Στάθης
Τον φασισμό δεν τον ανδρώνει μόνον η φτώχεια που προκαλεί η άφρων πλουτοκρατία (τώρα διά της κρίσης, άλλοτε διά της διαφθοράς και της απαξίωσης της δημοκρατίας), τον ανδρώνει και η...
επί μακρόν καθιέρωση της πλουτοκρατίας ως της όλο και πιο ισχύουσας δύναμης στη δημοκρατία.
Ετσι εξηγείται, νομίζω, το γεγονός ότι σε χώρες που δεν βρίσκονται σε κρίση εμφανίζονται επίσης σε άνοδο ακροδεξιά κόμματα, είτε διατηρούν τον κινηματικό χαρακτήρα τους, είτε έχουν ήδη γίνει συστημικά (Αυστρία, Ιταλία, Νορβηγία, Ολλανδία και αλλού).
Οταν το κράτος βρίσκεται επί μακρόν στα χέρια της Δεξιάς, είτε «εκσυγχρονιστικής» και νεοφιλελεύθερης, είτε συντηρητικής ακόμα και αντιδραστικής, τότε και η κοινωνία μετατοπίζεται πιο δεξιά, γίνεται πιο «καθεστωτική». Το φαινόμενο αυτό εντείνεται όταν η Αριστερά (ή η θεωρούμενη ως αριστερά) προσχωρεί στη δεξιά στρατηγική διακυβέρνησης, όπως το SPD στη Γερμανία, οι Σοσιαλιστές στη Γαλλία, η Κεντροαριστερά στην Ιταλία, ή δεν κατορθώνει να προτείνει εναλλακτικά προγράμματα διακυβέρνησης, όπως συμβαίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Το ομογενοποιημένο σύστημα διακυβέρνησης που έχει επιβάλει η παγκοσμιοποίηση έχει πλέον μακρό παρελθόν, έχει εκλάβει πλέον καθεστωτικά χαρακτηριστικά και τείνει διαρκώς προς τα δεξιά. Με την Αριστερά ενσωματωμένη σε αυτό το μοντέλο ή ανίκανη ακόμα να το ανατρέψει, είναι φυσιολογικό ένα μέρος της διαμαρτυρίας που προκαλεί η όλο και πιο διευρυνόμενη φτώχεια (ακόμα και στις πλούσιες χώρες, Γερμανία, Αυστρία, Νορβηγία κ.α.), καθώς και η δυσανεξία που προκαλεί η όλο και πιο αδιάφορη αλλά και διεφθαρμένη δημοκρατία, να στρέφεται προς την άκρα δεξιά.
Σε χώρες όπως η δική μας (παρ’ ότι κι εδώ ο φασισμός είχε έντονη δράση στο παρελθόν) το φαινόμενο φαίνεται σαν να γεννάται τώρα (ενώ στην πραγματικότητα αναγεννάται) και ως εκ τούτου απευθύνεται στον πολύ λαό με όλη τη λούμπεν παθολογία που φέρουν οι νεοφώτιστοι μελανοχιτώνες.
Αντιθέτως στη Δύση, παρ’ ότι οι μελανοχίτωνες πάντα υπάρχουν, τα πιο μακρόβια ακροδεξιά κόμματα προσπαθούν να φορέσουν «λευκά κολάρα», όπως κάνουν τώρα οι Λεπενιστές στη Γαλλία κι έχει κάνει ήδη από καιρό η Λίγκα του Βορρά στην Ιταλία, ή οι ακροδεξιοί στην Αυστρία και αλλού.
Ο φασισμός αυτός δεν προκαλεί τρόμο στις κοινωνίες που τον έχουν συνηθίσει, παρά τη φρίκη και την απέχθεια που προκαλεί στους σκεπτόμενους πολίτες, διότι δεν είναι ένας φασισμός κυρίαρχος (ώστε να φθάσει στα εγκλήματα που έφθασε επί Χίτλερ, Μουσολίνι, Χόρτυ, Φράνκο, Πινοτσέτ κ.ά.), αλλά ένας φασισμός βοηθητικός. Για να σχηματίζονται κυβερνήσεις ή για να αναχαιτίζεται η Αριστερά, όταν δεν είναι ενσωματωμένη.
Η τάση όλου του συστήματος προς τα δεξιά χρειάζεται τον φασισμό, είτε στους δρόμους είτε στα σαλόνια, διότι ο φασισμός είναι σύμφυτος του καπιταλισμού. Καθ’ ότι ως θηρευτικό σύστημα ο καπιταλισμός χρειάζεται τους κυνηγούς του. Αλλωστε ο καπιταλισμός, κερδώος καθώς είναι, συχνά τρελαίνεται, μονίμως προκαλεί κρίσεις, ενώ ο φασισμός, κομφορμιστικός καθώς είναι, ξαναβάζει τα πράγματα στη θέση τους και αντικαθιστά τα αναρχιλίκια του καπιταλισμού με τον νόμο και την τάξη που χρειάζεται για να ’ναι αυτά τα αναρχιλίκια παραγωγικά κι όχι καταστροφικά. Συνεπώς ο φασισμός μπορεί να ’ναι πραγματικός στους δρόμους, αλλά η πραγματικότητα που τον διαμορφώνει (και τη διαμορφώνει) βρίσκεται στα σαλόνια.
Εκεί μοιράζεται το παιχνίδι. Οταν οι λαοί είναι εξουθενωμένοι, ανίσχυροι και υποταγμένοι, το ενδιαφέρον του φασισμού απορροφούν οι ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις, αυτές που προκαλούν διαρκώς ανηλεείς πολέμους μεταξύ των εταιρειών και ανά τακτά διαστήματα πολέμους μεταξύ των κρατών. Ο φασισμός στην κορυφή του συστήματος είναι που απο-φασίζει τις μοιρασιές, τις συμφωνίες, τις συρράξεις. Από την άλλη, αν οι λαοί σηκώσουν κεφάλι, ο φασισμός θα είναι πάλι αυτός που θα τους το κόψει.
Με δυο λόγια, αν για τον καπιταλισμό η δημοκρατία (η αστική αντιπροσωπευτική δημοκρατία) ήταν αναγκαία και ικανή συνθήκη για να αναπτυχθεί και να κυριαρχήσει, από καιρό και ιδίως στις μέρες μας αυτή η δημοκρατία τού έχει γίνει ένα περιττό βάρος. Οχι όμως ακόμα για πέταμα. Διότι εφ’ όσον οι θεσμοί της δημοκρατίας δύσκολα μπορούν πλέον να υπερασπισθούν τον λαό, μπορεί η ίδια να συνεχίζει να φυτοζωεί ακίνδυνη. Απ’ την άλλη μεριά, επειδή ακριβώς αυτή η κολοβωμένη δημοκρατία δεν είναι παρά μία φενάκη, στα μάτια του λαού ξεφτίζει ακόμα περισσότερο ως κάτι ανίκανο, διεφθαρμένο κι εχθρικό.
Σε έναν οργουελιανό εφιάλτη όπου το κράτος, η δημοκρατία, ο καπιταλισμός, η (μη) διάκριση των εξουσιών, τα σκάνδαλα, η προπαγάνδα, η διαφθορά, η αδικία, η φτώχεια κι όσα άλλα τέτοια, ταυτίζονται, ή παραπέμπουν το ένα στο άλλο, κάθε προσδοκία περί του αντιθέτου, κάθε κοινό περί δικαίου αίσθημα, κάθε όνειρο, καθίστανται ουτοπικά, κινδυνώδη, ακόμα και παράνομα. Και κατά μίαν έννοια αυτή είναι η αλήθεια. Στον ξεσαλωμένο καπιταλισμό της εποχής μας η δημοκρατία έχει εκπέσει να ’ναι ένα προσωπείο του υψηλού φασισμού. Και για αυτό πολλοί διανοούμενοι και της αριστεράς και της δεξιάς διατείνονται ότι η δημοκρατία είναι από καιρό νεκρή. Με τους θεσμούς της να ’ναι σε χρήση, πλην όμως κενοί και ατελέσφοροι, ή να λειτουργούν απλώς κατευναστικά για να ωραιοποιούν ένα πολίτευμα τύποις μεν δημοκρατικό, ουσία δε αλλοτρίων δυνάμεων φάσγανο.
Οι διανοούμενοι αυτοί, επιστήμονες, πολιτικοί και καλλιτέχνες, έχουν δίκιο. Αλλά πιο μεγάλο δίκιο έχουν οι λαοί κατά το μέρος των πολιτών εκείνων που δεν πιστεύουν ότι η δημοκρατία είναι δυνατόν να είναι νεκρή. Θα ήταν σαν να αποδέχονταν, σε αυτήν την περίπτωση, την έξοδο των λαών, την έξοδο των πολιτών, την έξοδο του εαυτού τους από την Ιστορία. Παράλογο.
Ενα παράλογο που ανακαλεί τη λογική (η οποία a propos θανατώνει τον φασισμό). Κι ό,τι θανατώνει τον φασισμό, ξεγυμνώνει τον καπιταλισμό. Γιατί όμως η λογική αντιστρατεύεται το σύστημα και θανατώνει και τον κλώνο του; Διότι βρίσκει παράλογη την καταστροφή του πλανήτη, τους πολέμους, την εξαθλίωση των πολλών για να βάλουν κι άλλα λεφτά στον ποπό τους οι λίγοι - μέλλοντες νεκροί κι αυτοί, όπως όλοι οι θνητοί, αλλά τελείως αφιλοσόφητοι, άρα ανήθικοι. Ο φασισμός, ως πλήρης αποδέσμευση των «υπερανθρώπων» από κάθε ηθική δέσμευση απέναντι στους άλλους, έχει τη φιλοσοφία του: τον κυνισμό. Εχει και την ηθική του: την κόλαση. Ο καπιταλισμός όμως, εν προκειμένω ο καπιταλιστής, δεν χαρακτηρίζεται από τέτοιες παραμέτρους - είναι απολύτως ηλίθιος.
Κυνηγώντας το ένα χαρτονόμισμα μετά το άλλο, στην πραγματικότητα προσφέρει την ισχύ που έτσι αποκτάει σε αυτόν που τον προστατεύει, τον φασισμό. Ο ηλίθιος και ο σατανικός, ή ο ηλίθιος που είναι σατανικός, ή ο σατανικός που δεν μπορεί να είναι ούτε ηλίθιος, αυτό είναι το ανώτατο στάδιο που μπορεί να φθάσει ο καπιταλισμός. Αυτό είναι το δώρο που μπορεί αυτό το σύστημα να προσφέρει στον άνθρωπο.
Υπήρξε το Αουσβιτς. Υπήρξαν (και συνεχίζουν να πληθύνονται) τα εκατομμύρια κι εκατομμύρια των νεκρών ανθρώπων από πείνα, από φτώχεια, από πόλεμο, από αρρώστια που θα μπορούσε να θεραπευθεί, αυτό είναι το δώρο του καπιταλισμού στον άνθρωπο. Σήμερα «της Γης οι κολασμένοι» είναι περισσότεροι από κάθε άλλη φορά και σε χειρότερη κατάσταση από ποτέ! Σήμερα που ο κόσμος στη βάση της τρέχουσας τεχνολογίας θα μπορούσε να είναι ένας παράδεισος της εργασίας, της επιστήμης, της τέχνης και του ελεύθερου χρόνου, είναι αντιθέτως μια κόλαση με ιεραρχία Αουσβιτς. Ενα παράλογο που οι ευφημισμοί της προπαγάνδας το εμφανίζουν ως λογικό. Κάτι που παραλύει τους ανθρώπους, ακυρώνει τις φιλοδοξίες τους για ισονομία, ισηγορία, κοινωνική δικαιοσύνη -όσα δηλαδή αποτελούν το περιεχόμενο τη δημοκρατίας- και φυτεύει μέσα στην ψυχή τους κι όχι μόνον μέσα στο μυαλό τους τη βεβαιότητα της ματαιότητας. Δηλαδή τον θάνατο.
Ομως η ομορφιά δεν είναι μάταιη. Η ζωή που αντιλαμβάνεται την ομορφιά είναι δώρο. Αν κάτι σκοτώνει το viva la muerte, το ζήτω ο θάνατος των φασιστών, είναι ένα μωρό που ρωτάει τη μαμά του τι είναι οι μέλισσες. Είναι η αναζήτηση του νοήματος σε αυτά που μας συμβαίνουν.
Θα σταματήσει ποτέ ο άνθρωπος να αναρωτιέται; Μόνον αν γίνει βαδίζων-νεκρός. Απόδειξη; Ας υποθέσουμε ότι όλα αυτά που γράφω είναι λάθος. Τις βούλεται αγορεύειν λοιπόν, θα ρωτήσει ο κήρυκας κι ένας άλλος θα λάβει τον λόγο κι ύστερα κι άλλος, κι άλλος.
Αυτή είναι η ακατάλυτη δύναμη της δημοκρατίας. Οσο και να την ατιμάζει ο καπιταλισμός, όσο κι αν την απονεκρώνει ο φασισμός, τόσον την τιμά ο λαός. Διότι του δίνει υπόσταση.
Μπορεί λοιπόν στις μέρες μας η δημοκρατία να έχει τάση προς τα δεξιά, μπορεί να απαξιώνεται απ’ τους λίγους και να αποξενώνεται απ’ τους πολλούς, αλλά ο ιστορικός χρόνος έχει αποδείξει ότι αυτό μπορεί να ’ναι μόνον μια προϋπόθεση για το αντίθετο. Διότι υπάρχει η μνήμη. Και η αλήθεια στην οποίαν η μη λήθη οδηγεί...
«Κάκιστος βίος και πονηρός τοις ανθρώποις εστίν, ότε ψεύδος προκρίνεται της αλήθειας» έλεγαν οι άνθρωποι ήδη απ’ την αυγή της Ιστορίας. Γιατί; Διότι «η αλήθεια και το δίκαιο έχουν μεγαλύτερη δύναμη απ’ το ψέμα και το άδικο», όπως έλεγε ο Αριστοτέλης...
Τον φασισμό δεν τον ανδρώνει μόνον η φτώχεια που προκαλεί η άφρων πλουτοκρατία (τώρα διά της κρίσης, άλλοτε διά της διαφθοράς και της απαξίωσης της δημοκρατίας), τον ανδρώνει και η...
επί μακρόν καθιέρωση της πλουτοκρατίας ως της όλο και πιο ισχύουσας δύναμης στη δημοκρατία.
Ετσι εξηγείται, νομίζω, το γεγονός ότι σε χώρες που δεν βρίσκονται σε κρίση εμφανίζονται επίσης σε άνοδο ακροδεξιά κόμματα, είτε διατηρούν τον κινηματικό χαρακτήρα τους, είτε έχουν ήδη γίνει συστημικά (Αυστρία, Ιταλία, Νορβηγία, Ολλανδία και αλλού).
Οταν το κράτος βρίσκεται επί μακρόν στα χέρια της Δεξιάς, είτε «εκσυγχρονιστικής» και νεοφιλελεύθερης, είτε συντηρητικής ακόμα και αντιδραστικής, τότε και η κοινωνία μετατοπίζεται πιο δεξιά, γίνεται πιο «καθεστωτική». Το φαινόμενο αυτό εντείνεται όταν η Αριστερά (ή η θεωρούμενη ως αριστερά) προσχωρεί στη δεξιά στρατηγική διακυβέρνησης, όπως το SPD στη Γερμανία, οι Σοσιαλιστές στη Γαλλία, η Κεντροαριστερά στην Ιταλία, ή δεν κατορθώνει να προτείνει εναλλακτικά προγράμματα διακυβέρνησης, όπως συμβαίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Το ομογενοποιημένο σύστημα διακυβέρνησης που έχει επιβάλει η παγκοσμιοποίηση έχει πλέον μακρό παρελθόν, έχει εκλάβει πλέον καθεστωτικά χαρακτηριστικά και τείνει διαρκώς προς τα δεξιά. Με την Αριστερά ενσωματωμένη σε αυτό το μοντέλο ή ανίκανη ακόμα να το ανατρέψει, είναι φυσιολογικό ένα μέρος της διαμαρτυρίας που προκαλεί η όλο και πιο διευρυνόμενη φτώχεια (ακόμα και στις πλούσιες χώρες, Γερμανία, Αυστρία, Νορβηγία κ.α.), καθώς και η δυσανεξία που προκαλεί η όλο και πιο αδιάφορη αλλά και διεφθαρμένη δημοκρατία, να στρέφεται προς την άκρα δεξιά.
Σε χώρες όπως η δική μας (παρ’ ότι κι εδώ ο φασισμός είχε έντονη δράση στο παρελθόν) το φαινόμενο φαίνεται σαν να γεννάται τώρα (ενώ στην πραγματικότητα αναγεννάται) και ως εκ τούτου απευθύνεται στον πολύ λαό με όλη τη λούμπεν παθολογία που φέρουν οι νεοφώτιστοι μελανοχιτώνες.
Αντιθέτως στη Δύση, παρ’ ότι οι μελανοχίτωνες πάντα υπάρχουν, τα πιο μακρόβια ακροδεξιά κόμματα προσπαθούν να φορέσουν «λευκά κολάρα», όπως κάνουν τώρα οι Λεπενιστές στη Γαλλία κι έχει κάνει ήδη από καιρό η Λίγκα του Βορρά στην Ιταλία, ή οι ακροδεξιοί στην Αυστρία και αλλού.
Ο φασισμός αυτός δεν προκαλεί τρόμο στις κοινωνίες που τον έχουν συνηθίσει, παρά τη φρίκη και την απέχθεια που προκαλεί στους σκεπτόμενους πολίτες, διότι δεν είναι ένας φασισμός κυρίαρχος (ώστε να φθάσει στα εγκλήματα που έφθασε επί Χίτλερ, Μουσολίνι, Χόρτυ, Φράνκο, Πινοτσέτ κ.ά.), αλλά ένας φασισμός βοηθητικός. Για να σχηματίζονται κυβερνήσεις ή για να αναχαιτίζεται η Αριστερά, όταν δεν είναι ενσωματωμένη.
Η τάση όλου του συστήματος προς τα δεξιά χρειάζεται τον φασισμό, είτε στους δρόμους είτε στα σαλόνια, διότι ο φασισμός είναι σύμφυτος του καπιταλισμού. Καθ’ ότι ως θηρευτικό σύστημα ο καπιταλισμός χρειάζεται τους κυνηγούς του. Αλλωστε ο καπιταλισμός, κερδώος καθώς είναι, συχνά τρελαίνεται, μονίμως προκαλεί κρίσεις, ενώ ο φασισμός, κομφορμιστικός καθώς είναι, ξαναβάζει τα πράγματα στη θέση τους και αντικαθιστά τα αναρχιλίκια του καπιταλισμού με τον νόμο και την τάξη που χρειάζεται για να ’ναι αυτά τα αναρχιλίκια παραγωγικά κι όχι καταστροφικά. Συνεπώς ο φασισμός μπορεί να ’ναι πραγματικός στους δρόμους, αλλά η πραγματικότητα που τον διαμορφώνει (και τη διαμορφώνει) βρίσκεται στα σαλόνια.
Εκεί μοιράζεται το παιχνίδι. Οταν οι λαοί είναι εξουθενωμένοι, ανίσχυροι και υποταγμένοι, το ενδιαφέρον του φασισμού απορροφούν οι ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις, αυτές που προκαλούν διαρκώς ανηλεείς πολέμους μεταξύ των εταιρειών και ανά τακτά διαστήματα πολέμους μεταξύ των κρατών. Ο φασισμός στην κορυφή του συστήματος είναι που απο-φασίζει τις μοιρασιές, τις συμφωνίες, τις συρράξεις. Από την άλλη, αν οι λαοί σηκώσουν κεφάλι, ο φασισμός θα είναι πάλι αυτός που θα τους το κόψει.
Με δυο λόγια, αν για τον καπιταλισμό η δημοκρατία (η αστική αντιπροσωπευτική δημοκρατία) ήταν αναγκαία και ικανή συνθήκη για να αναπτυχθεί και να κυριαρχήσει, από καιρό και ιδίως στις μέρες μας αυτή η δημοκρατία τού έχει γίνει ένα περιττό βάρος. Οχι όμως ακόμα για πέταμα. Διότι εφ’ όσον οι θεσμοί της δημοκρατίας δύσκολα μπορούν πλέον να υπερασπισθούν τον λαό, μπορεί η ίδια να συνεχίζει να φυτοζωεί ακίνδυνη. Απ’ την άλλη μεριά, επειδή ακριβώς αυτή η κολοβωμένη δημοκρατία δεν είναι παρά μία φενάκη, στα μάτια του λαού ξεφτίζει ακόμα περισσότερο ως κάτι ανίκανο, διεφθαρμένο κι εχθρικό.
Σε έναν οργουελιανό εφιάλτη όπου το κράτος, η δημοκρατία, ο καπιταλισμός, η (μη) διάκριση των εξουσιών, τα σκάνδαλα, η προπαγάνδα, η διαφθορά, η αδικία, η φτώχεια κι όσα άλλα τέτοια, ταυτίζονται, ή παραπέμπουν το ένα στο άλλο, κάθε προσδοκία περί του αντιθέτου, κάθε κοινό περί δικαίου αίσθημα, κάθε όνειρο, καθίστανται ουτοπικά, κινδυνώδη, ακόμα και παράνομα. Και κατά μίαν έννοια αυτή είναι η αλήθεια. Στον ξεσαλωμένο καπιταλισμό της εποχής μας η δημοκρατία έχει εκπέσει να ’ναι ένα προσωπείο του υψηλού φασισμού. Και για αυτό πολλοί διανοούμενοι και της αριστεράς και της δεξιάς διατείνονται ότι η δημοκρατία είναι από καιρό νεκρή. Με τους θεσμούς της να ’ναι σε χρήση, πλην όμως κενοί και ατελέσφοροι, ή να λειτουργούν απλώς κατευναστικά για να ωραιοποιούν ένα πολίτευμα τύποις μεν δημοκρατικό, ουσία δε αλλοτρίων δυνάμεων φάσγανο.
Οι διανοούμενοι αυτοί, επιστήμονες, πολιτικοί και καλλιτέχνες, έχουν δίκιο. Αλλά πιο μεγάλο δίκιο έχουν οι λαοί κατά το μέρος των πολιτών εκείνων που δεν πιστεύουν ότι η δημοκρατία είναι δυνατόν να είναι νεκρή. Θα ήταν σαν να αποδέχονταν, σε αυτήν την περίπτωση, την έξοδο των λαών, την έξοδο των πολιτών, την έξοδο του εαυτού τους από την Ιστορία. Παράλογο.
Ενα παράλογο που ανακαλεί τη λογική (η οποία a propos θανατώνει τον φασισμό). Κι ό,τι θανατώνει τον φασισμό, ξεγυμνώνει τον καπιταλισμό. Γιατί όμως η λογική αντιστρατεύεται το σύστημα και θανατώνει και τον κλώνο του; Διότι βρίσκει παράλογη την καταστροφή του πλανήτη, τους πολέμους, την εξαθλίωση των πολλών για να βάλουν κι άλλα λεφτά στον ποπό τους οι λίγοι - μέλλοντες νεκροί κι αυτοί, όπως όλοι οι θνητοί, αλλά τελείως αφιλοσόφητοι, άρα ανήθικοι. Ο φασισμός, ως πλήρης αποδέσμευση των «υπερανθρώπων» από κάθε ηθική δέσμευση απέναντι στους άλλους, έχει τη φιλοσοφία του: τον κυνισμό. Εχει και την ηθική του: την κόλαση. Ο καπιταλισμός όμως, εν προκειμένω ο καπιταλιστής, δεν χαρακτηρίζεται από τέτοιες παραμέτρους - είναι απολύτως ηλίθιος.
Κυνηγώντας το ένα χαρτονόμισμα μετά το άλλο, στην πραγματικότητα προσφέρει την ισχύ που έτσι αποκτάει σε αυτόν που τον προστατεύει, τον φασισμό. Ο ηλίθιος και ο σατανικός, ή ο ηλίθιος που είναι σατανικός, ή ο σατανικός που δεν μπορεί να είναι ούτε ηλίθιος, αυτό είναι το ανώτατο στάδιο που μπορεί να φθάσει ο καπιταλισμός. Αυτό είναι το δώρο που μπορεί αυτό το σύστημα να προσφέρει στον άνθρωπο.
Υπήρξε το Αουσβιτς. Υπήρξαν (και συνεχίζουν να πληθύνονται) τα εκατομμύρια κι εκατομμύρια των νεκρών ανθρώπων από πείνα, από φτώχεια, από πόλεμο, από αρρώστια που θα μπορούσε να θεραπευθεί, αυτό είναι το δώρο του καπιταλισμού στον άνθρωπο. Σήμερα «της Γης οι κολασμένοι» είναι περισσότεροι από κάθε άλλη φορά και σε χειρότερη κατάσταση από ποτέ! Σήμερα που ο κόσμος στη βάση της τρέχουσας τεχνολογίας θα μπορούσε να είναι ένας παράδεισος της εργασίας, της επιστήμης, της τέχνης και του ελεύθερου χρόνου, είναι αντιθέτως μια κόλαση με ιεραρχία Αουσβιτς. Ενα παράλογο που οι ευφημισμοί της προπαγάνδας το εμφανίζουν ως λογικό. Κάτι που παραλύει τους ανθρώπους, ακυρώνει τις φιλοδοξίες τους για ισονομία, ισηγορία, κοινωνική δικαιοσύνη -όσα δηλαδή αποτελούν το περιεχόμενο τη δημοκρατίας- και φυτεύει μέσα στην ψυχή τους κι όχι μόνον μέσα στο μυαλό τους τη βεβαιότητα της ματαιότητας. Δηλαδή τον θάνατο.
Ομως η ομορφιά δεν είναι μάταιη. Η ζωή που αντιλαμβάνεται την ομορφιά είναι δώρο. Αν κάτι σκοτώνει το viva la muerte, το ζήτω ο θάνατος των φασιστών, είναι ένα μωρό που ρωτάει τη μαμά του τι είναι οι μέλισσες. Είναι η αναζήτηση του νοήματος σε αυτά που μας συμβαίνουν.
Θα σταματήσει ποτέ ο άνθρωπος να αναρωτιέται; Μόνον αν γίνει βαδίζων-νεκρός. Απόδειξη; Ας υποθέσουμε ότι όλα αυτά που γράφω είναι λάθος. Τις βούλεται αγορεύειν λοιπόν, θα ρωτήσει ο κήρυκας κι ένας άλλος θα λάβει τον λόγο κι ύστερα κι άλλος, κι άλλος.
Αυτή είναι η ακατάλυτη δύναμη της δημοκρατίας. Οσο και να την ατιμάζει ο καπιταλισμός, όσο κι αν την απονεκρώνει ο φασισμός, τόσον την τιμά ο λαός. Διότι του δίνει υπόσταση.
Μπορεί λοιπόν στις μέρες μας η δημοκρατία να έχει τάση προς τα δεξιά, μπορεί να απαξιώνεται απ’ τους λίγους και να αποξενώνεται απ’ τους πολλούς, αλλά ο ιστορικός χρόνος έχει αποδείξει ότι αυτό μπορεί να ’ναι μόνον μια προϋπόθεση για το αντίθετο. Διότι υπάρχει η μνήμη. Και η αλήθεια στην οποίαν η μη λήθη οδηγεί...
«Κάκιστος βίος και πονηρός τοις ανθρώποις εστίν, ότε ψεύδος προκρίνεται της αλήθειας» έλεγαν οι άνθρωποι ήδη απ’ την αυγή της Ιστορίας. Γιατί; Διότι «η αλήθεια και το δίκαιο έχουν μεγαλύτερη δύναμη απ’ το ψέμα και το άδικο», όπως έλεγε ο Αριστοτέλης...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου