Για τους σημερινούς πολιτικούς που το παίζουν Παπάγοι και Ανδρέες, όπως κάτι κυρίες ξεπατικώνουν τη Μαλβίνα Κάραλη...
«Ήμουνα σε ένα γλέντι γάμου, δεύτερος ξάδελφος της νύφης, με είχαν στριμώξει σε ένα τραπέζι με διάφορους άλλους άσχετους. Κι ενώ σκυλοβαριόμουν, ξεσπάει ξαφνικά ο πιό αστείος καβγάς που έχω δει στη ζωή μου. Δυό... καλεσμένοι -ο ένας μπάρμπας, Δεξιός παλαιού τύπου, ο άλλος σαρανταπεντάρης, μοντέρνος και περπατημένος δήθεν- τσακώνονταν, κόντευαν να πιαστούν στα χέρια, γιατί νομίζεις;
Για το αν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης θα ήταν σήμερα Νέα Δημοκρατία ή Σύριζα! Την χειρότερη ξεφτίλα δεν θα την πιστέψεις: Οι υπόλοιποι στο τραπέζι αντί να τους χωρίσουν, έπαιρναν θέση, υποστήριζαν τον έναν ή τον άλλον! Για αυτό σού λέω, δεν υπάρχει σωσμός: Τα μπατζάκια μας καίγονται κι εμείς, οι ηλίθιοι, ασχολούμαστε με τον Κολοκοτρώνη…» Ο κουρέας μου, που μου διηγούνταν το περιστατικό, πήρε βαθιά ανάσα και επέδραμε με την ξυριστική του μηχανή εναντίον του σβέρκου μου.
Ο κουρέας μου είναι ένα πολύ ξύπνιο παλικάρι, το οποίο περιφρονεί όσο μπορεί τον περιρέοντα ζόφο. Δεν βλέπει ειδήσεις, δεν πλακώνεται στο καφενείο ή στο διαδίκτυο, ζει στη δική του φάση. Κάνει συλλογή από φυσαρμόνικες και πάει μεγάλους περιπάτους με τον σκύλο του, ένα πανέμορφο κόκερ. Δεν έχει ωστόσο δίκιο ο κουρέας μου χαρακτηρίζοντας τους καλεσμένους στον γάμο συλλήβδην ηλίθιους.
Το πρόβλημα τους δεν είναι τόσο διανοητικής όσο ψυχολογικής φύσης. Όπως εγώ στα δύσκολα προστρέχω νοερά στην μακαρίτισσα μανούλα μου, έτσι εκείνοι έχουν ανάγκη από την προστατευτική σκιά του Γέρου του Μωριά. Το παρελθόν -ατομικό ή συλλογικό, ένδοξο ή στοργικό- είναι το καταφύγιο, το λίκνο όπου κουρνιάζουμε, όταν το σήμερα φαντάζει μελανό και το αύριο στην καλύτερη αβέβαιο.
Η νοσταλγία αποτελεί παρηγοριά, έστω και εύκολη. Από την άλωση της Πόλης τουλάχιστον, ρέπουμε προς την νοσταλγία. Το «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θα’ναι» γαλούχησε γενιές. Το 1919, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, πρωθυπουργός της Ελλάδας των τριών ηπείρων και των πέντε θαλασσών, ζήτησε να τού σταλούν από το Άγιο Όρος, όπου φυλάσσονταν, το στέμμα και το σκήπτρο του Νικηφόρου Φωκά. Ονειρευόταν να στέψει μέσα στην Αγιά Σοφιά τον Αλέξανδρο, δισέγγονο του Βασιλιά της Δανίας, Αυτοκράτορα των Ελλήνων. Θα επρόκειτο για την ολική επαναφορά. Το 1922 η Μεγάλη Ιδέα να θάφτηκε στα ερείπια της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Οι Έλληνες όμως δεν έπαψαν να αναπολούν τα περασμένα μεγαλεία. Όσο πιο περασμένα και θολά στη μνήμη, τόσο πιο μεγαλεία…
Η πολιτική -και η πολιτιστική επίσης- ηγεσία το γνωρίζει καλά. Όποτε την εγκαταλείπει η έμπνευσή της, συχνότατα δηλαδή, σπεύδει να το εκμεταλλευθεί. Να αντλήσει κύρος και νομιμοποίηση περιφέροντας εικονίσματα ή και φορώντας μάσκες ενδόξων νεκρών.
Ξέρω δυό τουλάχιστον καταξιωμένους καλλιτέχνες που εν έτει 2014 πιθηκίζουν τα σουσούμια του Μάνου Χατζιδάκι και τρεις κυρίες που ομνύουν και ξεπατικώνουν την Μαλβίνα Κάραλη. Το θέαμα είναι αξιοθρήνητο, ιδίως για όσους είχαν προφτάσει τα πρωτότυπα.
Στην κεντρική πολιτική σκηνή παίζεται εσχάτως μια ανάλογη παντομίμα. Ο μεν Αντώνης Σαμαράς προφανώς ονειρεύεται να αναδειχθεί σε δεύτερο στρατάρχη Παπάγο: Να ενώσει υπό την ηγεσία του τον αστικό («εθνικόφρονα» τον αποκαλούσαν στις αρχές των 50’s) κόσμο και να ανακόψει την επέλαση του κομμουνισμού. Ο δε Αλέξης Τσίπρας προσπαθεί να ξυπνήσει και με τον τόνο ακόμα της φωνής του μνήμες Ανδρέα Παπανδρέου. Να δημιουργήσει και να καβαλήσει ένα τσουνάμι αντίστοιχο με της «Αλλαγής» του 1981. Αμφότερων οι προσπάθειες είναι, κατά τη γνώμη μου, μεσοπρόθεσμα καταδικασμένες.
Ο Αντώνης Σαμαράς την διακρίνει κάθε τόσο στη στροφή του δρόμου και στέλνει τα πρωτοπαλλίκαρά του να τής στρώσουν κόκκινα χαλιά. Ο Αλέξης Τσίπρας ισχυρίζεται πως η ανάπτυξη θα αχνοχαράξει την ημέρα που ο ίδιος θα αναλάβει πρωθυπουργός. Παλιότερα έταζε πετρέλαιο από την Βενεζουέλα. Σήμερα όπλα από την Βραζιλία. Ο κύριος όμως ισχυρισμός είναι ότι ο ίδιος θα διαπραγματευτεί επιτυχέστερα με την Ευρώπη. Ξεχνάει –φευ!- να μας πληροφορήσει πότε και πού ακριβώς έχει αποδείξει το διαπραγματευτικό του χάρισμα… Εκείνο που χαρακτηρίζει τις πολιτικές ηγεσίες είναι πως επιμένουν να μιλούν για κρίση. Για μια προσωρινή τουτέστιν φάση, απ’την οποίαν αργά ή γρήγορα θα συνέλθουμε.
Απ’την οποίαν θα μας συνεφέρουν οι ίδιες. Ελάχιστοι τολμούν να πουν ευθαρσώς ότι δεν πρόκειται για κρίση αλλά για μεταμόρφωση. Ότι η κοινωνία έχει ανεπιστρεπτί αλλάξει και τα εδεμικά φαντάσματα του παρελθόντος δεν πρόκειται –όσο και να το λαχταράμε- να ξαναζωντανέψουν. Ακόμα λιγότεροι εγκυμονούν ένα καινούργιο σχέδιο για την Ελλάδα – είναι σε θέση καν να περιγράψουν πώς θα ήθελαν τη χώρα σε πέντε ή σε δέκα χρόνια. Κι όμως: Αυτήν την πρώιμη άνοιξη του 2014, κάτι μοιάζει επιτέλους να κινείται. Μπουχτισμένοι από τις άγονες συγκρούσεις μνημονιακών-αντιμνημονιακών, αηδιασμένοι από το εμφύλιο πνεύμα που καλλιεργείται από τους επιτήδειους των ΜΜΕ, ολοένα και πιο πολλοί Έλληνες αποφασίζουν επιτέλουν να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους.
Υπό συνθήκες εξαιρετικά αντίξοες, παρά την ανεργία και τη φτώχεια, αρχίζουν να ανασκουμπώνονται, να κάνουν σχέδια, να οργανώνουν δράσεις…
Μία φίλη στην Κέρκυρα, μοσχαναθρεμμένη και ταλαντούχα ηθοποιός, σηκώνει τα μανίκια, μαθαίνει να καλλιεργεί το κτήμα του παππού της, παράγει τις δικές της μαρμελάδες. Ένας επιχειρηματίας διεθνούς βεληνεκούς χρηματοδοτεί μια ομάδα πιτσιρικάδων για να στήσουν ένα εργοστάσιο στη Σαλαμίνα που θα κατασκευάζει ποδήλατα.
Ολοένα και πιο πολλοί Έλληνες βγαίνουν από την σκιά των περασμένων μεγαλείων. Ξεφεύγουν απ’την νοσταλγία και τον μυρηκασμό. Θάβουν τους νεκρούς τους.
Οι πολιτικές ηγεσίες συνεχίζουν τα μονότονα πατροπαράδοτα τραγούδια τους. Αν δεν αλλάξουν επειγόντως σκοπό, μέχρι τις επόμενες –άντε τις μεθεπόμενες- εκλογές θα μοιάζουν με παλιές δόξες του πενταγράμμου, οι οποίες αξιοθρήνητα γερασμένες και μπογιατισμένες, αγκομαχάνε για το μεροκάματο σε κάποιο μαγαζί πέμπτης κατηγορίας με μπόμπες-ποτά και ερείπια-πελάτες. Να μου το θυμηθείτε.-
Χρήστος Χωμενίδης
«Ήμουνα σε ένα γλέντι γάμου, δεύτερος ξάδελφος της νύφης, με είχαν στριμώξει σε ένα τραπέζι με διάφορους άλλους άσχετους. Κι ενώ σκυλοβαριόμουν, ξεσπάει ξαφνικά ο πιό αστείος καβγάς που έχω δει στη ζωή μου. Δυό... καλεσμένοι -ο ένας μπάρμπας, Δεξιός παλαιού τύπου, ο άλλος σαρανταπεντάρης, μοντέρνος και περπατημένος δήθεν- τσακώνονταν, κόντευαν να πιαστούν στα χέρια, γιατί νομίζεις;
Για το αν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης θα ήταν σήμερα Νέα Δημοκρατία ή Σύριζα! Την χειρότερη ξεφτίλα δεν θα την πιστέψεις: Οι υπόλοιποι στο τραπέζι αντί να τους χωρίσουν, έπαιρναν θέση, υποστήριζαν τον έναν ή τον άλλον! Για αυτό σού λέω, δεν υπάρχει σωσμός: Τα μπατζάκια μας καίγονται κι εμείς, οι ηλίθιοι, ασχολούμαστε με τον Κολοκοτρώνη…» Ο κουρέας μου, που μου διηγούνταν το περιστατικό, πήρε βαθιά ανάσα και επέδραμε με την ξυριστική του μηχανή εναντίον του σβέρκου μου.
Ο κουρέας μου είναι ένα πολύ ξύπνιο παλικάρι, το οποίο περιφρονεί όσο μπορεί τον περιρέοντα ζόφο. Δεν βλέπει ειδήσεις, δεν πλακώνεται στο καφενείο ή στο διαδίκτυο, ζει στη δική του φάση. Κάνει συλλογή από φυσαρμόνικες και πάει μεγάλους περιπάτους με τον σκύλο του, ένα πανέμορφο κόκερ. Δεν έχει ωστόσο δίκιο ο κουρέας μου χαρακτηρίζοντας τους καλεσμένους στον γάμο συλλήβδην ηλίθιους.
Το πρόβλημα τους δεν είναι τόσο διανοητικής όσο ψυχολογικής φύσης. Όπως εγώ στα δύσκολα προστρέχω νοερά στην μακαρίτισσα μανούλα μου, έτσι εκείνοι έχουν ανάγκη από την προστατευτική σκιά του Γέρου του Μωριά. Το παρελθόν -ατομικό ή συλλογικό, ένδοξο ή στοργικό- είναι το καταφύγιο, το λίκνο όπου κουρνιάζουμε, όταν το σήμερα φαντάζει μελανό και το αύριο στην καλύτερη αβέβαιο.
Η νοσταλγία αποτελεί παρηγοριά, έστω και εύκολη. Από την άλωση της Πόλης τουλάχιστον, ρέπουμε προς την νοσταλγία. Το «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θα’ναι» γαλούχησε γενιές. Το 1919, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, πρωθυπουργός της Ελλάδας των τριών ηπείρων και των πέντε θαλασσών, ζήτησε να τού σταλούν από το Άγιο Όρος, όπου φυλάσσονταν, το στέμμα και το σκήπτρο του Νικηφόρου Φωκά. Ονειρευόταν να στέψει μέσα στην Αγιά Σοφιά τον Αλέξανδρο, δισέγγονο του Βασιλιά της Δανίας, Αυτοκράτορα των Ελλήνων. Θα επρόκειτο για την ολική επαναφορά. Το 1922 η Μεγάλη Ιδέα να θάφτηκε στα ερείπια της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Οι Έλληνες όμως δεν έπαψαν να αναπολούν τα περασμένα μεγαλεία. Όσο πιο περασμένα και θολά στη μνήμη, τόσο πιο μεγαλεία…
Η πολιτική -και η πολιτιστική επίσης- ηγεσία το γνωρίζει καλά. Όποτε την εγκαταλείπει η έμπνευσή της, συχνότατα δηλαδή, σπεύδει να το εκμεταλλευθεί. Να αντλήσει κύρος και νομιμοποίηση περιφέροντας εικονίσματα ή και φορώντας μάσκες ενδόξων νεκρών.
Ξέρω δυό τουλάχιστον καταξιωμένους καλλιτέχνες που εν έτει 2014 πιθηκίζουν τα σουσούμια του Μάνου Χατζιδάκι και τρεις κυρίες που ομνύουν και ξεπατικώνουν την Μαλβίνα Κάραλη. Το θέαμα είναι αξιοθρήνητο, ιδίως για όσους είχαν προφτάσει τα πρωτότυπα.
Στην κεντρική πολιτική σκηνή παίζεται εσχάτως μια ανάλογη παντομίμα. Ο μεν Αντώνης Σαμαράς προφανώς ονειρεύεται να αναδειχθεί σε δεύτερο στρατάρχη Παπάγο: Να ενώσει υπό την ηγεσία του τον αστικό («εθνικόφρονα» τον αποκαλούσαν στις αρχές των 50’s) κόσμο και να ανακόψει την επέλαση του κομμουνισμού. Ο δε Αλέξης Τσίπρας προσπαθεί να ξυπνήσει και με τον τόνο ακόμα της φωνής του μνήμες Ανδρέα Παπανδρέου. Να δημιουργήσει και να καβαλήσει ένα τσουνάμι αντίστοιχο με της «Αλλαγής» του 1981. Αμφότερων οι προσπάθειες είναι, κατά τη γνώμη μου, μεσοπρόθεσμα καταδικασμένες.
Ο Αντώνης Σαμαράς την διακρίνει κάθε τόσο στη στροφή του δρόμου και στέλνει τα πρωτοπαλλίκαρά του να τής στρώσουν κόκκινα χαλιά. Ο Αλέξης Τσίπρας ισχυρίζεται πως η ανάπτυξη θα αχνοχαράξει την ημέρα που ο ίδιος θα αναλάβει πρωθυπουργός. Παλιότερα έταζε πετρέλαιο από την Βενεζουέλα. Σήμερα όπλα από την Βραζιλία. Ο κύριος όμως ισχυρισμός είναι ότι ο ίδιος θα διαπραγματευτεί επιτυχέστερα με την Ευρώπη. Ξεχνάει –φευ!- να μας πληροφορήσει πότε και πού ακριβώς έχει αποδείξει το διαπραγματευτικό του χάρισμα… Εκείνο που χαρακτηρίζει τις πολιτικές ηγεσίες είναι πως επιμένουν να μιλούν για κρίση. Για μια προσωρινή τουτέστιν φάση, απ’την οποίαν αργά ή γρήγορα θα συνέλθουμε.
Απ’την οποίαν θα μας συνεφέρουν οι ίδιες. Ελάχιστοι τολμούν να πουν ευθαρσώς ότι δεν πρόκειται για κρίση αλλά για μεταμόρφωση. Ότι η κοινωνία έχει ανεπιστρεπτί αλλάξει και τα εδεμικά φαντάσματα του παρελθόντος δεν πρόκειται –όσο και να το λαχταράμε- να ξαναζωντανέψουν. Ακόμα λιγότεροι εγκυμονούν ένα καινούργιο σχέδιο για την Ελλάδα – είναι σε θέση καν να περιγράψουν πώς θα ήθελαν τη χώρα σε πέντε ή σε δέκα χρόνια. Κι όμως: Αυτήν την πρώιμη άνοιξη του 2014, κάτι μοιάζει επιτέλους να κινείται. Μπουχτισμένοι από τις άγονες συγκρούσεις μνημονιακών-αντιμνημονιακών, αηδιασμένοι από το εμφύλιο πνεύμα που καλλιεργείται από τους επιτήδειους των ΜΜΕ, ολοένα και πιο πολλοί Έλληνες αποφασίζουν επιτέλουν να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους.
Υπό συνθήκες εξαιρετικά αντίξοες, παρά την ανεργία και τη φτώχεια, αρχίζουν να ανασκουμπώνονται, να κάνουν σχέδια, να οργανώνουν δράσεις…
Μία φίλη στην Κέρκυρα, μοσχαναθρεμμένη και ταλαντούχα ηθοποιός, σηκώνει τα μανίκια, μαθαίνει να καλλιεργεί το κτήμα του παππού της, παράγει τις δικές της μαρμελάδες. Ένας επιχειρηματίας διεθνούς βεληνεκούς χρηματοδοτεί μια ομάδα πιτσιρικάδων για να στήσουν ένα εργοστάσιο στη Σαλαμίνα που θα κατασκευάζει ποδήλατα.
Ολοένα και πιο πολλοί Έλληνες βγαίνουν από την σκιά των περασμένων μεγαλείων. Ξεφεύγουν απ’την νοσταλγία και τον μυρηκασμό. Θάβουν τους νεκρούς τους.
Οι πολιτικές ηγεσίες συνεχίζουν τα μονότονα πατροπαράδοτα τραγούδια τους. Αν δεν αλλάξουν επειγόντως σκοπό, μέχρι τις επόμενες –άντε τις μεθεπόμενες- εκλογές θα μοιάζουν με παλιές δόξες του πενταγράμμου, οι οποίες αξιοθρήνητα γερασμένες και μπογιατισμένες, αγκομαχάνε για το μεροκάματο σε κάποιο μαγαζί πέμπτης κατηγορίας με μπόμπες-ποτά και ερείπια-πελάτες. Να μου το θυμηθείτε.-
Χρήστος Χωμενίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου