Στη συγκυρία που διανύουμε, η συζήτηση για το Πολυτεχνείο επιβάλλεται να μην είναι απλώς επετειακή. Σε μια περίοδο όπου, με τρόπο συνοπτικό και θρασύτατα απροκάλυπτο, τα...
κοινωνικά δικαιώματα εξαλείφονται και τα πολιτικά συρρικνώνονται σε βαθμό τέτοιο που και αυτός ο περιορισμένος πυρήνας του αστικού κοινοβουλευτισμού να έχει προ πολλού τεθεί εν αμφιβόλω, ο κρυστάλλινος συμβολισμός της εξέγερσης -η μαχητική αντίσταση στον αυταρχισμό και την αυθαιρεσία- αποκτά νέο νόημα.
Το Πολυτεχνείο μπορεί να μην ανέτρεψε το κράτος των συνταγματαρχών, φέρνοντας όμως στο προσκήνιο μια νέα γενιά αγωνιστών διαμόρφωσε και τους όρους για την ηθική και πολιτική ανασυγκρότηση των ηττημένων του 1967. Αφησε, επιπλέον, μια σειρά παρακαταθήκες, που τα χειμαζόμενα λαϊκά στρώματα του σήμερα δεν έχουν άλλη επιλογή από το να ξανασκεφτούν για να αξιοποιήσουν. Ανάμεσά τους τρεις είναι αυτές που δεσπόζουν.
1. Η πρώτη αφορά την ίδια τη σημασία της μαχητικής διεκδίκησης. Το Πολυτεχνείο αμφισβήτησε την κουρασμένη τελετουργία των παραδοσιακών δράσεων και τους «προσεκτικούς σχεδιασμούς» εκείνων των πολιτικών δυνάμεων που, έχοντας περιορίσει και περιχαρακώσει την κινηματική δυναμική της περιόδου μετά το 1965, είχαν ταυτόχρονα προλειάνει και το έδαφος για την εύκολη επικράτηση της δικτατορίας. Εδειξε πως οι στρατηγικά (και καθόλου τυχαία) φαύλες θεσμικές κανονικότητες ούτε επηρεάζονται ούτε -πολύ περισσότερο- «πείθονται» επί τα βελτίω: μόνο παρεμποδίζονται και ανατρέπονται.
Είναι επίσης σημαντικό ότι αυτό σπάνια προκαλείται από τις θεσμοποιημένες δυνάμεις που επαγγέλλονται την αντίσταση. Μείζονα ρόλο στο Πολυτεχνείο δεν διαδραμάτισαν επίσημες παρατάξεις, αλλά η «ακαθοδήγητη» Συντονιστική Επιτροπή, η οποία, απηχώντας τις διαθέσεις της βάσης για δυναμική αναμέτρηση με τη χούντα, κατάφερε να συνθέσει σε συνεκτικό πολιτικό λόγο και αρραγές διεκδικητικό μέτωπο ένα εξαιρετικά ανομοιογενές φάσμα απόψεων και ρευμάτων. Χρειάζεται και σήμερα οι διάχυτες (και καθημερινά πολλαπλασιαζόμενες) κοινωνικές αντιστάσεις στην καπιταλιστική βαρβαρότητα να συναντηθούν και να οραματιστούν μαχητικά, θέτοντας στόχους πέρα και πάνω από το αδιέξοδο πλαίσιο του συστήματος της ιδιωτικής κερδοφορίας.
2. Το τελευταίο αποτελεί τη δεύτερη παρακαταθήκη. Την ώρα που οι παραδοσιακές δυνάμεις της Αριστεράς είτε έβλεπαν παντού «προβοκάτορες» είτε αναζητούσαν συμμαχίες με «όχι και τόσο αντιδραστικές» προσωπικότητες του φθαρμένου πολιτικού προσωπικού, το Πολυτεχνείο έθεσε τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων με τρόπο απλό και άμεσο: το «Κάτω η Χούντα» και το «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία» είπαν τα πράγματα με το όνομά τους, δημιουργώντας μια δυναμική που σε πρώτο χρόνο ήταν, ως επί το πλείστον, αδιόρατη. Το Πολυτεχνείο έδειξε ότι τα αρνητικά πολιτικά ισοζύγια δεν ανατρέπονται παρά μόνο με αγώνες που, αναπλαισιώνοντας την πραγματικότητα, απελευθερώνουν συνειδήσεις και κάνουν τη διεκδίκηση για το δίκιο ηθική προσταγή.
Η εξέγερση του 1973 δεν ήταν βέβαια πάνδημη: όπως πάντα, ένα πρωτοπόρο στρώμα ήταν αυτό που πρωτίστως κινήθηκε. Ομως, ολόκληρη η κοινωνία -ακόμα και όσα τμήματά της θέλησαν πρόσκαιρα να παρακάμψουν ή και να απωθήσουν την εμπειρία της- συγκλονίστηκε. Μετά το Νοέμβρη, τίποτε πλέον δεν ήταν ίδιο· κι αυτό σήμανε την αρχή του τέλους της δικτατορίας. Παρεμφερή ισχύουν και στις μέρες μας. Οι αγώνες της τελευταίας περιόδου μπορεί να μην κατάφεραν να αποτρέψουν την κοινωνική καταβαράθρωση, εγγράφονται όμως σωρευτικά στις συνειδήσεις, προετοιμάζοντας ανατροπές που μόνο πολιτικοί μύωπες αδυνατούν να διακρίνουν.
3.Η τρίτη παρακαταθήκη σχετίζεται ακριβώς με αυτό: με τον τρόπο που οι μαχητικές δράσεις των μεγάλων στόχων ασκούν την επίδρασή τους: δεν είναι ποτέ ευθύγραμμος, δεν είναι ποτέ στατικός. Τα μεγάλα μηνύματα διαχέονται μοριακά, αλλά σε περιστάσεις αδιέξοδης κρίσης όπως η τρέχουσα, και ταχύτατα. Από αυτό οφείλουν να αντλήσουν συμπεράσματα και να οραματιστούν όσοι σήμερα συνομιλούν με την αντιστεκόμενη κοινωνία. Οπως πριν από σαράντα χρόνια, το αίτημα της ανατροπής της δικτατορίας ήταν -τελικά- η μόνη εφικτή πολιτική στοχοθεσία, έτσι και σήμερα η διάρρηξη της καταστρεπτικής καπιταλιστικής σύμβασης, που περιχαρακώνει και απονευρώνει τους πολιτικούς σχεδιασμούς, καθίσταται επιτακτική. Δεν πρόκειται ούτε για μαξιμαλισμό, ούτε -βεβαίως- για ουτοπία. Αποτελεί, αντίθετα, τη μόνη πρακτικά υλοποιήσιμη διέξοδο.
(*) επίκουρου καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge
enet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου