Μαρτυρία: Η φουρτούνα των ρίχτερ...
Κυριακάτικο μεσημέρι του Γενάρη, συννεφιασμένο, με έναν θυμωμένο ουρανό, η πρώτη πραγματικά κρύα μέρα του χειμώνα. Ακούω πρώτα μια...
βοή, μετά ένα τράνταγμα, με ταρακουνάει η γη. Τα cd, το ρολόι, το ραδιόφωνο πετάγονται από το ψυγείο και πέφτουν στο πάτωμα με έναν δυνατό κρότο, κόβεται απότομα το τραγούδι που έπαιζε στο ραδιόφωνο, σκοτάδι παντού. Γυαλιά στα πλακάκια. Αρπάζω το παιδί από το μπράτσο και στριμωχνόμαστε αγκαλιασμένες κάτω από το ξύλινο τραπέζι της κουζίνας, κρατώντας την ανάσα μας. Σε λίγα δευτερόλεπτα σταματά. Ενστικτωδώς, βάζουμε μπουφάν και βγαίνουμε βιαστικά έξω από το σπίτι.
Τρομαγμένα πρόσωπα, δεκάδες απορημένα μάτια στη μικρή πλατεία της γειτονιάς μάς κοιτούν, άνδρες αναμαλλιασμένοι, γυναίκες με νυχτικά, παιδιά στην αγκαλιά τυλιγμένα με κουβέρτες, ηλικιωμένοι με ρόμπες και παντόφλες, νεαρές κοπέλες που κλαίνε, κάποιοι μιλάνε στα κινητά, άλλοι βάζουν μπρος τη μηχανή του αυτοκινήτου και φεύγουν. Μόλις σταματάμε πέντε βήματα μακριά από το σπίτι, έρχεται το δεύτερο «κύμα», τρέμει η γη κάτω από τα πόδια μας, σείεται το έδαφος, είναι ακριβώς ίδια η αίσθηση με το παιχνίδι του ταψιού στο λούνα παρκ. Παρατηρώ τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα που κινούνται σαν να είναι καράβια σε φουρτουνιασμένη θάλασσα. Κενό. Δεν έχω σκέψεις. Κρατάω σφιχτά το χέρι της κόρης μου. Δύο δρόμους παρακάτω συναντιέμαι με φίλους, «θα μείνουμε στο αυτοκίνητο σήμερα;», «κοίτα μια ρωγμή που έκανε στη σοφίτα μου», «μου έσπασε την τηλεόραση», τα τηλέφωνα χτυπάνε ασταμάτητα, όλοι θέλουν να μάθουν αν είμαστε καλά. Επιστρέφω σπίτι, βάζω δύο ρούχα στη βαλίτσα και φεύγω για ένα χωριό λίγο πιο έξω από το Αργοστόλι. Η γη κουνιέται ακόμη και η βοή είναι σταθερή σε κάθε κούνημα. Το βράδυ ακούω πρώτα τη βοή και μετά το τράνταγμα, δεν μπορώ να κλείσω μάτι, κουνιούνται τα πάντα γύρω μου.
Οι δείκτες του ρολογιού πέφτουν βαριά και αργόσυρτα: 01.00, 02.00, 03.00... δεν θα ξημερώσει ποτέ; Η νύχτα δεν θέλει να περάσει. Το παιδί είναι κολλημένο στην αγκαλιά μου και σε κάθε τράνταγμα ξυπνάει κλαίγοντας. Μιλάω στο τηλέφωνο μέχρι αργά για να καταλαγιάσει ο πανικός με τη φίλη μου στο Αργοστόλι που μένει μέσα στο σπίτι της λόγω της ηλικιωμένης μητέρας της και είναι σοκαρισμένη. Είναι μόνη σε όλη την πολυκατοικία. Μου περιγράφει πως όλοι οι φίλοι έχουν πάει στα κτίρια του ΤΕΙ που είναι προκάτ και άλλοι κάθονται στα φοιτητικά έδρανα και άλλοι κοιμούνται στα αυτοκίνητα. Το επόμενο πρωί πηγαίνουμε με καθυστέρηση στη δουλειά για να μας πουν πως πρέπει πρώτα να ελεγχθεί το κτίριο για ενδεχόμενες ζημιές και αύριο μπορούμε να έρθουμε κανονικά για δουλειά. Τα πόδια μου με οδηγούν κατευθείαν στο ΚΤΕΛ, οι υπόλοιποι φίλοι πηγαίνουν στο πλοίο που έχει καταφθάσει για να πιάσουν καμπίνα. Βαδίζοντας βιαστικά από την παραλιακή του Αργοστολίου βλέπω τις προσόψεις πολλών κτιρίων τυλιγμένες με λευκή και κόκκινη ριγέ πλαστική κορδέλα, η θάλασσα είναι αγριεμένη με ένα χρώμα καφέ και πράσινο που δεν το έχω ξαναδεί. Επιστρέφοντας από το λιθόστρωτο, τον κεντρικό εμπορικό δρόμο του Αργοστολίου, αντικρίζω γυάλινες βιτρίνες πεσμένες κάτω, εμπορεύματα σωριασμένα κάτω στο πάτωμα σε πολλά καταστήματα. Αγοράζω το εισιτήριο μετά από μια μεγάλη ουρά, επιβιβαζόμαστε με τρεμάμενα χέρια και πόδια στο λεωφορείο για την Πάτρα.
Σοφία Θεοδοσιάδου (Επιστημονική Συνεργάτιδα ΤΕΙ Ιονίων Νήσων, Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας)
Κυριακάτικο μεσημέρι του Γενάρη, συννεφιασμένο, με έναν θυμωμένο ουρανό, η πρώτη πραγματικά κρύα μέρα του χειμώνα. Ακούω πρώτα μια...
βοή, μετά ένα τράνταγμα, με ταρακουνάει η γη. Τα cd, το ρολόι, το ραδιόφωνο πετάγονται από το ψυγείο και πέφτουν στο πάτωμα με έναν δυνατό κρότο, κόβεται απότομα το τραγούδι που έπαιζε στο ραδιόφωνο, σκοτάδι παντού. Γυαλιά στα πλακάκια. Αρπάζω το παιδί από το μπράτσο και στριμωχνόμαστε αγκαλιασμένες κάτω από το ξύλινο τραπέζι της κουζίνας, κρατώντας την ανάσα μας. Σε λίγα δευτερόλεπτα σταματά. Ενστικτωδώς, βάζουμε μπουφάν και βγαίνουμε βιαστικά έξω από το σπίτι.
Τρομαγμένα πρόσωπα, δεκάδες απορημένα μάτια στη μικρή πλατεία της γειτονιάς μάς κοιτούν, άνδρες αναμαλλιασμένοι, γυναίκες με νυχτικά, παιδιά στην αγκαλιά τυλιγμένα με κουβέρτες, ηλικιωμένοι με ρόμπες και παντόφλες, νεαρές κοπέλες που κλαίνε, κάποιοι μιλάνε στα κινητά, άλλοι βάζουν μπρος τη μηχανή του αυτοκινήτου και φεύγουν. Μόλις σταματάμε πέντε βήματα μακριά από το σπίτι, έρχεται το δεύτερο «κύμα», τρέμει η γη κάτω από τα πόδια μας, σείεται το έδαφος, είναι ακριβώς ίδια η αίσθηση με το παιχνίδι του ταψιού στο λούνα παρκ. Παρατηρώ τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα που κινούνται σαν να είναι καράβια σε φουρτουνιασμένη θάλασσα. Κενό. Δεν έχω σκέψεις. Κρατάω σφιχτά το χέρι της κόρης μου. Δύο δρόμους παρακάτω συναντιέμαι με φίλους, «θα μείνουμε στο αυτοκίνητο σήμερα;», «κοίτα μια ρωγμή που έκανε στη σοφίτα μου», «μου έσπασε την τηλεόραση», τα τηλέφωνα χτυπάνε ασταμάτητα, όλοι θέλουν να μάθουν αν είμαστε καλά. Επιστρέφω σπίτι, βάζω δύο ρούχα στη βαλίτσα και φεύγω για ένα χωριό λίγο πιο έξω από το Αργοστόλι. Η γη κουνιέται ακόμη και η βοή είναι σταθερή σε κάθε κούνημα. Το βράδυ ακούω πρώτα τη βοή και μετά το τράνταγμα, δεν μπορώ να κλείσω μάτι, κουνιούνται τα πάντα γύρω μου.
Οι δείκτες του ρολογιού πέφτουν βαριά και αργόσυρτα: 01.00, 02.00, 03.00... δεν θα ξημερώσει ποτέ; Η νύχτα δεν θέλει να περάσει. Το παιδί είναι κολλημένο στην αγκαλιά μου και σε κάθε τράνταγμα ξυπνάει κλαίγοντας. Μιλάω στο τηλέφωνο μέχρι αργά για να καταλαγιάσει ο πανικός με τη φίλη μου στο Αργοστόλι που μένει μέσα στο σπίτι της λόγω της ηλικιωμένης μητέρας της και είναι σοκαρισμένη. Είναι μόνη σε όλη την πολυκατοικία. Μου περιγράφει πως όλοι οι φίλοι έχουν πάει στα κτίρια του ΤΕΙ που είναι προκάτ και άλλοι κάθονται στα φοιτητικά έδρανα και άλλοι κοιμούνται στα αυτοκίνητα. Το επόμενο πρωί πηγαίνουμε με καθυστέρηση στη δουλειά για να μας πουν πως πρέπει πρώτα να ελεγχθεί το κτίριο για ενδεχόμενες ζημιές και αύριο μπορούμε να έρθουμε κανονικά για δουλειά. Τα πόδια μου με οδηγούν κατευθείαν στο ΚΤΕΛ, οι υπόλοιποι φίλοι πηγαίνουν στο πλοίο που έχει καταφθάσει για να πιάσουν καμπίνα. Βαδίζοντας βιαστικά από την παραλιακή του Αργοστολίου βλέπω τις προσόψεις πολλών κτιρίων τυλιγμένες με λευκή και κόκκινη ριγέ πλαστική κορδέλα, η θάλασσα είναι αγριεμένη με ένα χρώμα καφέ και πράσινο που δεν το έχω ξαναδεί. Επιστρέφοντας από το λιθόστρωτο, τον κεντρικό εμπορικό δρόμο του Αργοστολίου, αντικρίζω γυάλινες βιτρίνες πεσμένες κάτω, εμπορεύματα σωριασμένα κάτω στο πάτωμα σε πολλά καταστήματα. Αγοράζω το εισιτήριο μετά από μια μεγάλη ουρά, επιβιβαζόμαστε με τρεμάμενα χέρια και πόδια στο λεωφορείο για την Πάτρα.
Σοφία Θεοδοσιάδου (Επιστημονική Συνεργάτιδα ΤΕΙ Ιονίων Νήσων, Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου