10.12.13

Απεβίωσε ο Βενιαμίν Καπόν...

'Ενας από τους λιγοστούς επιζώντες του Ολοκαυτώματος...

Έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 86 ετών, ο Βενιαμίν Καπόν, πατέρας του αντιδημάρχου Επιχειρηματικότητας του δήμου Θεσσαλονίκης, Χασδάι Καπόν.
Ο Βενιαμίν Καπόν ήταν...
ένας από τους λιγοστούς επιζώντες του Ολοκαυτώματος της άλλοτε ακμάζουσας εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης. Βίωσε την πλήρη απαξίωση και τον εξευτελισμό της ανθρώπινης ζωής στα στρατόπεδα-κολαστήρια του Γ’ Ράιχ, επειδή γεννήθηκε με «λάθος» θρήσκευμα, κατά τη χιτλερική μηχανή θανάτου.

Κατάφερε να επιβιώσει και, αφηγήθηκε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ την προσωπική του ιστορία:

«Ήμασταν δύο αδελφές κι εγώ- τρεις. Πατέρας και μητέρα. Εγώ γεννήθηκα στην (οδό) Ολύμπου 35 κι από εκεί ήρθαμε εδώ, στη Μητροπόλεως, όπου μέναμε πάλι με τη μητέρα, τον πατέρα και τις αδελφές μου.

»Από οικογένεια, από σόι, είχα πολλούς, οι οποίοι δεν ζουν. Είχαμε το μαγαζί στην οδό Κατούνη 28. Ήταν χημικά προϊόντα, πρώτες ύλες, μπαχαρικά και διάφορα άλλα κι ήμασταν σ’ αυτό το μαγαζί από το 1927, οπότε και γεννήθηκα εγώ. Μέχρι το 1942 ήμασταν εκεί, όταν μπήκαν οι Γερμανοί.

»Εμείς φύγαμε το 1943- πρώτος εγώ για την Αθήνα, που ήταν Ιταλοκρατούμενη. Η αδελφή μου είχε μια φιλενάδα. Ο πατέρας της είχε έρθει και μας είπε: ‘θα πάρω το γιο σας και θα τον πάω στην Αθήνα’. Αυτός έκανε μαύρη αγορά και φόρτωνε σιτάρι κρυφά σ’ ένα καΐκι, που το είχαμε πάρει από ένα χωριό που, σήμερα λέγεται Κύμινα, στις εκβολές του Λουδία.

»Για να πάμε στην Εύβοια, που ήταν το χωριό του, έπρεπε να πάρω χαρτί για να περάσω τα σύνορα. Πήγαμε λοιπόν με τον πατέρα της φιλενάδας της αδελφής μου, στο προξενείο το ιταλικό. Μου είχαν πει να βήχω, να κάνω τον φυματικό κι ότι έπρεπε ν’ αλλάξω κλίμα. Πήραμε το χαρτί, ξεκινήσαμε και φτάσαμε στην Κύμη και μετά προχωρήσαμε στο χωριό του και πήρα εγώ το όνομα του γιου του. Ιωάννης Κούρης ήταν το όνομά μου. Και τώρα ακόμη με φωνάζουν Γιάννη. Το όνομά μου είναι Βενιαμίν Καπόν, αλλά όλοι με φωνάζουν Γιάννη […] Φτάσαμε εκεί- καμιά επαφή δεν είχαμε με το σπίτι.

»Έκανα 25 ημέρες να φτάσω στην Αθήνα. Εν συνεχεία, έφυγαν και οι γονείς μου από εδώ κι έφτασαν στην Αθήνα. Το μαγαζί το αφήσαμε με όλα τα σχετικά, τα εμπορεύματα κ.λπ. Ήρθαν καλοθελητές, που πήγαν στους Γερμανούς, ζήτησαν το μαγαζί κι αυτοί τους το έδωσαν.

»Επί Ιταλών ήμασταν ελεύθεροι. Νοικιάσαμε διαμέρισμα στην Αθήνα και ανοίξαμε μαγαζί στην οδό Ευριπίδου. Πουλούσαμε εγχώρια προϊόντα για να ζήσουμε. Κάποια στιγμή συνθηκολογεί η Ιταλία κι έρχεται πάλι το θέμα ότι πρέπει να κρυφτούμε. Κατά διαστήματα κρυβόμασταν σε διάφορα φιλικά σπίτια. Μετά κρυφτήκαμε, ένα διάστημα, σ’ ένα ψυχιατρείο, που λεγόταν Βλαστός, στο Ψυχικό. Μας πρόδωσαν από εκεί. Είχαν μαζευτεί πολλοί εκεί. Ιταλοί αξιωματικοί, Εβραίοι κι άλλοι. Εμείς μπήκαμε μέσα- η μάνα μου ήταν κι άρρωστη, είχε ημιπληγία. Μπήκαμε ένα διάστημα και μας πρόδωσαν.

»Από εκεί, πάλι κάποιος φίλος μας, μας διέθεσε μια βίλα σ’ ένα ύψωμα, σε μια περιοχή κοντά στο Νομισματοκοπείο. Αλλά κι από εκεί μας πρόδωσαν και μας έπιασαν κιόλας. Ήρθαν ένα απόγευμα. Ήταν δύο Εβραίοι προδότες. Αδελφοί Ρεκανάκη ήταν αυτοί οι δύο Εβραίοι, μαζί μ’ ένα αυτοκίνητο του Ερυθρού Σταυρού κι ένας Γερμανός με το πιστόλι, με πολιτικά. Ήμασταν πολλοί μέσα- κι οι θείοι μου- ήταν μεγάλο το σπίτι αυτό.

»Σε κάποια στιγμή, ένας ξάδελφός μου κι εγώ πηδάμε από το μπαλκόνι για να φύγουμε. Ο Γερμανός ακούει το χτύπημα, που πέσαμε από το μπαλκόνι κάτω, μας βάζει το πιστόλι στον κρόταφο και μας γυρίζει πίσω. Αυτή τη φορά, εγώ δεν είχα κουράγιο- έβλεπα πως είχε λιποθυμήσει η μάνα μου, ήμουν και μικρός. Αλλά ο ξάδελφός μου, πήρε τη γυναίκα του και το παιδί του, που ήταν νεογέννητο, πήδηξε κι αυτή τη φορά τη γλίτωσε. Είχαμε ένα νεκροταφείο εκεί κοντά και σώθηκε. Εμάς, μας έπιασαν όλους και μας ανέκριναν. Έναν μήνα μείναμε στο Χαϊδάρι και μάζεψαν μετά όλους τους Εβραίους των Αθηνών κι έγινε μια αποστολή. Εκεί, μας έπιασαν από την Αθήνα φύγαμε.

»Μας έβαλαν στα τρένα- εκατό άνθρωποι μέσα, χωρίς νερό, χωρίς τίποτα. Όλη η οικογένεια- οι θείοι μου, τα ξαδέλφια μου… Κάναμε οχτώ ημέρες: Αθήνα- Άουσβιτς Μπίρκεναου. Φύγαμε από εδώ, Γιουγκοσλαβία, Αυστρία, Πολωνία και φτάσαμε.

»Φτάνοντας εκεί, γινόταν, κατεβαίνοντας από τα βαγόνια, διαλογή. Ήταν ένας Γερμανός από εδώ, ένας από εκεί. Γυναίκες χωριστά, άνδρες χωριστά. Νέοι χωριστά, γέροι χωριστά. Τη μάνα μου την πήραν με τα φορτηγά αυτοκίνητα. Όποιοι οι Γερμανοί θεωρούσαν πως δεν μπορούσαν να προσφέρουν- ανήμποροι, όσοι είχαν παιδιά στο χέρι- ήταν για τους φούρνους. Έχω τη λίστα από τη δική μου αποστολή, πόσοι συνολικά έφτασαν εκείνη την ημέρα, γι’ αυτό και ξέρω πότε ακριβώς σκοτώθηκε η μάνα μου. Ήταν μόλις 40 χρονών.

»Με βάζουν εμένα δεξιά, τον πατέρα μου αριστερά. Ο ξάδελφός μου είχε πλατυποδία. Βλέποντας πως αυτούς στην αριστερή πτέρυγα τους πήγαιναν με τα φορτηγά, λέει στον πατέρα μου: Θείε, δεν έρχεσαι εσύ εδώ; Εγώ δεν μπορώ να περπατήσω. Ο πατέρας μου ήρθε σ’ εμένα κι ο ξάδελφός μου, που η μοίρα τού έπαιξε άσχημο παιχνίδι, πήγε κατευθείαν στον φούρνο.

»Τη μάνα μου την πήραν. Εμάς μας πήραν για να δουλέψουμε στο στρατόπεδο. Μας έκαναν πάλι διαλογή εκεί. Περνάει ο πατέρας μου δεξιά, περνάει ένας ξάδελφος αριστερά, περνάω εγώ και με βάζουν με τον πατέρα μου, χωρίς να ξέρουν ότι έχουμε συγγένεια. Ο πατέρας μου λέει στον ξάδελφό μου: δεν έρχεσαι κι εσύ μαζί μας; Κι αυτός είπε, ας αφήσουμε την τύχη καθενός, όπως έρχεται. Και τον πήραν να δουλέψει στα κρεματόρια. Όσοι δούλευαν στα κρεματόρια ήταν καταδικασμένοι, καθώς κάθε λίγο τους σκότωναν για να μην δίνουν μαρτυρίες. Εγώ ήμουν 17 χρονών τότε. Εκεί δεν ήμασταν άνθρωποι πια. Ήμασταν κτήνη.

»Όσοι έφυγαν από εδώ, έφυγαν το 1943. Εμείς πήγαμε έναν χρόνο μετά. Έτσι, βρήκαμε ανθρώπους που ήταν ήδη εκεί έναν χρόνο και μας έδειξαν τα κατατόπια. Μπήκαμε σ’ ένα εργοστάσιο για δουλειά και οι αδελφές μου επίσης. Αυτές έκαναν κοτσίδες κι εμείς κάναμε κάτι βαλίτσες που έχουν μπροστά τα πλοία για να μην χτυπήσουν, όταν μπαίνουν στο λιμάνι. Ήταν από τα μαλλιά γυναικών. Τις κούρευαν τα μαλλιά και κάναμε εμείς μετά τις πλεξούδες. Στο κρεματόριο, έβγαζαν τα χρυσά, τα δόντια, τα ρούχα και τα έστελναν στη Γερμανία. Όταν κατέβαινες από το τρένο, τα άφηνες όλα εκεί.

»Το στρατόπεδο ήταν με συρματοπλέγματα ηλεκτροφόρα. Το πρωί βλέπαμε πολλούς που δεν άντεχαν και πήγαιναν εκεί κι αυτοκτονούσαν.

»Όλα αυτά ήταν στο Μπίρκεναου. Το Άουσβιτς ήταν άλλο στρατόπεδο, θα λέγαμε λίγο πιο … εξευγενισμένο. Εγώ έμεινα στο Μπίρκεναου από τον Απρίλιο του 1944 μέχρι το Νοέμβριο του ίδιου έτους, που κόντευαν να μπουν οι Ρώσοι μέσα. Ακούγαμε τα κανόνια. Τότε μας πήγαν από την Πολωνία σε άλλο στρατόπεδο, στην Πολωνία.

»Έχω γυρίσει πέντε στρατόπεδα. Σ’ ένα απ’ αυτά τα στρατόπεδα με χωρίζουν από τον πατέρα μου. Αυτός δούλευε σ’ ένα πολύ σκληρό στρατόπεδο. Ήταν τέτοια η σκληρότητα, που σ’ ένα βιβλίο που έχω περιγράφει πως όταν πήγε ο Άιζενχαουερ κι ο Πάτον εκεί, πήγαν σε μια γωνία για να κάνουν εμετό.

»Το τελευταίο στρατόπεδο, απ’ όπου ελευθερώθηκα ήταν το Μπέργκεν Μπέλσεν. Ελευθερώθηκα στις 15 Απριλίου του 1945. Μπήκαν τα στρατεύματα των Άγγλων μέσα και μας ελευθέρωσαν. Εκεί, στο Μπέργκεν Μπέλσεν ήταν όλο νεκροί. Είχαν εξανθηματικό τύφο. Όσοι ήμασταν … κάπως ζωντανοί, κοιμόμασταν με τους νεκρούς. Βάζαμε το χέρι για μαξιλάρι. Δηλαδή, δεν ήμασταν άνθρωποι, ήμασταν κτήνη.

»Εκεί, συμπτωματικώς, βρήκα και τη μια μου αδελφή, τη μικρή μου αδελφή, χωρίς να ξέρουμε. Η άλλη μου η αδελφή, η μεγάλη, ελευθερώθηκε στο Μπίρκεναου, από τους Ρώσους, τον Ιανουάριο του 1945. Νωρίτερα από εμάς. Είμαστε από τις σπάνιες οικογένειες που γυρίσαμε από τους πέντε οι τέσσερις.

»Έγινε η απελευθέρωση. Μπήκαν οι Άγγλοι μέσα. Εμείς δεν μπορούσαμε να κουνηθούμε. Όλοι ήταν νεκροί ή σχεδόν νεκροί. Μας πήραν με σκάφανδρα από εκεί. Τόσο μολυσμένο ήταν το στρατόπεδο, αφού όλοι είχαμε περάσει εξανθηματικό τύφο. Μας πήγαν σε μια κωμόπολη που λεγόταν Τσέλιο. Μείναμε εκεί από τον Απρίλιο του 1945, που ελευθερωθήκαμε έως 15 Αυγούστου περίπου. Μείναμε στην κωμόπολη αυτή, ώσπου να συνέλθουμε. Μείναμε σε στρατώνες. Από εκεί, αφού συνήλθαμε κάπως, μας πήγαν στις Βρυξέλλες, με τρένο. Εκεί, καθίσαμε 15 ημέρες. Μας βοήθησε πολύ η πρεσβεία η ελληνική κ.λπ.

»Στο μεταξύ, ο πατέρας μου ελευθερώθηκε σε άλλο στρατόπεδο, από τους Αμερικανούς. Και δηλώθηκε ως Γάλλος και πήγε στο Παρίσι. Από τους πρώτους που τους μάζεψαν. Εν τω μεταξύ, στο Παρίσι ήταν ένα ξενοδοχείο, που λειτουργούσε ως κέντρο πληροφοριών, γι’ αυτούς που είχαν σωθεί από όλα τα στρατόπεδα.

»Ο πατέρας μου, όντας στο Παρίσι, πήγαινε κάθε ημέρα εκεί προκειμένου να δει μήπως μπορεί να βρει το σόι. Και διαβάζει ότι η Αλίκη Καπόν και ο Βενιαμίν Καπόν είναι επιζώντες του Μπέργκεν Μπέλσε. Από την Ελλάδα ήταν κάποιος ταξίαρχος και ήρθε να συγκεντρώσει και να συντονίσει, να πάρει όλους τους Έλληνες και όλους όσοι ήταν ελληνικής καταγωγής. Ο πατέρας μου τον βρήκε στο Παρίσι. ‘Ό,τι θέλεις να σου δώσω, να μου φέρεις τα δύο αυτά παιδιά εδώ, στο Παρίσι’, του είπε. Και επέστρεψε στη Γερμανία ο σύνδεσμος, μας έφερε ένα γράμμα και φωτογραφίες, αλλά δεν μπόρεσε να μας πάει στο Παρίσι.

»Εμείς, πήγαμε πρώτα στις Βρυξέλλες και μας πήγαν στην Αθήνα την 1η Δεκεμβρίου του 1945. Είχαμε συγγενείς που ζούσαν στη Γλυφάδα και μας πήγαν εκεί. Ήρθε και ο πατέρας μου από το Παρίσι. Για τη μεγάλη αδελφή μου δεν είχαμε κανένα νέο. Μάλιστα, της κάναμε και μνημόσυνο. Αλλά τους είχαν πάει τελικά στο Μινσκ της Λευκορωσίας και κάποτε, κάποιος μας ειδοποίησε πως γυρίζουν- και γύρισε η αδελφή μου τελικά, μέσω Σιδηροκάστρου, στη Θεσσαλονίκη. Τελικά, συναντηθήκαμε όλοι εδώ. Το σπίτι που είχαμε εδώ όταν φύγαμε, το είχαμε δώσει σ’ έναν πελάτη, με τον όρο να μας το δώσει πίσω, όταν γυρίσουμε. Τα έπιπλα τα είχε δώσει προίκα στην κόρη του και το διαμέρισμα το πήραμε πίσω με δικαστήριο.

»Πριν από εμάς, οι θείοι μας και συνέταιροί μας κρύφτηκαν εδώ, στην Αθήνα, και γύρισαν πιο μπροστά. Άρχισαν και δούλευαν το μαγαζί και όταν γυρίσαμε βρήκαμε ένα μαγαζί.

»Όλοι όσοι γυρίσαμε, κάθε βράδυ ήμασταν έξω και μεθούσαμε. Όσοι σωθήκαμε…Μετά παντρευτήκαμε, κάναμε οικογένεια- η ζωή κυλούσε. Και σιγά-σιγά ήρθε η νέα γενιά. Οι μνήμες δεν σβήνουν ποτέ.

»Εγώ, πήρα και τα παιδιά μου στο Μπίρκεναου, αλλά δεν μπορούν να αισθανθούν αυτά που έζησα. Δεν γίνεται. Συγκινούνται, κλαίνε, αλλά δεν γίνεται να ζήσουν αυτό που έζησα εγώ»...
voria.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: