Απλοί άνθρωποι που μεγάλωσαν και συγκινήθηκαν με τα τραγούδια της Πόλυς Πάνου αφήνουν από το πρωί ένα λουλούδι στο φέρετρο της τραγουδίστριας, που άφησε την τελευταία της πνοή την περασμένη Παρασκευή σε ηλικία 73 ετών ενώ...
νοσηλευόταν σε ιδιωτικό θεραπευτήριο της Αθήνας σε μια σκληρή αναμέτρηση με τον καρκίνο.
Από το πρωί σήμερα, η σορός της «τελευταίας λαϊκής φωνής»-όπως πολλοί υποστηρίζουν- έχει εκτεθεί σε λαϊκό προσκύνημα.
Στις τρεις το μεσημέρι θα ψαλεί η νεκρώσιμος ακολουθία στην εκκλησία του νεκροταφείου και στη συνέχεια η σορός θα μεταφερθεί στο Νεκροταφείο Κόκκινου Μύλου όπου και θα ταφεί στον οικογενειακό τάφο.
Ο συνθέτης και τραγουδιστής Γιώργος Κοινούσης, μίλησε στο ΑΠΕ- ΜΠΕ για τη φίλη του Πόλυ Πάνου:
«Τρεις μέρες τώρα είμαι συγκλονισμένος, περπατάω για να ξεχνάω. Ήταν μια ψυχούλα. Είναι από τις φωνές που δεν ξαναβγαίνουν, ήταν μία μεγάλη ιστορία και το πιο σπουδαίο από όλα είναι, ότι ήταν ένα παιδί. Είχε κάνει όλες αυτές τις μεγάλες επιτυχίες, και όμως παρέμεινε ένας απλός άνθρωπος, καταδεκτικός που βοηθούσε και άλλο κόσμο πέρα από την οικογένεια της».
Ο πολύ καλός φίλος της σπουδαίας τραγουδίστριας, ο οποίος ήταν κοντά της όλες τις δύσκολες ώρες, με συγκίνηση θυμάται τις στιγμές που μοιράστηκε μαζί της όταν ήταν ακόμα νέοι και αναφέρει χαρακτηριστικά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Με την Πόλυ, η καριέρα μου ξεκίνησε από πολύ νωρίς παίζοντας ακορντεόν στα συγκροτήματα που τραγουδούσε, με τον Τσιτσάνη, τον Παπαϊωάννου, το Στράτο Διονυσίου, τον Καζαντζίδη. Αργότερα όταν ίδρυσε τη δική της δισκογραφική εταιρία τη «Βεντέτα» με το άντρα της, της έδωσα μία σειρά από δικά μου τραγούδια και όταν αργότερα έπιασα το μικρόφωνο και ανέβηκα στην πίστα, οι δρόμοι μας χώρισαν. Μείναμε όμως φίλοι και βλεπόμασταν συχνά. Έφυγε μία ψυχούλα, που συνεχώς χαμογελούσε.»
Για τη «δεύτερη μάνα» που έχασε, μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ συγκινημένη, η συγγραφέας - ποιήτρια και κόρη του αείμνηστου μουσικοσυνθέτη Γρηγόρη Μπιθικώτση, 'Αννα: «Η Πόλυ με νανούρισε, μου πέρασε τα χρυσά της σκουλαρίκια στα αυτάκια μου όταν ήμουν παιδάκι, με μεγάλωσε αντί για παραμύθια με τα τραγούδια της. Σημαντικές στιγμές της ζωής μου, ήταν δεμένες με στιγμές της δικής της ζωής, μέχρι την τελευταία της στιγμή. Με βοήθησε πάρα πολύ στα δικά μου καλλιτεχνικά βήματα, με έμαθε να σέβομαι, να αγαπώ, να υπηρετώ και εγώ τις τέχνες.»
«Αισθάνομαι συγκλονισμένη που μια τέτοια κυρία όχι μόνο στη φωνή αλλά και στην ψυχή, έφυγε. Ήταν ένας άνθρωπος με ψυχή μικρού παιδιού. Βοηθούσε πολύ κόσμο, απόρους χωρίς να θέλει να φαίνεται. Αυτή τη στιγμή μας αφήνει παρακαταθήκη τα τραγούδια της αλλά λείπει ένας επίγειος άγγελος από τη γη.»
«Η οικογένεια μου, που ζήσαμε μαζί της τέσσερα ολόκληρα χρόνια σε ένα μικρό «σπιτάκι που το ‘δερνε ο αγέρας και η βροχή»- όπως έλεγε και το τραγούδι- περάσαμε πολύ όμορφες στιγμές. Ήταν τότε που ο πατέρας μου της έγραψε και το τραγούδι «Πήρα τη στράτα την κακιά». Η δική της στράτα βέβαια, έγινε μια στράτα φωτεινή, που είναι παράδειγμα προς μίμηση για πολλούς ανθρώπους, γιατί πίσω από τα φώτα της ζωής της ήταν άνθρωπος πάνω απ' όλα και μετά καλλιτέχνης», συμπληρώνει χαρακτηριστικά η 'Αννα Μπιθικώτση.
«Τώρα βρίσκεται στην αγκαλιά του Θεού, μαζί με όλους τους «αθάνατους».Ο Γρηγόρης μας, η Βίκυ, ο Στράτος και πόσοι άλλοι ακόμα δίνουν τη δική τους γιορτή για να την υποδεχτούν».
Η Πολυτίμη Κολιοπάνου - όπως ήταν το πραγματικό της όνομα -, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 28 Οκτωβρίου 1940, μεγάλωσε όμως στην Πάτρα.
Ο «νονός» του καλλιτεχνικού της ονόματος ήταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο άνθρωπος που την ανακάλυψε στην Πάτρα και έμελλε να της αλλάξει τη ζωή.
«Εγώ, πριν απ' όλα, για τον εαυτό μου τραγούδησα, τραγουδούσα, τραγουδάω. Σ' εμένα έδινα και δίνω πάντα λογαριασμό. Χωρίς τρακ, χωρίς τίποτα. Είχα, κι έχω πάντα, μεγάλο, πολύ μεγάλο πάθος. Το αγάπησα πολύ το λαϊκό τραγούδι. Και μπήκα μέσα κι έδωσα όλον μου τον εαυτό. Του Γρηγόρη Μπιθικώτση, το χαρτί που μου 'δωσε, εγώ δεν το 'καψα. Δεν υπήρχε περίπτωση να το κάψω!», είχε δηλώσει πριν από χρόνια σε συνέντευξή της, η σπουδαία τραγουδίστρια.
Το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε, το έγραψε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και είχε τίτλο «Πήρα τη στράτα την κακιά» (1952) και ακολούθησε το «Να πας να πεις της μάνας μου» (1956) του Γιώργου Ζαμπέτα.
Η Πόλυ Πάνου τραγούδησε πρώτη τα «Παιδιά του Πειραιά» του Μάνου Χατζηδάκι και επί δεκαετίες κατάφερνε με την ιδιαίτερη και γνήσια λαϊκή φωνή της να κάνει επιτυχίες τα περισσότερα τραγούδια που ερμήνευε...
νοσηλευόταν σε ιδιωτικό θεραπευτήριο της Αθήνας σε μια σκληρή αναμέτρηση με τον καρκίνο.
Από το πρωί σήμερα, η σορός της «τελευταίας λαϊκής φωνής»-όπως πολλοί υποστηρίζουν- έχει εκτεθεί σε λαϊκό προσκύνημα.
Στις τρεις το μεσημέρι θα ψαλεί η νεκρώσιμος ακολουθία στην εκκλησία του νεκροταφείου και στη συνέχεια η σορός θα μεταφερθεί στο Νεκροταφείο Κόκκινου Μύλου όπου και θα ταφεί στον οικογενειακό τάφο.
Ο συνθέτης και τραγουδιστής Γιώργος Κοινούσης, μίλησε στο ΑΠΕ- ΜΠΕ για τη φίλη του Πόλυ Πάνου:
«Τρεις μέρες τώρα είμαι συγκλονισμένος, περπατάω για να ξεχνάω. Ήταν μια ψυχούλα. Είναι από τις φωνές που δεν ξαναβγαίνουν, ήταν μία μεγάλη ιστορία και το πιο σπουδαίο από όλα είναι, ότι ήταν ένα παιδί. Είχε κάνει όλες αυτές τις μεγάλες επιτυχίες, και όμως παρέμεινε ένας απλός άνθρωπος, καταδεκτικός που βοηθούσε και άλλο κόσμο πέρα από την οικογένεια της».
Ο πολύ καλός φίλος της σπουδαίας τραγουδίστριας, ο οποίος ήταν κοντά της όλες τις δύσκολες ώρες, με συγκίνηση θυμάται τις στιγμές που μοιράστηκε μαζί της όταν ήταν ακόμα νέοι και αναφέρει χαρακτηριστικά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Με την Πόλυ, η καριέρα μου ξεκίνησε από πολύ νωρίς παίζοντας ακορντεόν στα συγκροτήματα που τραγουδούσε, με τον Τσιτσάνη, τον Παπαϊωάννου, το Στράτο Διονυσίου, τον Καζαντζίδη. Αργότερα όταν ίδρυσε τη δική της δισκογραφική εταιρία τη «Βεντέτα» με το άντρα της, της έδωσα μία σειρά από δικά μου τραγούδια και όταν αργότερα έπιασα το μικρόφωνο και ανέβηκα στην πίστα, οι δρόμοι μας χώρισαν. Μείναμε όμως φίλοι και βλεπόμασταν συχνά. Έφυγε μία ψυχούλα, που συνεχώς χαμογελούσε.»
Για τη «δεύτερη μάνα» που έχασε, μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ συγκινημένη, η συγγραφέας - ποιήτρια και κόρη του αείμνηστου μουσικοσυνθέτη Γρηγόρη Μπιθικώτση, 'Αννα: «Η Πόλυ με νανούρισε, μου πέρασε τα χρυσά της σκουλαρίκια στα αυτάκια μου όταν ήμουν παιδάκι, με μεγάλωσε αντί για παραμύθια με τα τραγούδια της. Σημαντικές στιγμές της ζωής μου, ήταν δεμένες με στιγμές της δικής της ζωής, μέχρι την τελευταία της στιγμή. Με βοήθησε πάρα πολύ στα δικά μου καλλιτεχνικά βήματα, με έμαθε να σέβομαι, να αγαπώ, να υπηρετώ και εγώ τις τέχνες.»
«Αισθάνομαι συγκλονισμένη που μια τέτοια κυρία όχι μόνο στη φωνή αλλά και στην ψυχή, έφυγε. Ήταν ένας άνθρωπος με ψυχή μικρού παιδιού. Βοηθούσε πολύ κόσμο, απόρους χωρίς να θέλει να φαίνεται. Αυτή τη στιγμή μας αφήνει παρακαταθήκη τα τραγούδια της αλλά λείπει ένας επίγειος άγγελος από τη γη.»
«Η οικογένεια μου, που ζήσαμε μαζί της τέσσερα ολόκληρα χρόνια σε ένα μικρό «σπιτάκι που το ‘δερνε ο αγέρας και η βροχή»- όπως έλεγε και το τραγούδι- περάσαμε πολύ όμορφες στιγμές. Ήταν τότε που ο πατέρας μου της έγραψε και το τραγούδι «Πήρα τη στράτα την κακιά». Η δική της στράτα βέβαια, έγινε μια στράτα φωτεινή, που είναι παράδειγμα προς μίμηση για πολλούς ανθρώπους, γιατί πίσω από τα φώτα της ζωής της ήταν άνθρωπος πάνω απ' όλα και μετά καλλιτέχνης», συμπληρώνει χαρακτηριστικά η 'Αννα Μπιθικώτση.
«Τώρα βρίσκεται στην αγκαλιά του Θεού, μαζί με όλους τους «αθάνατους».Ο Γρηγόρης μας, η Βίκυ, ο Στράτος και πόσοι άλλοι ακόμα δίνουν τη δική τους γιορτή για να την υποδεχτούν».
Η Πολυτίμη Κολιοπάνου - όπως ήταν το πραγματικό της όνομα -, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 28 Οκτωβρίου 1940, μεγάλωσε όμως στην Πάτρα.
Ο «νονός» του καλλιτεχνικού της ονόματος ήταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο άνθρωπος που την ανακάλυψε στην Πάτρα και έμελλε να της αλλάξει τη ζωή.
«Εγώ, πριν απ' όλα, για τον εαυτό μου τραγούδησα, τραγουδούσα, τραγουδάω. Σ' εμένα έδινα και δίνω πάντα λογαριασμό. Χωρίς τρακ, χωρίς τίποτα. Είχα, κι έχω πάντα, μεγάλο, πολύ μεγάλο πάθος. Το αγάπησα πολύ το λαϊκό τραγούδι. Και μπήκα μέσα κι έδωσα όλον μου τον εαυτό. Του Γρηγόρη Μπιθικώτση, το χαρτί που μου 'δωσε, εγώ δεν το 'καψα. Δεν υπήρχε περίπτωση να το κάψω!», είχε δηλώσει πριν από χρόνια σε συνέντευξή της, η σπουδαία τραγουδίστρια.
Το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε, το έγραψε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και είχε τίτλο «Πήρα τη στράτα την κακιά» (1952) και ακολούθησε το «Να πας να πεις της μάνας μου» (1956) του Γιώργου Ζαμπέτα.
Η Πόλυ Πάνου τραγούδησε πρώτη τα «Παιδιά του Πειραιά» του Μάνου Χατζηδάκι και επί δεκαετίες κατάφερνε με την ιδιαίτερη και γνήσια λαϊκή φωνή της να κάνει επιτυχίες τα περισσότερα τραγούδια που ερμήνευε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.