έως το 1956 η λεγόμενη και «αράντσιπατ» (σ.σ. η «χρυσή» ομάδα) είχε απολογισμό 42 νίκες, επτά ισοπαλίες και μόλις μια ήττα, ωστόσο από εκεί και στο β΄ μισό του 20ου αιώνα άρχισε η παρακμή της Ουγγαρίας. Στον Γκρόσιτς, του οποίου το προσωνύμιο ήταν «Μαύρος Πάνθηρας», πιστώνεται η εξέλιξη του τρόπου παιχνιδιού «τερματοφύλακας-σκούπα», βάσει του οποίου ο γκολκίπερ ενεργεί ως επιπλέον αμυντικός, όταν χρειάζεται.
αρχές της δεκαετίας του ΄50 και την αποκαλούσαν «αράντισπατ». Ο εκλιπών αντιμετώπιζε προβλήματα στον πνεύμονα, ενώ την είδηση του θανάτου του έδωσε η οικογένειά του στο εθνικό πρακτορείο ειδήσεων της Ουγγαρίας (MTI).
Ο Γκρόσιτς θεωρήθηκε θεμέλιος λίθος της μεγάλης ομάδας της Ουγγαρίας, η οποία συνέτριψε 6-3 την Αγγλία στο Γουέμπλεϊ το 1953 και έγινε η πρώτη ομάδα εκτός Βρετανίας που νίκησε εντός έδρας τα «τρία λιοντάρια». Είχε 88 συμμετοχές με την εθνική Ουγγαρίας το διάστημα 1947-1962 και πανηγύρισε την κατάκτηση του χρυσού Ολυμπιακού μεταλλίου στους Αγώνες του Ελσίνκι το 1952, ενώ η ομάδα θεωρείτο μεγάλο φαβορί να κατακτήσει το τρόπαιο στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954 λόγω του αήττητου σερί της, το οποίο κρατούσε τέσσερα χρόνια. Παρ' ότι η Ουγγαρία έκανε τέσσερις διαδοχικές νίκες κι έφτασε στον τελικό, εκεί γνώρισε την ήττα με 3-2 από τη Δυτική Γερμανία, την οποία είχε συντρίψει στη φάση των ομίλων με 8-2.
Από το 1950 έως το 1956 η λεγόμενη και «αράντσιπατ» (σ.σ. η «χρυσή» ομάδα) είχε απολογισμό 42 νίκες, επτά ισοπαλίες και μόλις μια ήττα, ωστόσο από εκεί και στο β΄ μισό του 20ου αιώνα άρχισε η παρακμή της Ουγγαρίας. Στον Γκρόσιτς, του οποίου το προσωνύμιο ήταν «Μαύρος Πάνθηρας», πιστώνεται η εξέλιξη του τρόπου παιχνιδιού «τερματοφύλακας-σκούπα», βάσει του οποίου ο γκολκίπερ ενεργεί ως επιπλέον αμυντικός, όταν χρειάζεται.
Ο Γκρόσιτς γεννήθηκε και άρχισε την ποδοσφαιρική καριέρα του στο Ντόρογκ της βόρειας Ουγγαρίας, ενώ αργότερα αγωνίστηκε στη Χόνβεντ πλάι σε μια πλειάδα σπουδαίων παικτών της εθνικής Ουγγαρίας. Αποχώρησε από την ενεργό δράση το 1962. Το 2008, σε ηλικία 82 ετών, έπαιξε για λίγα λεπτά για λογαριασμό της Φερεντσβάρος στη Βουδαπέστη, 46 χρόνια αφότου το κομμουνιστικό καθεστώς, με το οποίο συχνά βρισκόταν σε διαμάχη, αρνήθηκε να του επιτρέψει να υπογράψει στην αγαπημένη ομάδα του. Ο Γκρόσιτς έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα σε ένα φιλικό με τη Σέφιλντ Γιουνάιτεντ, ενώ έκατσε κάτω από τα δοκάρια για λίγα λεπτά, προτού αντικατασταθεί.
Αφού προσπάθησε να αυτομολήσει και πιάστηκε το 1949, βρέθηκε στο «στόχαστρο» έρευνας από τη μυστική υπηρεσία της Ουγγαρίας και του απαγγέλθηκαν κατηγορίες για κατασκοπεία και προδοσία. Τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό και αντιμετώπισε το ενδεχόμενο να δικαστεί, αλλά η υπόθεση δεν προχώρησε, λόγω έλλειψης στοιχείων. Όμως, του επιβλήθηκε διετής αποκλεισμός από την εθνική ομάδα, ωστόσο αγωνίστηκε ξανά στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα ένα χρόνο μετά. Στη διάρκεια της επανάστασης στην Ουγγαρία το 1956, ο Γκρόσιτς έβγαλε την οικογένειά του από τη χώρα και θέλησε να αρχίσει μια καινούρια ζωή στο εξωτερικό, αλλά αναγκάστηκε να επιστρέψει και να πάρει μεταγραφή από τη Χόνβεντ στην Ταταμπάνια. Παρέμεινε σε αυτή την ομάδα για το υπόλοιπο της καριέρας του, μολονότι δεν μπόρεσε ποτέ να τερματίσει ψηλότερα από την τέταρτη θέση στο πρωτάθλημα. Ωστόσο, το ποδοσφαιρικό γήπεδο στην Ταταμπάνια πήρε το όνομά του το 2011...
newsbeast.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου