Γιώργος Σταματόπουλος
Διαλύονται σιγά σιγά, εντός καυτού-μνημονιακού θέρους, η στραβομάρα και η παλαβομάρα που μας έδερναν τόσα χρόνια. Το αφελές πνεύμα της...
όσφρησης και της γεύσης επανακάμπτει στη γνήσια αθωότητά του, αφού επί δεκαετίες αναλώθηκε στη φθορά και την κατάπτωση των αξιών και λησμονήθηκε από την υπεράνθρωπη ευημερία του καταναλωτισμού και της fast food διατροφής. Ετσι χάνεται (χάθηκε) η υγεία. Την υγεία δεν αρκεί να την έχουμε, οφείλουμε κάθε μέρα να την κατακτάμε, να μην τη θυσιάζουμε για χάρη τής μέσα-έξω-άνω εξουσίας. Δειλά δειλά, διστακτικά αρχίζουμε να ακούμε τη φωνή της χαμένης παιδικής ηλικίας, της χαμένης γεύσης-όσφρησης-ήχων-μουσικής, όλων εκείνων των ιδιοτήτων που η τάχα ωρίμανσή μας θεωρούσε κατώτερες. (Αυτή η coca cola φταίει για όλα…) Τόση δυσπεψία και τόση νόσος για ready made αισθήσεις, τέτοιες που μας οδήγησαν στην απώλεια επίσης της έννοιας της Δημοκρατίας.
Εδονείτο ο πεζόδρομος της μικρής επαρχιακής πόλης (Κιάτο Κορινθίας) από τη μουσική της διαλάλησης της πραμάτειάς του, ευωδίαζε η ατμόσφαιρα από τη γλυκιά κασέλα του φιστικά, απ’ όπου αναδύονταν το ρίγος και η χοϊκή φιλοσοφία της όσφρησης. Πάνε σαράντα χρόνια τώρα που, ως μαθητές, δεν χορταίναμε να βλέπουμε τον φιστικά, μέσα στην κατάλευκη μπλούζα του, υπό τη σκιά του λευκού κασκέτου και να τον ακούμε… Ζεστό καβουρντισμένο φιστίκι… Φιστίκι αλμυρό… Και τρέχαμε να προλάβουμε, χειμώνα-καλοκαίρι, να προμηθευτούμε με μία ή δύο δραχμές την πολύτιμη, μοναδική γεύση του, παιδιά κι ενήλικοι, ανεξαρτήτως χρώματος δέρματος, θρησκεύματος, εθνικότητας και λοιπά. Ολους μας ένωνε ο Βαγγέλης ο φιστικάς.
Και ξαφνικά ήλθε… ο καπιταλισμός, με νέες «αξίες» στις σκευές του: έτοιμα φαγητά, ξενόφερτα αναψυκτικά, αμερικανοσκοτσέζικα αλκοόλ, εγωιστική συμπεριφορά, κοινωνική αναρρίχηση. Χάθηκε από την αγορά η συμπαθητική φιγούρα του Βαγγέλη του φιστικά, όπως και τα επαγγέλματα των «φτωχών»: τσαγκάρηδες, σαγματοποιοί (αυτοί πια…), ράφτες, πετράδες, τσαμπάσηδες, παγωτατζήδες, μπουλούκια… Ηταν, λένε οι ιστορικοί και λοιποί αναλυτές, αναπόφευκτο. Η μηχανή, το μπετόν, η πληροφορική, τα γνωστά. Κάπου κάπου αναφέρουν και τη λαχτάρα να ξεφύγουμε, ως κοινωνία, από τη γ… φτώχεια και ότι πουλούσαμε και την ψυχή μας στον διάβολο για να ξεφύγουμε απ’ αυτήν. Μοναδικά λαογραφικά και ιστορικά κειμήλια ανταλλάχτηκαν για πλαστικές λεκάνες, ηλεκτρικές σκούπες και λοιπά «αγαθά» του νέου μας καταναλωτισμού. Ελάχιστοι έκλαψαν γι’ αυτό το έγκλημα, ελάχιστοι επίσης έφαγαν τα μούτρα τους όταν προσπάθησαν να το αποτρέψουν. Πώς να τα βγάλουν πέρα με μια αγράμματη κοινωνία που ήθελε, καλά και σώνει, να ξεφύγει από τη φτώχεια και ό,τι την θύμιζε; (Μοναδικά μαγειρικά σκεύη, αλέτρια, δρεπάνια, φλοκάτες, χειροποίητες σεγκούνες κι ένα σωρό ακόμα πολύτιμα παραδοσιακά εργαλεία.)
Πολιτισμός και λαϊκότητα ταυτίζονται, κάτι που αρνούνται να δουν δυτικόπληκτοι Ελληνες διανοούμενοι. Και να προχτές στην παραλία της ίδιας πόλης των μαθητικών χρόνων, ανάμεσα στις ξαπλώστρες και τους φραπέδες (τι κακόηχη λέξη!), εμφανίζεται ο κύριος με τη λευκή ζακέτα και τον λευκό σκούφο και κρεμασμένο από τον λαιμό του το κασελάκι με το ζεστό καβουρντισμένο φιστίκι. Δεν πεθαίνει η Δημοκρατία, δεν λησμονούνται οι γεύσεις, δεν χάνονται στη χοάνη του εμπορίου τα επαγγέλματα. Ο Τζίμης ο φιστικάς, αφού περιπλανήθηκε επί δεκαετίες στην Αθήνα, επέστρεψε στον τόπο του και ζει (αξιοπρεπώς), αφού ενδύθηκε τη στολή του καταφρονεμένου φιστικά. Ω, του θαύματος, η στολή προκαλεί ενθουσιασμό. Τα φιστίκια σώζουν τη Δημοκρατία… (μας)...
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.