6.12.13

Για τον Μαντέλα: ένα παλιό άρθρο που ξανάγινε επίκαιρο...

Καταφθάνουν σωρηδόν οι δηλώσεις για τον θάνατο του Νέλσον Μαντέλα από τους ηγέτες και τους πολιτικούς όλου του κόσμου. Τριγυρίζοντας στο ίντερνετ σκοντάψαμε σε ένα ...
κείμενο του Alain Gresh το 2010 από τη Le Monde Diplomatique που με αφορμή δημοσιεύματα λατρείας τότε για τον νοτιοαφρικανό ηγέτη, έκρινε σκόπιμο να θυμίσει τόσο τον σκληρό αγώνα για την ανατροπή του ρατσιστικού καθεστώτος της Ν. Αφρικής όσο και τη στάση των «παγκόσμιων δυνάμεων» απέναντί του.


Το κατά Μαντέλα Ευαγγέλιο

Η πολιτική αμνησία των ΜΜΕ

Του ALAIN GRESH*

Αυλαία σήμερα στο Μουντιάλ, που πρώτη φορά διοργανώθηκε σε αφρικανική χώρα. Και όχι σε οποιαδήποτε, αλλά στην πατρίδα του απαρτχάιντ, τη Νότια Αφρική. Και όποιος μιλάει για απαρτχάιντ δεν μπορεί παρά να το ταυτίζει με τον Νέλσον Μαντέλα, τον οποίο σήμερα υμνούν ακόμη κι εκείνοι που τον πολέμησαν σκληρά ως «τρομοκράτη».

«Ενας ήρωας του καιρού μας», ήταν ο τίτλος του ειδικού τεύχους-αφιερώματος του γαλλικού περιοδικού «Courrier International» (Ιούνιος-Αύγουστος 2010). «Αλλαξε την ιστορία», πλειοδοτεί το περιοδικό «Le Nouvel Observateur» (27 Μαΐου 2010). Τα δύο εξώφυλλα στα οποία εμφανίζεται η χαμογελαστή φωτογραφία του Μαντέλα αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα μιας συναινετικής λατρείας που έφτασε στο αποκορύφωμά της με την ταινία Invictus του σκηνοθέτη Κλιντ Ιστγουντ(1).

Με το παγκόσμιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, ολόκληρος ο κόσμος γίνεται κοινωνός στη λατρεία του οραματιστή προφήτη ο οποίος, απορρίπτοντας τη βία, οδήγησε τον λαό του σε μια Γη της Επαγγελίας όπου ζουν αρμονικά μαύροι, μιγάδες και λευκοί.

Το κάτεργο του Ρόμπεν Αϊλαντ όπου έζησε φυλακισμένος πολλά χρόνια αυτός που οι σύντροφοί του αποκαλούσαν Μαντίμπα -το οποίο έχει μετατραπεί σε υποχρεωτικό τόπο προσκυνήματος για τους ξένους προσκεκλημένους- φέρνει στο νου ένα θολό «πριν», εκείνον τον καιρό του μισητού απαρτχάιντ που δεν μπορούσε παρά να προκαλεί την οικουμενική καταδίκη και, φυσικά, προπάντων την καταδίκη των δυτικών δημοκρατιών.

Ο Χριστός πέθανε πάνω στον σταυρό, πριν από περίπου δύο χιλιάδες χρόνια. Σήμερα, πολλοί ερευνητές αναρωτώνται για τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στον Χριστό των Ευαγγελίων και την ιστορική προσωπικότητα του Χριστού. Τι γνωρίζουμε για την επίγεια ζωή του «Υιού του Θεού»; Ποια ντοκουμέντα διαθέτουμε για να μάθουμε τι πραγματικά κήρυττε; Οι μαρτυρίες της Καινής Διαθήκης είναι άραγε αξιόπιστες; Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι είναι ευκολότερο να σκιαγραφήσουμε τον «ιστορικό Μαντέλα», πόσω μάλλον που διαθέτουμε ένα Ευαγγέλιο γραμμένο από το ίδιο του το χέρι(2), αλλά και πολλές άμεσες μαρτυρίες.

Κι όμως, στην περίπτωση του πραγματικού Μαντέλα και του θρύλου του Μαντέλα φαίνεται να υπάρχει η ίδια -αν όχι μεγαλύτερη- διαφορά από εκείνη που υπάρχει ανάμεσα στον πραγματικό Ιησού και στον Ιησού των Ευαγγελίων: γιατί φαίνεται αδιανόητο να δεχτεί σήμερα κανείς ότι ο νέος Μεσσίας υπήρξε «τρομοκράτης», «σύμμαχος των κομμουνιστών» και της Σοβιετικής Ενωσης (του καθεστώτος των «γκουλάγκ»), ένας επαναστάτης γεμάτος αποφασιστικότητα.

Η ένοπλη πάλη

Το Εθνικό Αφρικανικό Κογκρέσο (ANC), στρατηγικός σύμμαχος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Νότιας Αφρικής, ξεκίνησε την ένοπλη πάλη το 1960, μετά τη σφαγή στο «township»(3) του Σάρπβιλ, στις 21 Μαρτίου, η οποία προκάλεσε πολλές δεκάδες νεκρούς. Οι μαύροι διαδήλωναν ενάντια στο σύστημα του «pass» (εσωτερικό διαβατήριο). Τότε, ο Μαντέλα, ο οποίος ήταν οπαδός της πάλης μέσα στο πλαίσιο της νομιμότητας, πείστηκε ότι η μειοψηφία των λευκών δεν θα παρέδιδε ποτέ με ειρηνικό τρόπο την εξουσία, ούτε και θα παραιτείτο από τα προνόμιά της. Αν και αρχικά το ANC επιδόθηκε κυρίως σε σαμποτάζ, χρησιμοποίησε επίσης -σε περιορισμένο βαθμό βέβαια- και το όπλο της «τρομοκρατίας», δεν δίστασε ακόμη και να τοποθετήσει μερικές βόμβες σε καφέ.

Ο «Μαντίμπα», ο οποίος συνελήφθη και καταδικάστηκε το 1962, απέρριψε, μετά το 1985, αρκετές προτάσεις απελευθέρωσής του με αντάλλαγμα την παραίτηση από τη βίαιη δράση. Οπως έγραψε στα απομνημονεύματά του, «αυτός που καθορίζει τη μορφή της δράσης είναι πάντα ο καταπιεστής και όχι ο καταπιεσμένος. Εάν ο καταπιεστής χρησιμοποιεί τη βία, τότε ο καταπιεσμένος δεν έχει άλλη επιλογή από το να απαντήσει με τη βία». Πράγματι, μονάχα η βία -σε συνδυασμό με τις αυξανόμενες λαϊκές κινητοποιήσεις και την υποστήριξη ενός διεθνούς συστήματος κυρώσεων που γινόταν ολοένα σκληρότερο με την πάροδο του χρόνου- κατόρθωσε να αποδείξει τη ματαιότητα του συστήματος καταστολής και να αναγκάσει τη λευκή εξουσία να αλλάξει γνώμη.

Από τη στιγμή που έγινε αποδεκτή η αρχή «ένας άνθρωπος, μία ψήφος», ο Μαντέλα και το ANC επέδειξαν ευελιξία και προσαρμοστικότητα στο εγχείρημά τους για τη δημιουργία της «κοινωνίας του ουράνιου τόξου», αλλά και στις εγγυήσεις που έδωσαν στη λευκή μειοψηφία. Μάλιστα, αναγκάστηκαν να βάλουν πολύ νερό στο κρασί τους στο ζήτημα της κοινωνικής αλλαγής -αλλά αυτό είναι μιαν άλλη ιστορία.

Η στρατηγική του ANC έτυχε της υλικής και ηθικής υποστήριξης της Σοβιετικής Ενωσης και του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου». Πολλά από τα στελέχη του εκπαιδεύτηκαν και έλαβαν στρατιωτική κατάρτιση στη Μόσχα ή στο Ανόι. Η μάχη απλώθηκε σε ολόκληρο το νότιο τμήμα της αφρικανικής ηπείρου, όπου ο νοτιοαφρικανικός στρατός προσπαθούσε να επιβάλει την ηγεμονία του. Η επέμβαση των κουβανικών δυνάμεων στην Αγκόλα, το 1975, και οι νίκες που πέτυχαν, κυρίως στο Κίτο-Κουαναβάλε, τον Ιανουάριο του 1988, συνέβαλαν στο να κλονιστεί η στρατιωτική μηχανή του ρατσιστικού καθεστώτος και να γίνει φανερό το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει. Σύμφωνα με τον Μαντέλα, η μάχη του Κίτο-Κουαναβάλε αποτέλεσε μια «αποφασιστική καμπή για την απελευθέρωση της ηπείρου μας και του λαού μου(4)». Αυτό δεν το ξέχασε ποτέ, κι ο Φιντέλ Κάστρο ήταν ένας από τους επίσημους προσκεκλημένους στην τελετή της ανάληψης των προεδρικών καθηκόντων του, το 1994.

Σε αυτή τη σύγκρουση ανάμεσα στην πλειοψηφία του πληθυσμού και την εξουσία των λευκών, οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, το Ισραήλ και η Γαλλία (μέχρι το 1981, χρονιά της ανόδου των σοσιαλιστών του Μιτεράν στην εξουσία) βρίσκονταν στο «στρατόπεδο των κακών», μαζί με τους υπερασπιστές του απαρτχάιντ, στο όνομα του αγώνα ενάντια στον κομμουνιστικό κίνδυνο. Ο Τσέστερ Κρόκερ, ο άνθρωπος-κλειδί της «εποικοδομητικής εμπλοκής» του προέδρου Ρόναλντ Ρέιγκαν στο νότιο τμήμα της αφρικανικής ηπείρου, έγραφε τα εξής, τη δεκαετία του 1980: «Από τη φύση της και την ιστορία της, η Νότια Αφρική αποτελεί τμήμα της δυτικής εμπειρίας και αναπόσπαστο μέρος της δυτικής οικονομίας». (Foreign Affairs, χειμώνας 1980-1981).

Η Ουάσιγκτον, η οποία το 1975 είχε υποστηρίξει το νοτιοαφρικανικό καθεστώς της Πρετόρια στις επιχειρήσεις του στο έδαφος της Αγκόλα, δεν δίσταζε να παρακάμπτει το εμπάργκο στην παροχή όπλων που της είχε επιβληθεί και να συνεργάζεται στενά με τις νοτιοαφρικανικές υπηρεσίες πληροφοριών, απορρίπτοντας τις κάθε είδους κυρώσεις που προτείνονταν ενάντια στο ρατσιστικό καθεστώς. Κι η μαύρη πλειοψηφία καλούνταν να κάνει υπομονή και να περιμένει τη σταδιακή εξέλιξη της κατάστασης.

Μαντέλα και Κλίντον στο κελί όπου ο πρώτος πέρασε 18 από τα 27 χρόνια που ήταν πολιτικός κρατούμενος.

Στις 22 Ιουνίου του 1988, δεκαοκτώ μήνες πριν από την απελευθέρωση του Μαντέλα και τη νομιμοποίηση του ANC, ο αμερικανός υφυπουργός Τζον Γουάιτχεντ εξηγούσε ενώπιον μιας επιτροπής της Γερουσίας: «Είμαστε υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουμε ότι η μετάβαση προς μια μη φυλετική δημοκρατία στη Νότια Αφρική θα χρειαστεί αναπόφευκτα πολύ περισσότερο χρόνο από όσον εμείς ευχόμαστε». Επιπλέον, ισχυριζόταν ότι οι κυρώσεις εναντίον του καθεστώτος «δεν θα κλόνιζαν διόλου το ηθικό των λευκών ελίτ», ενώ θα έπλητταν κυρίως τον μαύρο πληθυσμό.

Με αυτόν τον τρόπο, ο Ρόναλντ Ρέιγκαν, την τελευταία χρονιά της θητείας του, επιχειρούσε και πάλι να πείσει το Κογκρέσο να μην τιμωρήσει το καθεστώς του απαρτχάιντ, χωρίς όμως επιτυχία αυτή τη φορά. Ηταν η εποχή που οι Αμερικανοί υμνούσαν τους αφγανούς και νικαραγουανούς «μαχητές της ελευθερίας» και κατήγγειλλαν την τρομοκρατία του ANC και της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης.

Η «σιδηρά κυρία»

Ομως και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έμεινε πίσω. Η κυβέρνηση της Μάργκαρετ Θάτσερ αρνήθηκε την παραμικρή συνάντηση με το ANC μέχρι την απελευθέρωση του Μαντέλα, τον Φεβρουάριο του 1990. Επιπλέον, κατά τη διάσκεψη κορυφής της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, τον Οκτώβριο του 1987, στο Βανκούβερ, αντιτάχθηκε στην επιβολή κυρώσεων στο καθεστώς. Οταν δε, ρωτήθηκε για τις απειλές του ANC ότι θα πλήξει τα βρετανικά συμφέροντα στη Νότια Αφρική, απάντησε: «Αυτό αποδεικνύει ότι πρόκειται για μια κοινή τρομοκρατική οργάνωση». Ηταν η εποχή όπου η φοιτητική νεολαία του κόμματος των Συντηρητικών κολλούσε αφίσες που πρότειναν: «Κρεμάστε τον Μαντέλα κι όλους τους τρομοκράτες του ANC! Είναι όλοι τους χασάπηδες». Ο Ντέιβιντ Κάμερον, ο νέος συντηρητικός πρωθυπουργός, αποφάσισε επιτέλους να ζητήσει συγγνώμη γι' αυτή τη συμπεριφορά, τον Φεβρουάριο του 2010! Ωστόσο, ο τύπος δεν παρέλειψε να του υπενθυμίσει ότι είχε ταξιδέψει στη Νότια Αφρική το 1989, προσκεκλημένος ενός λόμπι που προσπαθούσε να αποτρέψει την επιβολή κυρώσεων στο καθεστώς.

Το δε Ισραήλ, παρέμεινε μέχρι το τέλος ο πλέον πιστός σύμμαχος του ρατσιστικού καθεστώτος, παρέχοντάς του όπλα και βοήθεια για το στρατιωτικό πυρηνικό του πρόγραμμα και για το πρόγραμμα ανάπτυξης πυραύλων. Τον Απρίλιο του 1975, ο σημερινός αρχηγός του ισραηλινού κράτους, Σιμόν Πέρες, τότε υπουργός Αμυνας, υπέγραψε μια συμφωνία ασφάλειας ανάμεσα στις δύο χώρες. Εναν χρόνο αργότερα, ο νοτιοαφρικανός πρωθυπουργός Μπαλτάζαρ Τζ. Βόρστερ, πρώην φιλοναζιστής πολιτικός, έγινε δεκτός με όλες τις τιμές στο Ισραήλ. Επιπλέον, οι υπεύθυνοι των υπηρεσιών πληροφοριών των δύο χωρών συναντιούνταν κάθε χρόνο και συντόνιζαν τον αγώνα ενάντια στην «τρομοκρατία» του ANC και της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης.

Κι η Γαλλία; Η Γαλλία του Ντεγκόλ και των διαδόχων του ανέπτυξε χωρίς κανέναν ενδοιασμό σχέσεις με την Πρετόρια. Σε μια συνέντευξή του που δημοσιεύτηκε στο τεύχος του περιοδικού «Le Nouvel Observateur» που αναφέραμε στην αρχή του παρόντος άρθρου, ο Ζακ Σιράκ υπερηφανεύεται για την υποστήριξη που παρείχε παλιότερα στον Μαντέλα. Οπως συμβαίνει και σε πολλούς άλλους ηγέτες της δεξιάς, δεν έχει καλή μνήμη, αλλά και ο δημοσιογράφος που του παίρνει τη συνέντευξη δέχεται αδιαμαρτύρητα αυτήν την αμνησία.

Ο Σιράκ, πρωθυπουργός την περίοδο 1974-1976, ενέκρινε, το 1976, τη σύμβαση της γαλλικής δημόσιας εταιρείας Framatome για την κατασκευή στη Νότια Αφρική του πρώτου πυρηνικού σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Με αυτή την ευκαιρία, το κύριο άρθρο της εφημερίδας «Le Monde» παρατηρούσε: «Η Γαλλία βρίσκεται σε περίεργη θέση, καθώς ανήκει στη μικρή ομάδα των χωρών που η Πρετόρια θεωρεί εταίρους στους οποίους μπορεί να βασίζεται» (1η Ιουνίου 1976). Και το πρωτοσέλιδο της «Sunday Times», μιας νοτιοαφρικανικής εφημερίδας με μεγάλη κυκλοφορία, πανηγύριζε: «Ζήτω η Γαλλία. Η Νότια Αφρική γίνεται πυρηνική δύναμη».

Αν και το Παρίσι είχε αποφασίσει, το 1975 -κυρίως εξαιτίας των πιέσεων που του ασκούσαν τα αφρικανικά κράτη- να μην πουλάει πλέον άμεσα όπλα στη Νότια Αφρική, συνέχισε για αρκετά χρόνια να εκτελεί τα ήδη υπογεγραμμένα συμβόλαια παροχής οπλικών συστημάτων· επιπλέον, η Νότια Αφρική είχε υπογράψει μια σύμβαση με την οποία είχε τη δυνατότητα να παράγει στο έδαφός της τα γαλλικά τεθωρακισμένα Panhard και τα ελικόπτερα Alouette και Puma.

Παρά την επίσημη ρητορική με την οποία καταδικαζόταν το καθεστώς του απαρτχάιντ, το Παρίσι διατήρησε -μέχρι το 1981 τουλάχιστον- πολλές μορφές συνεργασίας με το ρατσιστικό καθεστώς. Ο Αλεξάντρ ντε Μαράνς, ο διευθυντής της Υπηρεσίας Εξωτερικής Τεκμηρίωσης και Αντικατασκοπίας (Sdece) την περίοδο 1970-1981, συνόψισε ως εξής τη φιλοσοφία της γαλλικής δεξιάς: «Είναι βέβαιο ότι το απαρτχάιντ είναι ένα σύστημα το οποίο οφείλουμε να καταδικάσουμε, ωστόσο πρέπει να εξελιχθεί με ήπιο τρόπο(5)».

Εάν το ANC είχε ακούσει αυτές τις συμβουλές για μετριοπάθεια (ή εκείνες του Ρέιγκαν), τότε ο Νέλσον Μαντέλα θα είχε πεθάνει στη φυλακή, η Νότια Αφρική θα είχε βυθιστεί στο χάος κι όλος ο κόσμος δεν θα είχε κατορθώσει να κατασκευάσει τον μύθο του νέου Μεσσία.

(1) Mona Cholet, «Les derobades d'"Invictus" », Le Lac des signes, 12 Ιανουαρίου 2010, http://blog.mondediplo.net

(2) Nelson Mandela, «Α long walk to freedom», Abacus, 1995.

(3) (ΣτΜ) Ετσι ονόμαζε το ρατσιστικό καθεστώς τα μεγάλα γκέτο των μαύρων που είχε δημιουργήσει στις παρυφές των αστικών κέντρων.

(4) Ronnie Kasrils, «Turning point at Cuito Cuanavale», 23 Μαρτίου 2008, www.iol.co.za/

(5) Alexandre de Marenches και Christine Ockrent, «Dans le secret des princes», Stock, Παρίσι 1986, σελ. 228...

Δεν υπάρχουν σχόλια: