pitsirikos
Είναι 12 και κάτι. Μόλις γύρισα από μια βόλτα γεμάτη τσιγάρα απανωτά (τράκα έκανα, παίρνω καπνό κάθε Παρασκευή-μεγάλο δράμα!) και μακροσκελείς συζητήσεις, που...
άλλοτε βαφτίζαμε πολιτικές, τον τελευταίο καιρό όμως τις τιτλοφορούμε με ονόματα όπως «Τα βάσανά μας» κι άλλα τέτοια σχετικά μελοδραματικά-ή και όχι. Και κάνουμε την αποθεραπεία μας και ‘μεις, ξεδίνουμε με κανά ούζο και πολλά ερωτηματικά.
Τα ίδια πάνω-κάτω συζητάμε 3 χρόνια τώρα. Κι όλο και στενεύουν τα περιθώρια κι όλο και γιγαντώνουν τα ερωτηματικά κι όλο κι αυξάνονται οι αντιπαραθέσεις κι όλο και τεντώνουν τ’ αδιέξοδα. «Τι θα κάνουμε μετά το κωλοπτυχίο; Οικονομικοί μετανάστες στα 25; Οι ειδήσεις ξερνάνε φασίζουσες λογικές και χειροκροτούν νεοναζιστικές συμμορίες εδραιωμένες, φτύνουν λέξεις όπως χρεολύσια, κουρέματα, ανάπτυξη, κρίση, ανεργία, κατάθλιψη. Εγώ ξέρω πως τ’ αγόρι μου έπαθε υπερκόπωση-15 ώρες δουλειά για τρεις κι εξήντα. Και στη Μανωλάδα, είδες ρε τι έγινε εκεί; Άκουσες κι άλλη αυτοκτονία; Η μάνα μου ζει στην επισφάλεια, ξέρεις τι είναι ρε να ‘σαι πενηντάρης σε διαθεσιμότητα; Και τα όνειρα των 18;».
Κι όλα γίνονται ένα κακοφτιαγμένο συνονθύλευμα από αντιφάσεις κι όλα συμπυκνώνονται σε προσωπικούς καημούς που δεν είναι πια και τόσο προσωπικοί, γιατί φτάνει η ώρα που συνειδητοποιείς ότι το μέλλον μιας ολόκληρης γενιάς, πάει στο βρόντο και δεν είσαι ο μόνος που βλέπει τέλματα, δυστυχώς.
Για το μόνο που χαίρομαι είναι που δε δείχνουμε διατεθειμένοι να ξεπουλήσουμε φτηνά το τομάρι μας, για ένα σύστημα που παλεύει με τ’ αδιέξοδά του, που ανοίγει στόματα και κατασπαράσσει ανθρώπους στην πιο δημιουργική ηλικία τους.
Η συζήτηση συνεχίζει, μα δεν καταλήγει ακριβώς σε συμπεράσματα.
«Όχι ρε φίλε, είμαστε νέοι και διψάμε για ζωή και δεν πρόκειται να χαριστούμε σε κανέναν. Όχι ρε φίλε, είμαστε εδώ για να παλέψουμε, ν’ αγωνιστούμε για μια κοινωνική δικαιοσύνη και μια ισότητα που μας μάθανε οι διηγήσεις των παππούδων μας όταν πολεμούσαν για κάτι που λεγόταν όραμα για μια άλλη ζωή. Όχι ρε φίλε, δε μας αξίζει να τα βάζουμε κάτω και να μη βγαίνουν. Είμαστε νέοι και δε μας πρέπει να ζούμε με μισθούς Μπαγκλαντές, να δουλεύουμε σα τα σκυλιά, να μας πετάνε στην ανεργία και την κατάθλιψη. Θ’ αγωνιστούμε ρε, δε θα μας δολοφονήσει το κράτος, το σύστημα και τα τσιράκια του, όχι!».
Παίζει εκείνο το τραγούδι και στο στίχο «εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί», γελάμε ειρωνικά.
Η ώρα πέρασε, έχουμε κι άλλα να πούμε, δεν έχει τελειωμό αυτή η κουβέντα, ο Νίκος διηγείται ιστορίες να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα. Μας λέει για τη μανούρα που έκανε σ’ ένα λεωφορείο της γραμμής. Ξεσήκωσε τα πλήθη αυτή του η ανυποταξία και τα 3/4 των επιβατών άρχισαν, λέει, να βρίζουν τον ελεγκτή και την κυβέρνηση. Το υπόλοιπο ¼ ήταν ο οδηγός, ο ελεγκτής και κάτι κουφές γριές. Ήταν χαρούμενος ο Νίκος και είχε θριαμβευτικό βλέμμα. Τον πειράξαμε λίγο, μα τον θαυμάσαμε και πληρώσαμε τα ούζα για να φύγουμε. 1.40 ο καθένας, δε διαθέταμε και παραπάνω, δεν παραγγείλαμε παραπάνω καραφάκια, δε βγαίναμε.
Γυρίζω σπίτι. Η ζωή είναι αγρίως αστεία. 2 απανωτές τραγικές ειρωνείες. Διαβάζω στο διαδίκτυο. Ένα παιδί έχει χάσει τη ζωή του επειδή δεν είχε να πληρώσει το 1.40 του εισιτηρίου, που κι εμείς, με κόπο-εμείς οι πιο τυχεροί-το διαθέσαμε για ένα καραφάκι ούζο. Ένα παιδί που δεν είχε τα κότσια του Νίκου, που δεν μπόρεσε να πληρώσει τ’ αντίτιμο, που ήταν άνεργο όπως τόσοι και τόσοι πια, έπεσε απ’ το τρόλεϊ και πέθανε. Τον δολοφόνησαν.
Και δεν το δολοφόνησε μόνο το κράτος και οι εκφραστές του. Αλλά κι οι άλλοι. Όλοι αυτοί που χρόνια κλείνουν μάτια κι αυτιά, όλοι αυτοί που τρώνε με χρυσά κουτάλια και μετακινούνται στους πολύβουους δρόμους της Αθήνας με υπερπολυτελή αυτοκίνητα, όλοι αυτοί που δε βλέπουν τα χαρτόκουτα που στεγάζουν άπορους στις γειτονιές, όλοι αυτοί που δε θέλουν τους μετανάστες αλλά απασχολούν στο σπίτι τους και καμιά Φιλιππινέζα για τις «βαριές δουλειές», όλοι αυτοί -όπως η συγγραφέας περιωπής με τα ιντερνετικά ευφυολογήματα-που δεν καταδέχονται τριβή με την πλέμπα-αυτή άλλωστε μπαίνει στα ΜΜΜ χωρίς καν να κόψει εισιτήριο!
Κλείνω το λάπτοπ. Η ζωή είναι αγρίως αστεία και οι από πάνω αγρίως γελασμένοι ότι θα νικήσουν. Το χρωστάμε στο 19χρονο, και σ’ όλα εκείνες τις θεματικές συζητήσεις που θ’ αλλάξουν όνομα. Και δε θα λέγονται πια «Τα βάσανά μας», αλλά θα χουν μέσα χρώματα και μουσικές και όσο ούζο θέλουμε.
(Αγαπητέ φίλε, εμείς είμαστε ακόμα με τους ζωντανούς. Είμαστε; Πάντα, σε τέτοιες ιστορίες, που είναι πολλές πια, σκέφτομαι τους κοντινούς ανθρώπους αυτών που χάθηκαν. Η δική τους ζωή δεν θα είναι πια ποτέ ίδια. Κάποιος πάντα θα λείπει. Η δική τους ζωή σταματάει εκεί που αρχίζουμε εμείς να τσακωνόμαστε για το ποιος από εμάς έχει δίκιο για τον θάνατο του παιδιού τους. Και φυσικά, έχουμε όλοι δίκιο. Venceremos. Εκτός αν χάσουμε.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου