kourdistoportocali
Έχει κάθε λόγο ο Δημήτρης Κοντομηνάς να ενθαρρύνει τον Λάκη Λαζόπουλο για να βγει μπροστά και να κάνει κόμμα μετά το ... ρεσάλτο του Πέπε Γκρίλο προς την εξουσία στις εκλογές της γείτονος.
Σύμφωνα με μετρήσεις μεγάλης εταιρείας σφυγμομετρήσεων τρία πρόσωπα από τον λεγόμενο καλλιτεχνικό χώρο θα μπορούσαν να κάνουν την έκπληξη εάν ακολουθούσαν τον δρόμο του Γκρίλο: Ο Λάκης Λαζόπουλος, ο Γιώργος Κιμούλης και ο Αντώνης Κανάκης.
Από τους τρεις σαφώς πιο πολιτικοποιημένος είναι ο Γιώργος Κιμούλης η πρόσφατη συνέντευξη του οποίου στην Αλεξάνδρα Τσόλκα είχε προκαλέσει αίσθηση.
Η αφορμή είναι το βαθύτατα πολιτικό έργο «Συνέντευξη» που παίζεται, ήδη, στο θέατρο «Αθηνών». Αποτέλεσμα; Μια συνέντευξη, επίσης! Οχι θεατρική, παραδοσιακή αλλά ούτε και προβλέψιμη ή συμβατική! Μια συνέντευξη, αλλιώτικη απ όλες τις άλλες. Χωρίς περιορισμό λέξεων! Άνευ προσπάθειας να βγεί «είδηση» που να γαργαλάει τις κουτσομπολίστικες ή ηδονοβλεπτικές μας διαθέσεις για τις ζωές των άλλων και επί του προκειμένου του Γιώργου Κιμούλη. Απόψεις απ' αυτές που συνήθως «κόβονται» ή περιορίζονται γιατί δεν «πουλάνε». Αλήθεια; Με διαφορετική άποψη μπαίνω σε μια συνάντηση απ αυτές που δικαιώνουν την επιλογή να γίνεις δημοσιογράφος γιατί -ανάμεσα σ άλλα- θα γνώριζες τους σπουδαιότερους της γενιάς σου. Ε, λοιπόν; Εγώ μόλις συνάντησα έναν...
Από την Αλεξάνδρα Τσόλκα
- Τι σας έκανε να διαλέξετε αυτό το έργο;
«Υπάρχει ένας στίχος του Ελύτη, που μ’ έχει στοιχειώσει χρόνια: "την αλήθεια τη φτιάχνει κανείς ακριβώς όπως φτιάχνει και το ψέμα". Σήμερα, στην εποχή της αμηχανίας και της ατονίας, στην εποχή της υπερπληροφόρησης και του υπερκαταναλωτισμού, στην εποχή της ταχύτατης μετακίνησης κάθε κεντρικού σημείου, γεγονός που δημιουργεί μια συνεχή αστάθεια κι αβεβαιότητα στον σύγχρονο άνθρωπο, είναι πολύ δύσκολο να καταλάβεις τη διαφορά μεταξύ ψεύδους και αλήθειας. Η εικόνα έχει καλύψει τα πάντα και είναι σχεδόν αδύνατον να δούμε τι Είναι πίσω απ’ αυτό, που Φαίνεται. Θέλησα λοιπόν να μιλήσω μέσω αυτού του έργου για τον χώρο, που ουσιαστικά, λόγω της εξουσιαστικής δύναμης που έχει, κατασκευάζει όχι μόνον τις γνώμες των ανθρώπων, αλλά πάνω απ’ όλα δύναται να μεταμορφώσει την αλήθεια σε ψέμα και το ψέμα σε αλήθεια. Κι αυτός ο χώρος δεν είναι άλλος από τα ΜΜΕ. Η φράση του Ουμπέρτο Έκο “σήμερα μία χώρα ανήκει σ’αυτόν που ελέγχει τα μέσα ενημέρωσης” δεν είναι καθόλου βαρύγδουπη ή υπερβολική».
- Οι ήρωες βρίσκονται σε αδιέξοδο.
«Το αδιέξοδο, που βρίσκονται τα πρόσωπα του έργου είναι φυσιολογικό. Είναι το αδιέξοδο, στο οποίο βρίσκονται οι περισσότεροι άνθρωποι. Και τα δύο αυτά πρόσωπα ζουν διαρκώς ετεροπροσδιορισμένα από ένα σύστημα, το οποίο δεν μπορούν να ελέγξουν και το οποίο τους απαγορεύει τον αυτοπροσδιορισμό τους. Το χειρότερο όμως γι’ αυτούς είναι, πως δεν προσπαθούν να αλλάξουν αυτό το σύστημα, αντιθέτως προσπαθούν μάταια να προσαρμοστούν σ’ αυτό. Το βασικό πρόβλημα του σύγχρονου ανθρώπου είναι η αντικατάσταση της «ουτοπικής» πλέον γι΄αυτόν έννοιας αλλαγή, με την πιο «ρεαλιστική» έννοια προσαρμογή. Αδιέξοδο!»
- Πώς πιστεύετε πως δημιουργήθηκε αυτό το αδιέξοδο;
«Η παγκοσμιοποιημένη υποτιθέμενη ανοιχτότητα συνέθλιψε τον σύγχρονο άνθρωπο. Αντί να τον «ανοίξει» σε όλους τους ορίζοντες, τον «έκλεισε» ακόμη πιο πολύ. Ανήμπορος να μετρήσει τον εαυτό του, γιατί δεν υπάρχει σύγκριση με κάποια σταθερή ποσότητα και εντελώς αποπροσανατολισμένο, γιατί τα σημεία συνεχώς μετατοπίζονται, επέστρεψε στην ανασφάλεια της παιδικής ηλικίας. Όλα γύρω του είναι τεράστια κι επιθετικά και δεν έχει καμία ελπίδα να τα φτάσει. Νιώθει συνεχώς πως κάτι τον παρακολουθεί, ενώ αυτός δεν μπορεί να το δει κι έτσι αναπτύσσεται εντός του έναν σχεδόν καφκικό ενοχικό σύνδρομο, που του γεννά ένα μόνιμο απροσδιόριστο φόβο, ο οποίος τον παραλύει και τον οδηγεί στην ατονία. Παράλληλα η ματαιότητα μίας εναγώνιας προσπάθειας αφομοίωσης του μέσα σ’ ένα σύστημα, που τρέμει μήπως δεν τον κάνει δεκτό, του δημιουργεί την ίδια στιγμή κλασσικά συμπτώματα αγοραφοβίας, μιας και ο άνθρωπος εκ φύσεως έχει ως βασικό στοιχείο ύπαρξής του την ανομοίωση. Κλειδώνεται εξόριστος απ’ τον έξω κόσμο πια στην οικιακή τεχνολογία της προσομοίωσης ενός monitor. Δημιουργεί τον δικό του φαντασιωσικό κόσμο και ζει τη δική του εικονική πραγματικότητα.
Η οποιαδήποτε σκέψη κάποιας κίνησης «προς τα έξω» είναι αποκλεισμένη. Το εντατικοποιημένο αίσθημα της αυτοαπαξίωσης του, τον έχει πείσει, πως η οποιαδήποτε προσπάθεια διαφυγής θα είναι αυτοκαταστροφική. Κάθε έξοδος είναι καταδικασμένη να γίνει έξοδος του προσωπικού του Μεσολογγίου. Αυτός είναι ο κόσμος στον οποίον ζούμε! Γεμάτος από κλειδαμπαρωμένες ψυχές, σαν κλειστές αφιλόξενες κάμαρες, που φαντασιώνονται, πως εκπληρώνουν κάποιες προσωπικές καταπιεσμένες επιθυμίες, τις οποίες στην πραγματικότητα δεν ξέρουν, αν πρέπει να τις θεωρούν εντελώς δικές τους ή αν έχουν αναγκαστεί από κάποιους άλλους να τις έχουν».
- Υπάρχει ελπίδα όμως στο έργο;
«Ο σκοπός ενός καλλιτεχνικού έργου δεν είναι να δίνει ελπίδα, αλλά να υπενθυμίζει αυτά που οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει. Δεν είναι ελεήμων ή παρηγορητικός ο λόγος της τέχνης. Υπομνηστικός είναι. Η διατήρηση της ελπίδας είναι υποχρέωση του καθενός χωριστά, απ’ τη στιγμή, που αντέχει να θυμάται. Υπάρχει μία στιγμή ξαφνικής συνειδητοποίησης του προσώπου, που παρουσιάζω πάνω στη σκηνή, που λέει: [...] διαχωρίσαμε τις επιθυμίες μας από τις ιδέες μας. Μας έπεισαν, πως οι επιθυμίες, που πρέπει να έχουμε, δεν υπάρχει περίπτωση να εκπληρωθούν, αν δεν βγάλουμε άχρηστες τις ιδέες μας. Κι έτσι απομακρυνθήκαμε απ’ ό,τι πιστεύαμε»!
- Ποιο είναι το πολιτικό στίγμα του έργου;
«Η σύγκρουση των επιθυμιών του ατόμου με το κοινό συμφέρον και κατά πόσον αυτά τα δύο λειτουργούν αντιθετικά. Ο άνθρωπος είναι μία επιθυμητική μηχανή. Θέλει! Απ’ τη στιγμή όμως, που έγινε μέρος ενός Όλου, μιας Πόλης – απ’ τη στιγμή, που απέκτησε Πολιτισμό, οφείλει αυτές τις επιθυμίες να τις ελέγχει, όσο βεβαίως του επιτρέπει το συνειδητό του. Και το εργαλείο, που έχει, για να κάνει κάτι τέτοιο είναι η ιδεολογία του. Σύμφωνοι, μπορεί το lifestyle και το mainstream, παρέα με τον δήθεν ρεαλιστικό ορθολογισμό της political correctness να έχει αφήσει εντελώς ανοιχτό το δρόμο σε μία ακραία σχετικοποίηση των πάντων, μπορεί η κυρίαρχη τάση που βλέπει τον φιλελευθερισμό ως μονόδρομο, να έχει τοποθετήσει στην κορυφή του σύμπαντος έναν κυνικό απελεύθερο ατομικισμό, ο οποίος έχει δημιουργήσει κλίμα κοινωνικής απάθειας, ιδιώτευσης και κομφορμισμού, μπορεί ο νεοφιλελευθερισμός ως ηγεμονική ιδεολογία πλέον να απελευθέρωσε εντελώς την αγορά από κάθε κρατική παρέμβαση και να οδήγησε τους πολίτες και το κράτος σε μία σχέση ανεμπιστοσύνης, μπορεί η τρομακτική ταχύτητα της προηγμένης τεχνολογίας και η υπερπροσφορά προϊόντων, η οποία μαζί με το εικονικό χρήμα του χρηματοπιστωτικού συστήματος να έσπρωξε τον άνθρωπο σ’ ένα ανελέητο κυνηγητό ενός «καρότου» τύπου «γουστάρω ελεύθερη και πλούσια ζωή», μπορεί η αμηχανία και η σύγχυση της αριστεράς μετά την πτώση του τοίχους να έχει δημιουργήσει μία δυσάρεστη αίσθηση κενού και απραξίας, μη μπορώντας να δώσει κάποια ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, αλλά δεν μπορεί να έχουμε επιστρέψει σε μία περίοδο τέτοιας ανθρώπινης ανωριμότητας του ανθρώπου, σε μία περίοδο πριν τον Διαφωτισμό!
Ζούμε καταστάσεις αδιανόητες σ’ αυτήν η χώρα! Έχουμε επιστρέψει πριν τη γαλλική επανάσταση. Δεν είναι δυνατόν να αναρωτιόμαστε στον 21ο αιώνα για το αν ο άνθρωπος έχει δικαίωμα να δημοσιεύει τις σκέψεις και τα φρονήματα του; Για το αν οι πολίτες μπορούν να συνέρχονται ειρηνικά και να ασκούν ελευθέρα όποιο θρήσκευμα πιστεύουν; Μπορώ να υπενθυμίζω διαρκώς στον εαυτό μου, πως η καθόλου αθώα αυτονόμηση του "πολιτικού" απ’ το "κοινωνικό" συνετέλεσε σ’ αυτή τη διάλυση που ζούμε, αλλά δε χρειάζεται να υπενθυμίζω στον εαυτό μου, πως οι έννοιες «άτομο» και «κράτος», είναι αφηρημένες και αποκτούν νόημα μόνον σε συνάρτηση η μία με την άλλη! Είναι αλήθεια, πως δεν έχουμε ακόμη ασχοληθεί όσο θα έπρεπε με το παιχνίδι της επιθυμίας και του συμφέροντος. Δύο έννοιες που πολλές φορές φαίνεται πως συγκρούονται. Διότι επιθυμούμε μ’ έναν τρόπο πιο βαθύ και πιο διάχυτο από το συμφέρον μας. Πάρα πολλές φορές οι επιθυμίες μας είναι αντίθετες απ’ το συμφέρον μας, γι’ αυτό και στρεφόμαστε εναντίον του ίδιου μας του εαυτού. Ίσως λοιπόν να μην έχουμε ακόμη προσπαθήσει να αντιταχθούμε σ’ αυτό το υποτιθέμενο ανίκητο σύστημα, που μας ζητάει να ξεχνάμε πως το βασικό υπαρξιακό μας στοιχείο είναι η διατήρηση της ανομοιότητας μας, την ίδια στιγμή που αντί να μας προσφέρει ένα είδος κοινωνικής εξομοίωσης των δικαιωμάτων μας, απαιτεί από εμάς την πλήρη αφομοίωσή μας σ’ αυτό. Το μελλοντικό λοιπόν αίτημα του ανθρώπου είναι να είναι ατομικά κοινωνικός, την ίδια στιγμή, που πολιτικά θα διατηρεί αλληλένδετη την αυθορμησία με την πειθαρχία. Δύσκολο έργο μέσα σ’ αυτή τη σύγχυση, που ζούμε, αλλά αν δεν αντιδράσουμε θα οδηγηθούμε στην πλήρη ανυπαρξία. Πιστεύω πως απ’ τη στιγμή που η κοινωνική πραγματικότητα δε σέβεται αυτή τη «διαφορά» μεταξύ «ατόμου» και «κοινωνίας» θεωρώντας την αντιφατική, ο πολίτης οφείλει να προσπαθεί συνεχώς να αλλάξει αυτήν την πραγματικότητα. Να την αλλάξει με κάθε τρόπο! Στο κάτω κάτω της γραφής η ρήξη είναι καλύτερη από τη σύγχυση και η καταστροφή από την ανυπαρξία».
- Ποια θα είναι κατά τη γνώμη σας η μελλοντική μας κατάσταση;
«Κατ’ αρχάς είχε δίκιο ο Αξελός, πού έλεγε, πως ο άνθρωπος έχει μεταμορφωθεί από «ζώον λόγον έχον» σε οικονομικό κτήνος και γι’ αυτήν την οικονομική του αποκτήνωση ευθύνεται και η Δεξιά και η Αριστερά. Είναι αδύνατον να γυρίσουμε πίσω, πρέπει όμως να προχωρήσουμε διαφορετικά μπροστά. Χρειάζεται λοιπόν, κατά τη γνώμη μου τώρα, όσο ποτέ άλλοτε, μία γόνιμη αναγέννηση της μαρξικής σκέψης. Δεν ανήκω σ’ αυτούς που πιστεύουν πως ο ύστερος καπιταλισμός πνέει τα λοίσθια. Θεωρώ πως αυτή τη στιγμή περνά μία ακόμη μεγάλη κρίση και πως αυτό που έχει αγγίξει τα όρια του είναι η νεοφιλελεύθερη χρηματοπιστωτική μορφή του. Το “σουμπετεριανό παράδοξο” και η περίφημη “δημιουργική καταστροφή” , που υποστηρίζει πως ο καπιταλισμός θα καταρρεύσει όχι λόγω της αποτυχίας του, αλλά λόγω της επιτυχίας του, καθυστερεί ακόμη. Αν βλέπω κάτι εγώ είναι μία επιστροφή στον βδελυρό, για τους νεοφιλελεύθερους, κρατικό παρεμβατισμό. Δειλά αλλά σταθερά όλο και περισσότερες φωνές οικονομολόγων ακούγονται να διατυπώνουν αυτή τη σκέψη. Άλλωστε παρ' ότι ο νεοφιλελευθερισμός είχε ως κεντρική ιδέα μια ανεξέλεγκτη οικονομία, κατά παράδοξο τρόπο στήριζε τη δύναμή του στη δύναμη τριών θεσμών: Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμια Τράπεζα και Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Η κρίση αυτών των ημερών ανάγκασε τους νεοφιλελεύθερους ιδεολόγους να στρέψουν ξανά το πρόσωπο εκεί που είχαν γυρίσει την πλάτη: στο Κράτος, ζητώντας την παρέμβασή του, ώστε να αναπνεύσει και να αναζωογονηθεί η δύναμη των αγορών και να αναρρώσει το τραυματισμένο οικονομικά σύστημα. Και το Κράτος αμέσως την παρέσχε αφειδώς εις βάρος των πολιτών του.
Η νέα μορφή του καπιταλισμού, θα είναι ο κρατικός καπιταλισμός, όπως υποστηρίζει, ορθά κατά τη γνώμη μου, ο Hobsbawm. Ο Economist αναφέρθηκε καθαρά για τον σπουδαίο ρόλο, που θα μπορούσε να παίξει ο κρατικός καπιταλισμός στη δημιουργία υποδομών και σε μεγάλες επενδύσεις. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα σηματοδοτηθεί το τέλος της φιλελεύθερης οικονομίας και ο μύθος της αυτορυθμιζόμενης ελεύθερης αγοράς, που δε χρειάζεται καμία εξωτερική παρέμβαση. Κι εδώ το παιχνίδι επιστρέφει στο γήπεδο της Αριστεράς! Χωρίς συμπλέγματα, πως για άλλη μια φορά ετεροκαθορίζεται, η Αριστερά πρέπει να δράσει μέσα στο πλαίσιο αυτής οργανικής κρίσης του καπιταλισμού. Το έδαφος είναι για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια πολύ πρόσφορο και οι πολιτικές αποφάσεις –είτε από τους έχοντες και κατέχοντες λαμβάνονται, είτε από τους μη έχοντες και μη κατέχοντες – είναι πολύ σημαντικές. Πρέπει να κλείσουμε τ’ αυτιά μας στις υστερικές και πανικόβλητες φωνές «σώστε την αγορά, για να σωθείτε κι εσείς». Ποια αγορά; Στην αγορά που κάνει πιο πλούσιο τον πλούσιο και πιο φτωχό τον φτωχό, κονιορτοποιώντας τον και οδηγώντας τον στην πλήρη ψυχική, πνευματική και ηθική εξαθλίωση; «Κάντε ό,τι μπορείτε για να μείνουμε στην Ευρώπη και στο ευρώ». Ποια Ευρώπη; Στην Ευρώπη της ανεργίας και των τραπεζικών κυκλωμάτων; Στην Ευρώπη ύφεσης, της λιτότητας και της κερδοσκοπίας; Δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει ενωμένη Ευρώπη χωρίς «μια επανορθωτική πολιτική ως προς την εργασιακή καταστροφή που επέφερε η κρίση, για τη μεταλλαγή των παραγωγικών δραστηριοτήτων”, όπως έχει τονίσει ο Balibar. Αν διατηρηθεί αυτή η νεοφιλελεύθερη πολιτική της γερμανικής Δεξιάς, η οποία διαχειρίζεται την Ευρωζώνη σαν να πρόκειται για «υποκατάστημά» της, είναι θέμα χρόνου η διάσπασή της σε ζώνες και στη συνέχεια η διάλυσή της. Θα είναι δύο; Βορράς – Νότος; Θα είναι περισσότερες; Δεν έχει σημασία».
- Μιλάτε για την Αριστερά. Πώς θα την ορίζατε;
«Έχετε δίκιο. Πώς να ορίσει σήμερα κάποιος την Αριστερά; Το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι απεκδυθούμε το ένδυμα των ενοχών, που δημιουργεί η προσπάθεια μιας ορολογίας. Δεν πιστεύω πως χρειάζεται κάποιος που ανήκει στο χώρο της Αριστεράς να πρέπει να περιγράφει με λεπτομερή τρόπο και με άπειρες παρενθετικές φράσεις τι ΔΕΝ είναι. Αρκετά επένδυσαν οι απέναντί μας σ’ αυτήν την ενοχή. Αριστερά εννοώ το πολιτικό εκείνο υποκείμενο που συγκεντρώνει όλες τις πρακτικές αντίστασης στον καπιταλισμό, στις ανισότητες, τον αυταρχισμό, την εκμετάλλευση, τον ευτελισμό και την βαρβαρότητα, που αυτός παράγει. Ή με άλλα λόγια αριστερός σημαίνει: να ζεις με τους άλλους και να μην είσαι ευτυχισμένος, αν δεν είναι κι όλοι οι άλλοι ευτυχισμένοι. Κι αν μου πείτε «μα, αυτό το τελευταίο οφείλει να το κάνει κάθε άνθρωπος οιασδήποτε ιδεολογίας», θα σας απαντήσω: «τότε ζούμε ακόμη σε μία απάνθρωπη κοινωνία».
- Οι καλλιτέχνες, οι διανοούμενοι, οι πιο αγαπημένοι της γενιάς μας, στέκονται στο ύψος των περιστάσεων με άποψη και πρόταση απέναντι στη κρίση;
«Δεν ξέρω τι σημαίνει σήμερα διανοούμενος, πολύ γενική έννοια. Ποιος είναι και πως αναγνωρίζεται; Ο στοχαστής διανοούμενος οφείλει να κινείται στο περιθώριο, για να «θεωρεί» τα πράγματα καλύτερα. Έχω λοιπόν την εντύπωση πως οι διανοούμενοι έχασαν τη δύναμη του λόγου τους, όταν «κατηφόρησαν» από το περιθώριο στα ετερόφωτα σκοτάδια της εκκοσμικευμένης κοινωνίας. Και δεν εννοώ μόνον αυτούς, που βρήκαν στέγη, πολιτική ισχύ και υλικές ανέσεις κάτω από τις ομπρέλες της εκάστοτε κυβέρνησης, αλλά και όλους όσους κουράστηκαν από τη μοναξιά του περιθωρίου και ανακαλύπτοντας ξαφνικά τη γοητεία του εκσυγχρονισμού κατέβηκαν…προς το “κέντρο” αποκτώντας, στην καλύτερη περίπτωση, νοοτροπία νεόκοπου συστημικού και, στη χειρότερη, νοοτροπία συντηρητικού Αμερικανού ιεροκήρυκα, που με μεσσιανιστικό ύφος κινδυνολογεί σε μόνιμη βάση κηρύττοντας από τον άμβωνα του τον ορθό λόγο απευθυνόμενος στο πλήθος λες απευθύνεται σε απολωλότα πρόβατα. Ευαγγελίζονται μία μελλοντική ανάπτυξη μέσα στα πλαίσια μιας νέας Ευρώπης και προσπαθούν να πείσουν τα ποίμνια, ως άλλοι Άγιοι Απόστολοι, πως πρέπει ν’ αρχίσουν ήρεμα και χωρίς αντιδράσεις τις εβδομαδιαίες νηστείες για να καθαριστούν από τις αμαρτίες όλων αυτών των χρόνων και να οδηγηθούν στη μετάνοια. Ειδάλλως όλες οι πληγές του Φαραώ θα πέσουν στο κεφάλι μας με πρώτη την απομάκρυνσή μας απ’ την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεύτερη την αλλαγή του νομίσματος, τρίτη τη χρεωκοπία, τέταρτη τον Τσίπρα κ.ο.κ. Ενώ κάποιοι άλλοι διακηρύττουν τα θετικά της κρίσης, όπως την ξαφνική εμφάνιση της αλληλεγγύης, της συντροφικότητας, της αυταπάρνησης και τόσο άλλων χαμένων θετικών αξιών, λες και δεν μπορούν να καταλάβουν (ή μήπως μπορούν;), πως όλη αυτή η κατάσταση η επονομαζόμενη κρίση, μόνον ως μεγεθυντικός φακός μπορεί να λειτουργήσει. Μεγεθύνοντας και τα θετικά, αλλά και τα αρνητικά. Όποιος ήταν αλληλέγγυος και συντροφικός μπορεί να μεγεθύνει τα χαρακτηριστικά του αυτά, αλλά όποιος ήταν παρτάκιας, εκδικητικός, σκληρός και επιθετικός, θα γίνει δύο φορές τέτοιος. Ανέκαθεν η πολιτικοποίηση ενός διανοούμενου προέκυπτε με βάση δύο στοιχεία: “πρώτον, τη θέση που είχε ως διανοούμενος στην αστική κοινωνία, ως άτομο που βιώνει την εκμετάλλευση, τη φτώχεια, την απόρριψη και που πολλές φορές μπορεί να κατηγορηθεί και για ανατρεπτική δραστηριότητα και δεύτερον, τον ίδιο του το λόγο στο βαθμό που αποκάλυπτε ένα είδος αλήθειας και έφερνε στο φως μέχρι πρότινος αδιόρατες πολιτικές σχέσεις.” Όταν όμως οι μάζες βλέπουν αυτούς που θα έπρεπε να είναι “λίγο πιο μπροστά ή παραδίπλα” απ’ το Σύστημα, να μετακομίζουν στο κέντρο αυτού και να γίνονται μέρος του, θεωρούν αμέσως πως δεν τους έχουν ανάγκη. Δυστυχώς σ’ αυτή τη χώρα το πιο προικισμένο και ριζοσπαστικό κομμάτι της διανόησης παρέμεινε στο περιθώριο σχεδόν σιωπηλό. Είμαι ο τελευταίος που θα κρίνει αυτήν τους τη στάση. Ίσως εκείνοι ξέρουν καλύτερα γιατί σιωπούν.
Όσον αφορά τώρα τους καλλιτέχνες - άλλη γενική έννοια! Ποιοι είναι καλλιτέχνες και ποιοι μιμούνται πως είναι; Όποια απάντηση όμως κι αν δώσει κάποιος, δεν είμαι και τόσο σίγουρος πως μας παίρνουν όλους (και τους πραγματικούς και τους μιμητές) και πολύ στα σοβαρά, ώστε να είναι ζητούμενο το να στεκόμαστε στο ύψος των περιστάσεων με άποψη και πρόταση απέναντι στη κρίση. Πιστεύω πως η εικόνα του Υβ Μοντάν στην κορυφή μιας πορείας έχει παρέλθει. Και φταίμε μόνον εμείς. Γιατί όποτε εκφράσαμε δημόσια κάποιον πολιτικό λόγο, το κάναμε ή για να διαφημίσουμε παράλληλα ένα καλλιτεχνικό μας έργο ή για να διαφημίσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Βεβαίως και υπήρχαν εξαιρέσεις. Δεν το αρνούμαι καθόλου. Αλλά ο κανόνας αυτός ήταν.
Ας τελειώνουμε όμως με τα διφορούμενα και τις υπεκφυγές περί διανόησης. Ο διανοούμενος είναι κάποιος, που «φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν». Ένας διανοούμενος ή είναι στρατευμένος πολιτικά ή δεν είναι διανοούμενος. Διανοούμενος (φιλόσοφος, επιστήμονας, καλλιτέχνης κ.ο.κ.) είναι ένας προνομιούχος, ο οποίος κερδίζει τα προς το ζην του με τη σκέψη του και τη δημιουργία του και κατ’ επέκταση οφείλει να ανταποδίδει ένα μέρος του προνομίου αυτού, προκειμένου η πολιτική να είναι αληθινά ανοιχτή στη δύναμη του καθένα, σύμφωνα με τις αρχές της δικαιοσύνης και της ελευθερίας, της ισότητας και της αξιοπρέπειας. Αν, λοιπόν δεν σταματήσουμε, έστω και τώρα - έστω και αργά, αυτό το κύλισμα και το περπάτημα στα τέσσερα μες στον κομφορμισμό, αυτόν τον στρουθοκαμηλισμό μας στην ατιμωρησία, την παρανομία και την εθελούσια δουλεία στην πολιτική, και δεν αρχίσουμε να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους ακόμη κι αν χαρακτηριστούμε γραφικοί, λαϊκιστές ή εκτός μόδας, ακόμη κι αν διακινδυνεύσουμε κάποια προνόμιά μας, δεν είμαστε άξιοι να αυτοχαρακτηριζόμαστε διανοούμενοι, Αντιθέτως είμαστε άξιοι της περιφρόνησης των πάντων».
- Θα διαδηλώνατε κ. Κιμούλη; Θα ενωνόσασταν με τους διαδηλωτές; Γιατί πράγμα θα μπορούσατε να βγείτε στους δρόμους;
«Προς το παρόν όχι, δε θα έβγαινα. Αργότερα δεν ξέρω. Το οφείλω. Ανάλογα με τις εξελίξεις. Προς το παρόν όμως όχι. Θεωρώ πως η ύπαρξη ενός pudendum, μιας ελάχιστης ντροπής για τη μέχρι τώρα σιωπή και αποστασιοποίηση της γενιάς μου (δε χρειάζεται να επαναλαμβάνω διαρκώς πως πάντα υπάρχουν και οι εξαιρέσεις) δε μου επιτρέπει τη συμμετοχή, όσο κι αν θέλω. Δεν μπορούν όλοι ανεξαιρέτως – κι ούτε έχουν το δικαίωμα - να συμπεριφέρονται σαν να έχουν ξαφνικά και εκπρόθεσμα κυριευτεί απ’ την οργή των γεγονότων. Ποτέ δε μου άρεσαν οι όψιμοι επαναστάτες. Δεν είναι ένα είδος αυτοτιμωρίας μου, αυτό που λέω, είναι απλώς ελάχιστη αξιοπρέπεια. Απ’ την άλλη ουδέποτε ήθελα να παίξω το ρόλο εκείνου, που προτείνει λύσεις, καθοδηγεί, δημαγωγεί ή καταστρέφει προδηλότητες. Σήμερα μια τέτοια στάση “συμβάλλει στη λειτουργία μιας καθορισμένης κατάστασης εξουσίας”. Αυτό δε σημαίνει, πως δε μπορώ να διατυπώνω που και που κάποιες απόψεις μου και θέσεις ή ότι δεν ξέρω που ανήκω πολιτικά ή που θα σταθώ, όταν χρειαστεί».
- Γίνεστε το κύριο πρόσωπο του έργου, που είναι δημοσιογράφος. Εκτιμάτε τους δημοσιογράφους γενικά;
«Δεν μπορεί κάποιος να έχει μία γενική στάση απέναντι σε όλους τους δημοσιογράφους. Κανείς δεν είναι ίδιος με τον άλλον. Όμοιοι πολλοί, ίδιος κανείς. Κι αυτό δεν το λέω για να αθωώσω κάποιους, αλλά γιατί είναι αλήθεια. Το δικαίωμα του ανθρώπου και του πολίτη να πληροφορεί και να πληροφορείται ελεύθερα είναι αναφαίρετο. Δε χρειάζεται παρά μόνο μία απλή ανάγνωση των αρχών δεοντολογίας του δημοσιογραφικού επαγγέλματος και στη συνέχεια η καθημερινή διερώτηση του κάθε δημοσιογράφου κατά πόσον τις τηρεί. Η δημοσιογραφία γρήγορα εξελίχθηκε από την καταγραφή πραγματικών γεγονότων στην κρίση αυτών των πραγματικών γεγονότων. Τώρα αν στη συνέχεια της ιστορίας της έχουμε γίνει μάρτυρες πολλές φορές ενός τρίτου σταδίου εξέλιξης της, που είναι η κρίση ανύπαρκτων ή ψευδών γεγονότων, είναι μία κατάσταση, που πρέπει πολύ σοβαρά να την αντιμετωπίσουμε. Δεν είμαι φανατικός πολέμιος της δημοσιογραφίας, κάτι που είναι κι αυτό της μόδας: μία συλλήβδην αρνητική κριτική. Το θεωρώ ανόητο και επικίνδυνο. Βεβαίως δεν είναι εύκολο να κατηγορήσεις δημοσιογράφο φανερά. Υπάρχει ας μην ξεχνάμε ο φόβος της εξουσίας. Μιας εξουσίας που αρέσκεται στο να αυτοπροσδιορίζεται ως τέταρτη, αλλά στην ουσία πάρα πολλές φορές έχει λειτουργήσει ως πρώτη. Ας μην ξεχνάμε, πως είμαστε μία χώρα, που όχι μόνον δεν έθεσε προστατευτικούς φραγμούς, που να εμποδίζουν το ολιγοπώλιο στην πληροφόρηση, όπως ισχύει σε άλλες χώρες, αλλά το ενίσχυσε και το θεσμοθέτησε. Κι αυτό είναι που έχει προσδώσει μία επηρμένη στάση σε αρκετούς δημοσιογράφους. Ένα απ’ αυτά τα αδιανόητα φαινομενα, που βιώνουμε τον τελευταίο καιρό με διάφορες πρακτικές υποκατάστασης του κράτους από ομάδες πολιτών δεν είναι ένα φαινόμενο, που εμφανίστηκε τους τελευταίους μήνες. Θυμηθείτε πως είχε διαμορφωθεί στη συνείδηση πολλών ανθρώπων η δύναμη του δημοσιογράφου. Θυμηθείτε, αν θέλετε, απειλητικές φράσεις του τύπου: «Αν δεν το κάνεις αυτό, θα πάω στον Ευαγγελάτο ή στον Τριανταφυλλόπουλο». Εντελώς τυχαία αναφέρομαι σ’ αυτά τα ονόματα. Αυτή η λογική ήταν προϊόν δημοσιογραφικής έπαρσης αρκετά επικίνδυνης θα έλεγα. Αν αυτό δε λέγεται «υποκατάσταση του κράτους», τι λέγεται;
Στη συνέχεια ένα άλλο θέμα πολύ βασικό είναι το κατά πόσον μία υποκειμενική κρίση που διατυπώνεται σ’ έναν τόπο, όπου βρίθει αντικειμενικών γεγονότων, μπορεί να διατηρήσει την υποκειμενικότητα της. Μέσα στην ίδια σελίδα υπάρχει η αναφορά στην πτώση ενός αεροπλάνου με το φωτογραφικό ντοκουμέντο και η υποκειμενική κρίση ενός δημοσιογράφου για ένα άλλο περιστατικό. Πόσο εύκολα στην εποχή της ταχύτητας που ζούμε μπορεί να γίνει αντιληπτή απ’ τον αναγνώστη αυτή η διαφορά και πόσες φορές ένας δημοσιογράφος διερωτάται γι’ αυτό. Όσον αφορά τώρα τις περίφημες φήμες περί διαπλοκής, κρυφών μισθοδοσιών (payroll) κ.λ.π. τις θεωρώ εκ προοιμίου κατάπτυστες και ανάξιες συζήτησης. Μεταξύ μας όταν συμβαίνει αυτό, ειδικά στη χώρα μας, είναι τόσο ερασιτεχνικό και πασιφανές, που η μισθοδοσία χάνει την κρυπτότητα της. Είμαστε μικρό χωριό. Γνωριζόμαστε. Οπότε πολύ κακό για το τίποτα. Εγείρεται βεβαίως μία ερώτηση ουσίας σε όλο αυτό το πάρε δώσε: μπορεί ένας δημοσιογράφος τελικά να διατυπώνει ελεύθερα θέσεις, που είναι αντίθετες με τα συμφέροντα των εκδοτών του; Ή μήπως συμβαίνει αυτό, που έχει υποστηρίξει ο Τσόμσκι μιλώντας για τα ΜΜΕ χαρακτηρίζοντάς τα “εκφραστές των συμφερόντων του κυρίαρχου πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου” και σημειώνοντας πως «ο ρόλος τους είναι να υπερασπίζονται την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ατζέντα των προνομιούχων ομάδων που κυριαρχούν στην κοινωνία και στο κράτος. Το περιεχόμενο αυτών που γράφει ο δημοσιογράφος το καθορίζει πάντα η ιδιοκτησία; Ίσως όχι κραυγαλέα, αλλά με διακριτικό τρόπο η "γραμμή" ουδέποτε γίνεται αντιληπτή ως τέτοια, αλλά υπονοείται”. Δε θεωρώ κανόνα το παραπόφθεγμα του Τζων Σουίντον, διαπρεπούς δημοσιογράφου των Νιου Γιορκ Τάιμς, ο οποίος, απ’ ό,τι λέγεται, σ’ ένα δείπνο, που δόθηκε προς τιμή του, είχε πει απευθυνόμενος σε συναδέλφους του: “Δεν υπάρχει ανεξάρτητος Τύπος. Το γνωρίζετε και το γνωρίζω. Ούτε ένας δε θα τολμούσε να εκστομίσει μια έντιμη γνώμη. Κι αν κάποιος τολμούσε ή ήταν τόσο τρελός ώστε να γράψει την τίμια γνώμη του, θα βρισκόταν πολύ σύντομα στο δρόμο. Είμαστε υποτελείς. Διανοούμενες πόρνες.” Εγώ ζω μια ζωή πάντα με την ελπίδα της διάψευσης ενός κανόνα και πιστεύω πάρα πολύ στις εξαιρέσεις. Ο κάθε δημοσιογράφος είναι μία αυτόνομη προσωπικότητα και πράττει πάντα ανάλογα με την ιδεολογία του, τον προσωπικό του πολιτισμό και την προσωπική του νομοθεσία».
- Η δημοσιογραφία στην Ελλάδα είναι σιαμαία με την πολιτική. Εμπιστεύεστε -μερικά- κάποιες απ τις εκφράσεις τους ή αποτιμώντας τες είστε απογοητευμένος;
«Υπάρχει ένας στίχος του Τζων Μίλτον, ο οποίος αναφέρεται και στο έργο που παίζω, που λέει: «Αυτοί που έβγαλαν τα μάτια του κόσμου, τώρα τον κατηγορούν για την τύφλωσή του». Η πιο ενοχλητική στάση των ΜΜΕ είναι ο ποντιοπιλατισμός τους και η μη ανάληψη της παραμικρής ευθύνης, που ούτως ή άλλως μέρος της έχουν, όσον αφορά την απαξίωση της της ίδιας της πολιτικής. Χρόνια τώρα απαξιώνουν με κάθε τρόπο τους πολιτικούς, κάποιοι εκ των οποίων βέβαια ούτε γι’ αστείο δεν είναι αθώοι, παραβλέποντας, πως η άνευ προσοχής απαξίωση των πολιτικών οδηγεί στην απαξίωση την ίδια την έννοια της πολιτικής. Στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία οι πολιτικοί εφαρμόζουν την πολιτική. Απ’ τη στιγμή που ορθώς καταγγέλεις τους φαύλους πολιτικούς έχεις υποχρέωση την ίδια στιγμή να εξυμνείς και το αντίθετο με παραδείγματα και όχι ν’ αφήνεις ένα γενικό καπνό να μαυρίζει το τοπίο. Όταν δεν το κάνεις λοιπόν αυτό είσαι κι εσύ μέρος ή έχεις κι εσύ την ευθύνη ενός όχι και τόσο αθώου σχεδίου: της απαξίωσης της πολιτικής».
- Έχετε εσείς ενοχληθεί από δημοσιογράφους τόσο για την πληροφορία και το χειρισμό που της κάνουν γενικά, όσο και ειδικά για την αντιμετώπιση τους σε σας;
«Το θέμα είναι το πώς αντιμετωπίζεις αυτούς, που δεν τηρούν κάποιες απ’ τις αρχές της δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Αν τους αντιμετωπίσεις φοβικά, χάθηκες. Έγινες δουλοπάροικος. Εγώ ευτυχώς, λόγω της συμπάθειας μου με κάθε τι που γεννά μία σύγκρουση, βοηθήθηκα κι από τους ίδιους. Σχεδόν σαν να αναγκάζονται ακόμη κι αν θέλουν να κλωτσήσουν κρυφά, όπως έχουν συνηθίσει, κάτω απ’ το τραπέζι, εμένα με χτυπούν από πάνω και φανερά. Είναι γνωστές σε πολλούς οι συγκρούσεις μου μαζί τους και πάντα είναι δημοσιοποιημένες. Είναι ωραίο πράγμα να ξέρεις τους εχθρούς σου κι αυτοί να ξέρουν πως είσαι δικός τους εχθρός. Δεν μπορείς να είσαι φίλος με όλους. Και ειδικά στην εποχή που ζούμε, πρέπει να ξέρεις «με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις», κι απ’τη στιγμή που είσαι δημόσιο πρόσωπο, όλα αυτά πρέπει να γίνεται δημόσια. Όχι, δεν έχω παράπονο ούτε καν απ’ αυτούς που με αντιπαθούν σφόδρα. Ακόμα και το μίσος τους είναι ξεκάθαρο. Ελάχιστες ήταν οι φορές – δεν μπορείς να τις αποφύγεις – που το χτύπημα ήταν ύπουλο ή πρόστυχο.
Όσον αφορά τώρα την γνωστή σε κάποιους κίτρινη δημοσιογραφία με θέμα την προσωπική μου ζωή, πρέπει να σας πω, πως αδιαφορώ εντελώς. Είναι τόσο μακριά από την πραγματικότητά μου, που όταν τα διαβάζω καμία φορά, νομίζω πως μιλούν για άλλον. Δεκάδες ψευδή γεγονότα με πρωταγωνιστή εμένα έχω διαβάσει. Να, τώρα τελευταία διάβαζα, πως «είμαι στα μαχαίρια» με τη συνάδελφο, που παίζω μαζί της. Εντελώς ανυπόστατο. Καταλαβαίνω όμως. Πολλά τα περιοδικά, πολλές οι σελίδες, πολλά και τα site. Αλλά και όσα έχουν κάποια δόση αλήθειας είναι τόσο υπερβολικά γραμμένα, που γελάω. Ίσως γι’ αυτό και να μη μ’ ενοχλεί. Ουδέποτε έχω μιλήσει για την προσωπική μου ζωή, αλλά και ουδέποτε σκέφτηκα να κρυφτώ από κάποιους. Δε ζω παράνομα. Άρα δεν υπάρχει καμία αιτία να κρύβομαι. Αλλά ποτέ – μα ποτέ! – δεν έχω «πουλήσει» την προσωπική μου ζωή, ό,τι κι αν λένε, ό,τι κι αν υπαινίσσονται αυτοί, που τα διαβάζουν. Οι δημοσιογράφοι που τα γράφουν το ξέρουν πολύ καλά.
Το μόνο βέβαια – κι αυτό είναι το ουσιαστικό και σοβαρό - που μ’ ενοχλεί σ’ αυτή τη διαμεσολαβητική σχέση Τέχνης και Δημοσιογραφίας, αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι, είναι πως την τελευταία δεκαετία ο διαμεσολαβητικός ρόλος του Τύπου είναι πιο σημαντικός από το ίδιο το καλλιτεχνικό έργο! Αυτό μ’ ενοχλεί πολύ. Γιατί έτσι κινδυνεύει η πραγματική του αξία. Κατά τ’ άλλα μια χαρά είναι η σχέση μου με τους δημοσιογράφους. Ξέρω σε ποιους αρέσω, όπως ξέρω σε ποιους δεν αρέσω. Αυτοί που με σέβονται με πλησιάζουν, αυτοί που δε με σέβονται το αποφεύγουν. Επαναλαμβάνω: είναι πολύ υγιές αυτό».
- Λένε πως στις μεγάλες κρίσεις στην ανθρωπότητα, οι τέχνες ευημερούν και πως η αρχή της κρίσης για την οικονομία σηματοδοτεί το τέλος της κρίσης για οτιδήποτε έχει ανθρωπιστικό επίκεντρο, όπως η τέχνη. Βλέπετε κάτι τέτοιο να μορφοποιείται γύρω μας;
«Όχι. Δυστυχώς όχι. Ίσως γιατί αυτό που συμβαίνει τώρα δεν είναι απλώς (όσο μπορεί να είναι απλό) μία οικονομική κρίση, αλλά μία κρίση αξιών. Χιλιοειπωμένο, αλλά αληθινό».
- Το θέατρο φέτος, οι παραστάσεις που ανεβαίνουν για αυτή τη σεζόν, πιστεύετε πως θα καταφέρουν να φέρουν κόσμο στις αίθουσες;
«Πολύ φοβάμαι, πως ακόμα κι αν δεν υπάρξουν έκτροπα, η οικονομική ανέχεια θα κρατήσει πολύ κόσμο μακριά απ’ το θέατρο».
- Αν κάποιος νέος, κάποια νέα ηθοποιός ζητούσε τη γνώμη σας για τις επιλογές της, θα την συμβουλεύατε να ζήσει και να εργαστεί στο εξωτερικό; Καταλαβαίνετε τις ανάγκες που κάνουν ένα νέο άνθρωπο να επιδιώξει μια άλλη ζωή εκτός πατρίδας;
«Κατ’ αρχάς δεν πιστεύω στις συμβουλές. Κι όποιος τις ζητά, τις περισσότερες φορές έχει ήδη αποφασίσει και θέλει μία απλή επιβεβαίωση. Αντί να συμβουλεύεις λοιπόν τους νεώτερους καλύτερα να έχουν συνέπεια αυτά που κάνεις μ’ αυτά που λες. Ας μην ξεχνάμε οι νεώτεροι, είτε είναι παιδιά σου, είτε είναι μαθητές σου, στην ουσία δεν ακολουθούν, ούτε μιμούνται αυτό που τους λες, αλλά αυτό που τους κρύβεις. Όσον αφορά τώρα τη μεταναστευτική τάση που υπάρχει και που στο μέλλον πολύ φοβάμαι, πως θα αυξηθεί, είναι ένα θέμα τρομακτικά σκληρό, το οποίο θα έπρεπε, τη δική μας γενιά να την κάνει να ντρέπεται. Είναι απαγορευτικό να μην έχεις δημιουργήσει σ' αυτές τις ηλικίες που είμαστε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να μπορέσει να εκφραστεί η γενιά που έρχεται».
- Εσείς; Σκεφτήκατε ποτέ να ζήσετε και να δουλέψετε στο εξωτερικό;
«Ποτέ. Σαν ηθοποιός δεν μπορώ. Πιστεύω πως ο ηθοποιός μπορεί να παίξει όχι απλώς στη γλώσσα που μιλάει, αλλά στη γλώσσα που ονειρεύεται. Κι εμένα τα όνειρά μου μιλούν ελληνικά».
- Ο «Γιώργος Κιμουλής είναι ο καλύτερος ηθοποιός της γενιάς του», «Ο Γιώργος Κιμούλης είναι απαιτητικός συνεργάτης», «Ο Γιώργος Κιμούλης είναι δύσκολος», «ο Γιώργος Κιμούλης είναι «ιερό τέρας» του σύγχρονου θεάτρου». Κλισέ, μερικές αλήθειες, ή εξοργιστικές φήμες;
«Έχω ακούσει κι έχω διαβάσει και τα ακριβώς αντίθετα. Αρνητικά έως και υβριστικά αλλά και αδιάφορα σχόλια. Αλίμονο αν προσπαθούμε να γίνουμε όπως θα μας ήθελαν οι άλλοι. Μιλήσαμε πριν για ανομοίωση. Ποτέ δεν πίστεψα στην αυτογνωσία της ταυτότητάς μας. Είμαστε το άθροισμα όλων των βλεμμάτων που έχουν ακουμπήσει απάνω μας. Αλλά το άθροισμα, όχι ένα ένα χωριστά. Κι αυτό το άθροισμα εμφανίζεται ολόκληρο με το θάνατό μας κι έτσι δεν το μαθαίνουμε ποτέ».
- Έχετε κάνει παραχωρήσεις στις επιλογές σας στο όνομα της επιβίωσης; Τους αντισταθήκατε;
«Δεν χρειάστηκε ούτε ν’ αντισταθώ, ούτε να κάνω παραχωρήσεις. Ήμουν τυχερός πολύ. Με το που βγήκα απ’ τη δραματική σχολή άρχισα να εργάζομαι με θιάσους και με ηθοποιούς, που μόνο το γεγονός της πρόσκλησής τους ήταν τιμητικό για μένα. Στη συνέχεια, όταν έκανα δικό μου θίασο, επέλεγα εγώ τα έργα που θα έπαιζα. Με μία απλή ματιά σ’ αυτά που έχω κάνει μπορεί να καταλάβει κάποιος αν χρειάστηκε ή όχι να κάνω οποιαδήποτε παραχώρηση. Αλλά και για τις συμμετοχές μου στον κινηματογράφο και την τηλεόραση δεν έκανα κάτι που θα το χαρακτήριζα παραχώρηση. Παρόλο που στην τηλεόραση υπήρξαν περιπτώσεις, δύο φορές αν δεν κάνω λάθος, που δεν έπρεπε να συμμετέχω. Όμως ακόμη και γι’ αυτές δε θα ήμουν ειλικρινής αν έλεγα, πως το έκανα γιατί δεν αντιστάθηκα. Ήθελα να το κάνω και δυστυχώς το αποτέλεσμα δεν ήταν αυτό που ήθελα».
- Θα μπορούσατε, αν είχατε λύσει θέματα επιβίωσης να ζήσετε χωρίς να κάνατε θέατρο;
«Για να ξεκαθαρίζουμε κάποια πράγματα, μιας και πιστεύω πως θα ζω ακόμα την ημέρα που θα διαχωριστεί η ήρα από το στάρι. Έρχεται όπου να ‘ναι αυτή η μέρα. Πρώτ’ απ’ όλα, παρόλο που θεωρώ κακόγουστη αυτή τη μοδάτη λόγω της κρίσης αυτοδιαφημιζόμενη τάση της εικόνας του πτωχού καλλιτέχνη και της αναίτιας μέχρι χυδαιότητας κατηγόριας χωρίς ουσιαστικά και πραγματικά αποδεικτικά στοιχεία, όσων καλλιτεχνών έχουν κατορθώσει να βγάλουν κάποια χρήματα από τη δουλειά τους, αναγκάζομαι να δηλώσω, μιας κι έχω κουραστεί ν’ ακούω όσα λέγονται και να διαβάζω όσα γράφονται (η σιωπή για κάποια θέματα μερικές φορές δεν είναι πάντα και η καλύτερη στάση), το θέμα της επιβίωσης μου δεν το έχω λύσει κι απ’ ό,τι βλέπω ούτε και πρόκειται. Οι δικοί μου άνθρωποι ξέρουν την αλήθεια. Σε ενοικιασμένο διαμέρισμα μένω και τα μόνα περιουσιακά μου στοιχεία είναι ένα οικόπεδο ούτε ενός στρέμματος, το οποίο μάλιστα είναι προσημειωμένο για ένα τραπεζικό δάνειο, ένα αυτοκίνητο και μία μοτοσυκλέτα. Όσα χρήματα έχω βγάλει, τα έχω επιστρέψει όλα στο θέατρο, παράγοντας έργα ιδίοις εξόδοις. Τα χρήματα αυτά τα έχω βγάλει αποκλειστικά και μόνον απ’ τη δουλειά μου, δεν έχω πάρει ποτέ ούτε μία δραχμή, ούτε ένα ευρώ από το κράτος, δεν υπήρξα ποτέ επιχορηγούμενος κάποιας κυβέρνησης καθαρά για λόγους ιδεολογικούς, χωρίς αυτό να σημαίνει πως κατηγορώ, όσους ήταν, καθώς επίσης δεν υπήρξα ποτέ διαπλεκόμενος σε πολιτικά, κοινωνικά ή κοσμικά παιχνίδια. Όποιος ξέρει κάτι αντίθετο, ας μιλήσει, αλλιώς να σωπάσει για πάντα. Οι ανάγκες μου είναι πολύ συγκεκριμένες και ελεγχόμενες, δε με τραβούν απ’ το μανίκι. Άρα το θέμα επιβίωσης δεν το εμπλέκω με την τέχνη μου. Κάνω θέατρο γιατί δεν μπορώ να μην κάνω».
- Τηλεόραση παρακολουθείτε; Σας αρέσει κάτι;
Το «παρακολουθώ» είναι βαρύ ρήμα, μπορώ να πω: βλέπω, όταν έχω χρόνο.
- Αυτή είναι μια τόσο κοινωνική, επικοινωνιακή, φωτεινή τέχνη που κάνετε. Έχουν και οι καλοί ηθοποιοί τέτοια χαρακτηριστικά η παλεύουν με ιδιωτικές σκοτεινιές;
«Το έχω πει πολλές φορές. Η τέχνη του θεάτρου αναγκάζει τον καλλιτέχνη να έχει το ένα πόδι του στο μοναχικό βίο, κατ’ επέκταση να παλεύει με τα σκοτάδια του και το άλλο στο αγοραίο στοιχείο της αγοράς, τυφλωμένος από την επικοινωνιακή φωτοχυσία. Αυτό το σπαγγάτο είναι επώδυνο, την ίδια στιγμή που διακυβεύεις καθημερινά να οδηγηθείς χωρίς καλά καλά να το καταλάβεις στην αλλοτρίωση. Πάντως έχει τη γοητεία της αυτή η σχοινοβασία».
- Θέλετε να μου πείτε μια φράση απ το έργο που σας εκφράζει με την αλήθεια της ιδιαίτερα;
Είναι η φράση που λέει ο δημοσιογράφος, πρώην πολεμικός ανταποκριτής και πολιτικός συντάκτης στη νεαρά στάρλετ της τηλεόρασης: «Εγώ είχα από κάπου να πέσω. Εσύ από πού έπεσες;»
- Στο έργο είστε ο δημοσιογράφος που παίρνετε μια συνέντευξη, ένα είδος δύσκολο, περίπλοκο και ζόρικο της δημοσίας γραφής. Εσείς βαριέστε στις συνεντεύξεις; Είναι προβλέψιμες; Ανούσιες συνήθως;
«Δεν είναι οι ερωτήσεις, που με ενοχλούν, όσο οι απαντήσεις. Όταν παρουσιάζεις μέσο όρο δύο παραστάσεις τον χρόνο και δίνεις από δέκα έως δεκαπέντε συνεντεύξεις για την κάθε παράσταση, κάποια στιγμή μπουκώνεις. Φλυαρείς λέγοντας τα ίδια και τα ίδια. Προσπαθείς να μιλήσεις βλακωδώς επί παντός του επιστητού με όσο το δυνατόν πιο απλό τρόπο καταλήγοντας στο τέλος να είσαι απλοϊκός και κοινότοπος».
- Ποια ερώτηση δε σας έκαναν ποτέ και απορείτε πως δεν την σκέφτηκαν; Και αν μου τη πείτε θα μου κάνετε την χάρη να απαντήσετε κιόλας;
«Δεν μπορώ να διατυπώνω εγώ τις ερωτήσεις που οφείλει να κάνει κάποιος. Ίσως κάποιες φορές το μόνο, που μπορώ να κάνω, είναι να δραπετεύω με τις απαντήσεις μου απ’ την αυστηρή οριοθέτηση που κάνει μία ερώτηση. Είναι ο δικός μου τρόπος αντίστασης σ’ αυτό το – θα τολμήσω να το χαρακτηρίσω έτσι κι ας ακουστεί υπερβολικό - φασιστικό χαρακτηριστικό, που έχει μια ερώτηση σε μία συνέντευξη. Μία ερώτηση πάντα οριοθετεί και καθοδηγεί την απάντηση, γιατί πάντα αποκλείει, όλα όσα δεν ρωτά. Στη ζωή αθωώνεται γιατί τις περισσότερες φορές γεννιέται από μία πραγματική ανάγκη και απορία του ερωτώντος. Στην συνέντευξη όμως η ερώτηση είναι απαλλαγμένη από τέτοιες ανάγκες/απορίες και κουβαλά απλώς και μόνο μία οριοθετημένη καθοδήγηση. Ε, εγώ κάποιες φορές γλιστράω».
Έχει κάθε λόγο ο Δημήτρης Κοντομηνάς να ενθαρρύνει τον Λάκη Λαζόπουλο για να βγει μπροστά και να κάνει κόμμα μετά το ... ρεσάλτο του Πέπε Γκρίλο προς την εξουσία στις εκλογές της γείτονος.
Σύμφωνα με μετρήσεις μεγάλης εταιρείας σφυγμομετρήσεων τρία πρόσωπα από τον λεγόμενο καλλιτεχνικό χώρο θα μπορούσαν να κάνουν την έκπληξη εάν ακολουθούσαν τον δρόμο του Γκρίλο: Ο Λάκης Λαζόπουλος, ο Γιώργος Κιμούλης και ο Αντώνης Κανάκης.
Από τους τρεις σαφώς πιο πολιτικοποιημένος είναι ο Γιώργος Κιμούλης η πρόσφατη συνέντευξη του οποίου στην Αλεξάνδρα Τσόλκα είχε προκαλέσει αίσθηση.
Η αφορμή είναι το βαθύτατα πολιτικό έργο «Συνέντευξη» που παίζεται, ήδη, στο θέατρο «Αθηνών». Αποτέλεσμα; Μια συνέντευξη, επίσης! Οχι θεατρική, παραδοσιακή αλλά ούτε και προβλέψιμη ή συμβατική! Μια συνέντευξη, αλλιώτικη απ όλες τις άλλες. Χωρίς περιορισμό λέξεων! Άνευ προσπάθειας να βγεί «είδηση» που να γαργαλάει τις κουτσομπολίστικες ή ηδονοβλεπτικές μας διαθέσεις για τις ζωές των άλλων και επί του προκειμένου του Γιώργου Κιμούλη. Απόψεις απ' αυτές που συνήθως «κόβονται» ή περιορίζονται γιατί δεν «πουλάνε». Αλήθεια; Με διαφορετική άποψη μπαίνω σε μια συνάντηση απ αυτές που δικαιώνουν την επιλογή να γίνεις δημοσιογράφος γιατί -ανάμεσα σ άλλα- θα γνώριζες τους σπουδαιότερους της γενιάς σου. Ε, λοιπόν; Εγώ μόλις συνάντησα έναν...
Από την Αλεξάνδρα Τσόλκα
- Τι σας έκανε να διαλέξετε αυτό το έργο;
«Υπάρχει ένας στίχος του Ελύτη, που μ’ έχει στοιχειώσει χρόνια: "την αλήθεια τη φτιάχνει κανείς ακριβώς όπως φτιάχνει και το ψέμα". Σήμερα, στην εποχή της αμηχανίας και της ατονίας, στην εποχή της υπερπληροφόρησης και του υπερκαταναλωτισμού, στην εποχή της ταχύτατης μετακίνησης κάθε κεντρικού σημείου, γεγονός που δημιουργεί μια συνεχή αστάθεια κι αβεβαιότητα στον σύγχρονο άνθρωπο, είναι πολύ δύσκολο να καταλάβεις τη διαφορά μεταξύ ψεύδους και αλήθειας. Η εικόνα έχει καλύψει τα πάντα και είναι σχεδόν αδύνατον να δούμε τι Είναι πίσω απ’ αυτό, που Φαίνεται. Θέλησα λοιπόν να μιλήσω μέσω αυτού του έργου για τον χώρο, που ουσιαστικά, λόγω της εξουσιαστικής δύναμης που έχει, κατασκευάζει όχι μόνον τις γνώμες των ανθρώπων, αλλά πάνω απ’ όλα δύναται να μεταμορφώσει την αλήθεια σε ψέμα και το ψέμα σε αλήθεια. Κι αυτός ο χώρος δεν είναι άλλος από τα ΜΜΕ. Η φράση του Ουμπέρτο Έκο “σήμερα μία χώρα ανήκει σ’αυτόν που ελέγχει τα μέσα ενημέρωσης” δεν είναι καθόλου βαρύγδουπη ή υπερβολική».
- Οι ήρωες βρίσκονται σε αδιέξοδο.
«Το αδιέξοδο, που βρίσκονται τα πρόσωπα του έργου είναι φυσιολογικό. Είναι το αδιέξοδο, στο οποίο βρίσκονται οι περισσότεροι άνθρωποι. Και τα δύο αυτά πρόσωπα ζουν διαρκώς ετεροπροσδιορισμένα από ένα σύστημα, το οποίο δεν μπορούν να ελέγξουν και το οποίο τους απαγορεύει τον αυτοπροσδιορισμό τους. Το χειρότερο όμως γι’ αυτούς είναι, πως δεν προσπαθούν να αλλάξουν αυτό το σύστημα, αντιθέτως προσπαθούν μάταια να προσαρμοστούν σ’ αυτό. Το βασικό πρόβλημα του σύγχρονου ανθρώπου είναι η αντικατάσταση της «ουτοπικής» πλέον γι΄αυτόν έννοιας αλλαγή, με την πιο «ρεαλιστική» έννοια προσαρμογή. Αδιέξοδο!»
- Πώς πιστεύετε πως δημιουργήθηκε αυτό το αδιέξοδο;
«Η παγκοσμιοποιημένη υποτιθέμενη ανοιχτότητα συνέθλιψε τον σύγχρονο άνθρωπο. Αντί να τον «ανοίξει» σε όλους τους ορίζοντες, τον «έκλεισε» ακόμη πιο πολύ. Ανήμπορος να μετρήσει τον εαυτό του, γιατί δεν υπάρχει σύγκριση με κάποια σταθερή ποσότητα και εντελώς αποπροσανατολισμένο, γιατί τα σημεία συνεχώς μετατοπίζονται, επέστρεψε στην ανασφάλεια της παιδικής ηλικίας. Όλα γύρω του είναι τεράστια κι επιθετικά και δεν έχει καμία ελπίδα να τα φτάσει. Νιώθει συνεχώς πως κάτι τον παρακολουθεί, ενώ αυτός δεν μπορεί να το δει κι έτσι αναπτύσσεται εντός του έναν σχεδόν καφκικό ενοχικό σύνδρομο, που του γεννά ένα μόνιμο απροσδιόριστο φόβο, ο οποίος τον παραλύει και τον οδηγεί στην ατονία. Παράλληλα η ματαιότητα μίας εναγώνιας προσπάθειας αφομοίωσης του μέσα σ’ ένα σύστημα, που τρέμει μήπως δεν τον κάνει δεκτό, του δημιουργεί την ίδια στιγμή κλασσικά συμπτώματα αγοραφοβίας, μιας και ο άνθρωπος εκ φύσεως έχει ως βασικό στοιχείο ύπαρξής του την ανομοίωση. Κλειδώνεται εξόριστος απ’ τον έξω κόσμο πια στην οικιακή τεχνολογία της προσομοίωσης ενός monitor. Δημιουργεί τον δικό του φαντασιωσικό κόσμο και ζει τη δική του εικονική πραγματικότητα.
Η οποιαδήποτε σκέψη κάποιας κίνησης «προς τα έξω» είναι αποκλεισμένη. Το εντατικοποιημένο αίσθημα της αυτοαπαξίωσης του, τον έχει πείσει, πως η οποιαδήποτε προσπάθεια διαφυγής θα είναι αυτοκαταστροφική. Κάθε έξοδος είναι καταδικασμένη να γίνει έξοδος του προσωπικού του Μεσολογγίου. Αυτός είναι ο κόσμος στον οποίον ζούμε! Γεμάτος από κλειδαμπαρωμένες ψυχές, σαν κλειστές αφιλόξενες κάμαρες, που φαντασιώνονται, πως εκπληρώνουν κάποιες προσωπικές καταπιεσμένες επιθυμίες, τις οποίες στην πραγματικότητα δεν ξέρουν, αν πρέπει να τις θεωρούν εντελώς δικές τους ή αν έχουν αναγκαστεί από κάποιους άλλους να τις έχουν».
- Υπάρχει ελπίδα όμως στο έργο;
«Ο σκοπός ενός καλλιτεχνικού έργου δεν είναι να δίνει ελπίδα, αλλά να υπενθυμίζει αυτά που οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει. Δεν είναι ελεήμων ή παρηγορητικός ο λόγος της τέχνης. Υπομνηστικός είναι. Η διατήρηση της ελπίδας είναι υποχρέωση του καθενός χωριστά, απ’ τη στιγμή, που αντέχει να θυμάται. Υπάρχει μία στιγμή ξαφνικής συνειδητοποίησης του προσώπου, που παρουσιάζω πάνω στη σκηνή, που λέει: [...] διαχωρίσαμε τις επιθυμίες μας από τις ιδέες μας. Μας έπεισαν, πως οι επιθυμίες, που πρέπει να έχουμε, δεν υπάρχει περίπτωση να εκπληρωθούν, αν δεν βγάλουμε άχρηστες τις ιδέες μας. Κι έτσι απομακρυνθήκαμε απ’ ό,τι πιστεύαμε»!
- Ποιο είναι το πολιτικό στίγμα του έργου;
«Η σύγκρουση των επιθυμιών του ατόμου με το κοινό συμφέρον και κατά πόσον αυτά τα δύο λειτουργούν αντιθετικά. Ο άνθρωπος είναι μία επιθυμητική μηχανή. Θέλει! Απ’ τη στιγμή όμως, που έγινε μέρος ενός Όλου, μιας Πόλης – απ’ τη στιγμή, που απέκτησε Πολιτισμό, οφείλει αυτές τις επιθυμίες να τις ελέγχει, όσο βεβαίως του επιτρέπει το συνειδητό του. Και το εργαλείο, που έχει, για να κάνει κάτι τέτοιο είναι η ιδεολογία του. Σύμφωνοι, μπορεί το lifestyle και το mainstream, παρέα με τον δήθεν ρεαλιστικό ορθολογισμό της political correctness να έχει αφήσει εντελώς ανοιχτό το δρόμο σε μία ακραία σχετικοποίηση των πάντων, μπορεί η κυρίαρχη τάση που βλέπει τον φιλελευθερισμό ως μονόδρομο, να έχει τοποθετήσει στην κορυφή του σύμπαντος έναν κυνικό απελεύθερο ατομικισμό, ο οποίος έχει δημιουργήσει κλίμα κοινωνικής απάθειας, ιδιώτευσης και κομφορμισμού, μπορεί ο νεοφιλελευθερισμός ως ηγεμονική ιδεολογία πλέον να απελευθέρωσε εντελώς την αγορά από κάθε κρατική παρέμβαση και να οδήγησε τους πολίτες και το κράτος σε μία σχέση ανεμπιστοσύνης, μπορεί η τρομακτική ταχύτητα της προηγμένης τεχνολογίας και η υπερπροσφορά προϊόντων, η οποία μαζί με το εικονικό χρήμα του χρηματοπιστωτικού συστήματος να έσπρωξε τον άνθρωπο σ’ ένα ανελέητο κυνηγητό ενός «καρότου» τύπου «γουστάρω ελεύθερη και πλούσια ζωή», μπορεί η αμηχανία και η σύγχυση της αριστεράς μετά την πτώση του τοίχους να έχει δημιουργήσει μία δυσάρεστη αίσθηση κενού και απραξίας, μη μπορώντας να δώσει κάποια ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, αλλά δεν μπορεί να έχουμε επιστρέψει σε μία περίοδο τέτοιας ανθρώπινης ανωριμότητας του ανθρώπου, σε μία περίοδο πριν τον Διαφωτισμό!
Ζούμε καταστάσεις αδιανόητες σ’ αυτήν η χώρα! Έχουμε επιστρέψει πριν τη γαλλική επανάσταση. Δεν είναι δυνατόν να αναρωτιόμαστε στον 21ο αιώνα για το αν ο άνθρωπος έχει δικαίωμα να δημοσιεύει τις σκέψεις και τα φρονήματα του; Για το αν οι πολίτες μπορούν να συνέρχονται ειρηνικά και να ασκούν ελευθέρα όποιο θρήσκευμα πιστεύουν; Μπορώ να υπενθυμίζω διαρκώς στον εαυτό μου, πως η καθόλου αθώα αυτονόμηση του "πολιτικού" απ’ το "κοινωνικό" συνετέλεσε σ’ αυτή τη διάλυση που ζούμε, αλλά δε χρειάζεται να υπενθυμίζω στον εαυτό μου, πως οι έννοιες «άτομο» και «κράτος», είναι αφηρημένες και αποκτούν νόημα μόνον σε συνάρτηση η μία με την άλλη! Είναι αλήθεια, πως δεν έχουμε ακόμη ασχοληθεί όσο θα έπρεπε με το παιχνίδι της επιθυμίας και του συμφέροντος. Δύο έννοιες που πολλές φορές φαίνεται πως συγκρούονται. Διότι επιθυμούμε μ’ έναν τρόπο πιο βαθύ και πιο διάχυτο από το συμφέρον μας. Πάρα πολλές φορές οι επιθυμίες μας είναι αντίθετες απ’ το συμφέρον μας, γι’ αυτό και στρεφόμαστε εναντίον του ίδιου μας του εαυτού. Ίσως λοιπόν να μην έχουμε ακόμη προσπαθήσει να αντιταχθούμε σ’ αυτό το υποτιθέμενο ανίκητο σύστημα, που μας ζητάει να ξεχνάμε πως το βασικό υπαρξιακό μας στοιχείο είναι η διατήρηση της ανομοιότητας μας, την ίδια στιγμή που αντί να μας προσφέρει ένα είδος κοινωνικής εξομοίωσης των δικαιωμάτων μας, απαιτεί από εμάς την πλήρη αφομοίωσή μας σ’ αυτό. Το μελλοντικό λοιπόν αίτημα του ανθρώπου είναι να είναι ατομικά κοινωνικός, την ίδια στιγμή, που πολιτικά θα διατηρεί αλληλένδετη την αυθορμησία με την πειθαρχία. Δύσκολο έργο μέσα σ’ αυτή τη σύγχυση, που ζούμε, αλλά αν δεν αντιδράσουμε θα οδηγηθούμε στην πλήρη ανυπαρξία. Πιστεύω πως απ’ τη στιγμή που η κοινωνική πραγματικότητα δε σέβεται αυτή τη «διαφορά» μεταξύ «ατόμου» και «κοινωνίας» θεωρώντας την αντιφατική, ο πολίτης οφείλει να προσπαθεί συνεχώς να αλλάξει αυτήν την πραγματικότητα. Να την αλλάξει με κάθε τρόπο! Στο κάτω κάτω της γραφής η ρήξη είναι καλύτερη από τη σύγχυση και η καταστροφή από την ανυπαρξία».
- Ποια θα είναι κατά τη γνώμη σας η μελλοντική μας κατάσταση;
«Κατ’ αρχάς είχε δίκιο ο Αξελός, πού έλεγε, πως ο άνθρωπος έχει μεταμορφωθεί από «ζώον λόγον έχον» σε οικονομικό κτήνος και γι’ αυτήν την οικονομική του αποκτήνωση ευθύνεται και η Δεξιά και η Αριστερά. Είναι αδύνατον να γυρίσουμε πίσω, πρέπει όμως να προχωρήσουμε διαφορετικά μπροστά. Χρειάζεται λοιπόν, κατά τη γνώμη μου τώρα, όσο ποτέ άλλοτε, μία γόνιμη αναγέννηση της μαρξικής σκέψης. Δεν ανήκω σ’ αυτούς που πιστεύουν πως ο ύστερος καπιταλισμός πνέει τα λοίσθια. Θεωρώ πως αυτή τη στιγμή περνά μία ακόμη μεγάλη κρίση και πως αυτό που έχει αγγίξει τα όρια του είναι η νεοφιλελεύθερη χρηματοπιστωτική μορφή του. Το “σουμπετεριανό παράδοξο” και η περίφημη “δημιουργική καταστροφή” , που υποστηρίζει πως ο καπιταλισμός θα καταρρεύσει όχι λόγω της αποτυχίας του, αλλά λόγω της επιτυχίας του, καθυστερεί ακόμη. Αν βλέπω κάτι εγώ είναι μία επιστροφή στον βδελυρό, για τους νεοφιλελεύθερους, κρατικό παρεμβατισμό. Δειλά αλλά σταθερά όλο και περισσότερες φωνές οικονομολόγων ακούγονται να διατυπώνουν αυτή τη σκέψη. Άλλωστε παρ' ότι ο νεοφιλελευθερισμός είχε ως κεντρική ιδέα μια ανεξέλεγκτη οικονομία, κατά παράδοξο τρόπο στήριζε τη δύναμή του στη δύναμη τριών θεσμών: Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμια Τράπεζα και Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Η κρίση αυτών των ημερών ανάγκασε τους νεοφιλελεύθερους ιδεολόγους να στρέψουν ξανά το πρόσωπο εκεί που είχαν γυρίσει την πλάτη: στο Κράτος, ζητώντας την παρέμβασή του, ώστε να αναπνεύσει και να αναζωογονηθεί η δύναμη των αγορών και να αναρρώσει το τραυματισμένο οικονομικά σύστημα. Και το Κράτος αμέσως την παρέσχε αφειδώς εις βάρος των πολιτών του.
Η νέα μορφή του καπιταλισμού, θα είναι ο κρατικός καπιταλισμός, όπως υποστηρίζει, ορθά κατά τη γνώμη μου, ο Hobsbawm. Ο Economist αναφέρθηκε καθαρά για τον σπουδαίο ρόλο, που θα μπορούσε να παίξει ο κρατικός καπιταλισμός στη δημιουργία υποδομών και σε μεγάλες επενδύσεις. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα σηματοδοτηθεί το τέλος της φιλελεύθερης οικονομίας και ο μύθος της αυτορυθμιζόμενης ελεύθερης αγοράς, που δε χρειάζεται καμία εξωτερική παρέμβαση. Κι εδώ το παιχνίδι επιστρέφει στο γήπεδο της Αριστεράς! Χωρίς συμπλέγματα, πως για άλλη μια φορά ετεροκαθορίζεται, η Αριστερά πρέπει να δράσει μέσα στο πλαίσιο αυτής οργανικής κρίσης του καπιταλισμού. Το έδαφος είναι για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια πολύ πρόσφορο και οι πολιτικές αποφάσεις –είτε από τους έχοντες και κατέχοντες λαμβάνονται, είτε από τους μη έχοντες και μη κατέχοντες – είναι πολύ σημαντικές. Πρέπει να κλείσουμε τ’ αυτιά μας στις υστερικές και πανικόβλητες φωνές «σώστε την αγορά, για να σωθείτε κι εσείς». Ποια αγορά; Στην αγορά που κάνει πιο πλούσιο τον πλούσιο και πιο φτωχό τον φτωχό, κονιορτοποιώντας τον και οδηγώντας τον στην πλήρη ψυχική, πνευματική και ηθική εξαθλίωση; «Κάντε ό,τι μπορείτε για να μείνουμε στην Ευρώπη και στο ευρώ». Ποια Ευρώπη; Στην Ευρώπη της ανεργίας και των τραπεζικών κυκλωμάτων; Στην Ευρώπη ύφεσης, της λιτότητας και της κερδοσκοπίας; Δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει ενωμένη Ευρώπη χωρίς «μια επανορθωτική πολιτική ως προς την εργασιακή καταστροφή που επέφερε η κρίση, για τη μεταλλαγή των παραγωγικών δραστηριοτήτων”, όπως έχει τονίσει ο Balibar. Αν διατηρηθεί αυτή η νεοφιλελεύθερη πολιτική της γερμανικής Δεξιάς, η οποία διαχειρίζεται την Ευρωζώνη σαν να πρόκειται για «υποκατάστημά» της, είναι θέμα χρόνου η διάσπασή της σε ζώνες και στη συνέχεια η διάλυσή της. Θα είναι δύο; Βορράς – Νότος; Θα είναι περισσότερες; Δεν έχει σημασία».
- Μιλάτε για την Αριστερά. Πώς θα την ορίζατε;
«Έχετε δίκιο. Πώς να ορίσει σήμερα κάποιος την Αριστερά; Το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι απεκδυθούμε το ένδυμα των ενοχών, που δημιουργεί η προσπάθεια μιας ορολογίας. Δεν πιστεύω πως χρειάζεται κάποιος που ανήκει στο χώρο της Αριστεράς να πρέπει να περιγράφει με λεπτομερή τρόπο και με άπειρες παρενθετικές φράσεις τι ΔΕΝ είναι. Αρκετά επένδυσαν οι απέναντί μας σ’ αυτήν την ενοχή. Αριστερά εννοώ το πολιτικό εκείνο υποκείμενο που συγκεντρώνει όλες τις πρακτικές αντίστασης στον καπιταλισμό, στις ανισότητες, τον αυταρχισμό, την εκμετάλλευση, τον ευτελισμό και την βαρβαρότητα, που αυτός παράγει. Ή με άλλα λόγια αριστερός σημαίνει: να ζεις με τους άλλους και να μην είσαι ευτυχισμένος, αν δεν είναι κι όλοι οι άλλοι ευτυχισμένοι. Κι αν μου πείτε «μα, αυτό το τελευταίο οφείλει να το κάνει κάθε άνθρωπος οιασδήποτε ιδεολογίας», θα σας απαντήσω: «τότε ζούμε ακόμη σε μία απάνθρωπη κοινωνία».
- Οι καλλιτέχνες, οι διανοούμενοι, οι πιο αγαπημένοι της γενιάς μας, στέκονται στο ύψος των περιστάσεων με άποψη και πρόταση απέναντι στη κρίση;
«Δεν ξέρω τι σημαίνει σήμερα διανοούμενος, πολύ γενική έννοια. Ποιος είναι και πως αναγνωρίζεται; Ο στοχαστής διανοούμενος οφείλει να κινείται στο περιθώριο, για να «θεωρεί» τα πράγματα καλύτερα. Έχω λοιπόν την εντύπωση πως οι διανοούμενοι έχασαν τη δύναμη του λόγου τους, όταν «κατηφόρησαν» από το περιθώριο στα ετερόφωτα σκοτάδια της εκκοσμικευμένης κοινωνίας. Και δεν εννοώ μόνον αυτούς, που βρήκαν στέγη, πολιτική ισχύ και υλικές ανέσεις κάτω από τις ομπρέλες της εκάστοτε κυβέρνησης, αλλά και όλους όσους κουράστηκαν από τη μοναξιά του περιθωρίου και ανακαλύπτοντας ξαφνικά τη γοητεία του εκσυγχρονισμού κατέβηκαν…προς το “κέντρο” αποκτώντας, στην καλύτερη περίπτωση, νοοτροπία νεόκοπου συστημικού και, στη χειρότερη, νοοτροπία συντηρητικού Αμερικανού ιεροκήρυκα, που με μεσσιανιστικό ύφος κινδυνολογεί σε μόνιμη βάση κηρύττοντας από τον άμβωνα του τον ορθό λόγο απευθυνόμενος στο πλήθος λες απευθύνεται σε απολωλότα πρόβατα. Ευαγγελίζονται μία μελλοντική ανάπτυξη μέσα στα πλαίσια μιας νέας Ευρώπης και προσπαθούν να πείσουν τα ποίμνια, ως άλλοι Άγιοι Απόστολοι, πως πρέπει ν’ αρχίσουν ήρεμα και χωρίς αντιδράσεις τις εβδομαδιαίες νηστείες για να καθαριστούν από τις αμαρτίες όλων αυτών των χρόνων και να οδηγηθούν στη μετάνοια. Ειδάλλως όλες οι πληγές του Φαραώ θα πέσουν στο κεφάλι μας με πρώτη την απομάκρυνσή μας απ’ την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεύτερη την αλλαγή του νομίσματος, τρίτη τη χρεωκοπία, τέταρτη τον Τσίπρα κ.ο.κ. Ενώ κάποιοι άλλοι διακηρύττουν τα θετικά της κρίσης, όπως την ξαφνική εμφάνιση της αλληλεγγύης, της συντροφικότητας, της αυταπάρνησης και τόσο άλλων χαμένων θετικών αξιών, λες και δεν μπορούν να καταλάβουν (ή μήπως μπορούν;), πως όλη αυτή η κατάσταση η επονομαζόμενη κρίση, μόνον ως μεγεθυντικός φακός μπορεί να λειτουργήσει. Μεγεθύνοντας και τα θετικά, αλλά και τα αρνητικά. Όποιος ήταν αλληλέγγυος και συντροφικός μπορεί να μεγεθύνει τα χαρακτηριστικά του αυτά, αλλά όποιος ήταν παρτάκιας, εκδικητικός, σκληρός και επιθετικός, θα γίνει δύο φορές τέτοιος. Ανέκαθεν η πολιτικοποίηση ενός διανοούμενου προέκυπτε με βάση δύο στοιχεία: “πρώτον, τη θέση που είχε ως διανοούμενος στην αστική κοινωνία, ως άτομο που βιώνει την εκμετάλλευση, τη φτώχεια, την απόρριψη και που πολλές φορές μπορεί να κατηγορηθεί και για ανατρεπτική δραστηριότητα και δεύτερον, τον ίδιο του το λόγο στο βαθμό που αποκάλυπτε ένα είδος αλήθειας και έφερνε στο φως μέχρι πρότινος αδιόρατες πολιτικές σχέσεις.” Όταν όμως οι μάζες βλέπουν αυτούς που θα έπρεπε να είναι “λίγο πιο μπροστά ή παραδίπλα” απ’ το Σύστημα, να μετακομίζουν στο κέντρο αυτού και να γίνονται μέρος του, θεωρούν αμέσως πως δεν τους έχουν ανάγκη. Δυστυχώς σ’ αυτή τη χώρα το πιο προικισμένο και ριζοσπαστικό κομμάτι της διανόησης παρέμεινε στο περιθώριο σχεδόν σιωπηλό. Είμαι ο τελευταίος που θα κρίνει αυτήν τους τη στάση. Ίσως εκείνοι ξέρουν καλύτερα γιατί σιωπούν.
Όσον αφορά τώρα τους καλλιτέχνες - άλλη γενική έννοια! Ποιοι είναι καλλιτέχνες και ποιοι μιμούνται πως είναι; Όποια απάντηση όμως κι αν δώσει κάποιος, δεν είμαι και τόσο σίγουρος πως μας παίρνουν όλους (και τους πραγματικούς και τους μιμητές) και πολύ στα σοβαρά, ώστε να είναι ζητούμενο το να στεκόμαστε στο ύψος των περιστάσεων με άποψη και πρόταση απέναντι στη κρίση. Πιστεύω πως η εικόνα του Υβ Μοντάν στην κορυφή μιας πορείας έχει παρέλθει. Και φταίμε μόνον εμείς. Γιατί όποτε εκφράσαμε δημόσια κάποιον πολιτικό λόγο, το κάναμε ή για να διαφημίσουμε παράλληλα ένα καλλιτεχνικό μας έργο ή για να διαφημίσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Βεβαίως και υπήρχαν εξαιρέσεις. Δεν το αρνούμαι καθόλου. Αλλά ο κανόνας αυτός ήταν.
Ας τελειώνουμε όμως με τα διφορούμενα και τις υπεκφυγές περί διανόησης. Ο διανοούμενος είναι κάποιος, που «φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν». Ένας διανοούμενος ή είναι στρατευμένος πολιτικά ή δεν είναι διανοούμενος. Διανοούμενος (φιλόσοφος, επιστήμονας, καλλιτέχνης κ.ο.κ.) είναι ένας προνομιούχος, ο οποίος κερδίζει τα προς το ζην του με τη σκέψη του και τη δημιουργία του και κατ’ επέκταση οφείλει να ανταποδίδει ένα μέρος του προνομίου αυτού, προκειμένου η πολιτική να είναι αληθινά ανοιχτή στη δύναμη του καθένα, σύμφωνα με τις αρχές της δικαιοσύνης και της ελευθερίας, της ισότητας και της αξιοπρέπειας. Αν, λοιπόν δεν σταματήσουμε, έστω και τώρα - έστω και αργά, αυτό το κύλισμα και το περπάτημα στα τέσσερα μες στον κομφορμισμό, αυτόν τον στρουθοκαμηλισμό μας στην ατιμωρησία, την παρανομία και την εθελούσια δουλεία στην πολιτική, και δεν αρχίσουμε να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους ακόμη κι αν χαρακτηριστούμε γραφικοί, λαϊκιστές ή εκτός μόδας, ακόμη κι αν διακινδυνεύσουμε κάποια προνόμιά μας, δεν είμαστε άξιοι να αυτοχαρακτηριζόμαστε διανοούμενοι, Αντιθέτως είμαστε άξιοι της περιφρόνησης των πάντων».
- Θα διαδηλώνατε κ. Κιμούλη; Θα ενωνόσασταν με τους διαδηλωτές; Γιατί πράγμα θα μπορούσατε να βγείτε στους δρόμους;
«Προς το παρόν όχι, δε θα έβγαινα. Αργότερα δεν ξέρω. Το οφείλω. Ανάλογα με τις εξελίξεις. Προς το παρόν όμως όχι. Θεωρώ πως η ύπαρξη ενός pudendum, μιας ελάχιστης ντροπής για τη μέχρι τώρα σιωπή και αποστασιοποίηση της γενιάς μου (δε χρειάζεται να επαναλαμβάνω διαρκώς πως πάντα υπάρχουν και οι εξαιρέσεις) δε μου επιτρέπει τη συμμετοχή, όσο κι αν θέλω. Δεν μπορούν όλοι ανεξαιρέτως – κι ούτε έχουν το δικαίωμα - να συμπεριφέρονται σαν να έχουν ξαφνικά και εκπρόθεσμα κυριευτεί απ’ την οργή των γεγονότων. Ποτέ δε μου άρεσαν οι όψιμοι επαναστάτες. Δεν είναι ένα είδος αυτοτιμωρίας μου, αυτό που λέω, είναι απλώς ελάχιστη αξιοπρέπεια. Απ’ την άλλη ουδέποτε ήθελα να παίξω το ρόλο εκείνου, που προτείνει λύσεις, καθοδηγεί, δημαγωγεί ή καταστρέφει προδηλότητες. Σήμερα μια τέτοια στάση “συμβάλλει στη λειτουργία μιας καθορισμένης κατάστασης εξουσίας”. Αυτό δε σημαίνει, πως δε μπορώ να διατυπώνω που και που κάποιες απόψεις μου και θέσεις ή ότι δεν ξέρω που ανήκω πολιτικά ή που θα σταθώ, όταν χρειαστεί».
- Γίνεστε το κύριο πρόσωπο του έργου, που είναι δημοσιογράφος. Εκτιμάτε τους δημοσιογράφους γενικά;
«Δεν μπορεί κάποιος να έχει μία γενική στάση απέναντι σε όλους τους δημοσιογράφους. Κανείς δεν είναι ίδιος με τον άλλον. Όμοιοι πολλοί, ίδιος κανείς. Κι αυτό δεν το λέω για να αθωώσω κάποιους, αλλά γιατί είναι αλήθεια. Το δικαίωμα του ανθρώπου και του πολίτη να πληροφορεί και να πληροφορείται ελεύθερα είναι αναφαίρετο. Δε χρειάζεται παρά μόνο μία απλή ανάγνωση των αρχών δεοντολογίας του δημοσιογραφικού επαγγέλματος και στη συνέχεια η καθημερινή διερώτηση του κάθε δημοσιογράφου κατά πόσον τις τηρεί. Η δημοσιογραφία γρήγορα εξελίχθηκε από την καταγραφή πραγματικών γεγονότων στην κρίση αυτών των πραγματικών γεγονότων. Τώρα αν στη συνέχεια της ιστορίας της έχουμε γίνει μάρτυρες πολλές φορές ενός τρίτου σταδίου εξέλιξης της, που είναι η κρίση ανύπαρκτων ή ψευδών γεγονότων, είναι μία κατάσταση, που πρέπει πολύ σοβαρά να την αντιμετωπίσουμε. Δεν είμαι φανατικός πολέμιος της δημοσιογραφίας, κάτι που είναι κι αυτό της μόδας: μία συλλήβδην αρνητική κριτική. Το θεωρώ ανόητο και επικίνδυνο. Βεβαίως δεν είναι εύκολο να κατηγορήσεις δημοσιογράφο φανερά. Υπάρχει ας μην ξεχνάμε ο φόβος της εξουσίας. Μιας εξουσίας που αρέσκεται στο να αυτοπροσδιορίζεται ως τέταρτη, αλλά στην ουσία πάρα πολλές φορές έχει λειτουργήσει ως πρώτη. Ας μην ξεχνάμε, πως είμαστε μία χώρα, που όχι μόνον δεν έθεσε προστατευτικούς φραγμούς, που να εμποδίζουν το ολιγοπώλιο στην πληροφόρηση, όπως ισχύει σε άλλες χώρες, αλλά το ενίσχυσε και το θεσμοθέτησε. Κι αυτό είναι που έχει προσδώσει μία επηρμένη στάση σε αρκετούς δημοσιογράφους. Ένα απ’ αυτά τα αδιανόητα φαινομενα, που βιώνουμε τον τελευταίο καιρό με διάφορες πρακτικές υποκατάστασης του κράτους από ομάδες πολιτών δεν είναι ένα φαινόμενο, που εμφανίστηκε τους τελευταίους μήνες. Θυμηθείτε πως είχε διαμορφωθεί στη συνείδηση πολλών ανθρώπων η δύναμη του δημοσιογράφου. Θυμηθείτε, αν θέλετε, απειλητικές φράσεις του τύπου: «Αν δεν το κάνεις αυτό, θα πάω στον Ευαγγελάτο ή στον Τριανταφυλλόπουλο». Εντελώς τυχαία αναφέρομαι σ’ αυτά τα ονόματα. Αυτή η λογική ήταν προϊόν δημοσιογραφικής έπαρσης αρκετά επικίνδυνης θα έλεγα. Αν αυτό δε λέγεται «υποκατάσταση του κράτους», τι λέγεται;
Στη συνέχεια ένα άλλο θέμα πολύ βασικό είναι το κατά πόσον μία υποκειμενική κρίση που διατυπώνεται σ’ έναν τόπο, όπου βρίθει αντικειμενικών γεγονότων, μπορεί να διατηρήσει την υποκειμενικότητα της. Μέσα στην ίδια σελίδα υπάρχει η αναφορά στην πτώση ενός αεροπλάνου με το φωτογραφικό ντοκουμέντο και η υποκειμενική κρίση ενός δημοσιογράφου για ένα άλλο περιστατικό. Πόσο εύκολα στην εποχή της ταχύτητας που ζούμε μπορεί να γίνει αντιληπτή απ’ τον αναγνώστη αυτή η διαφορά και πόσες φορές ένας δημοσιογράφος διερωτάται γι’ αυτό. Όσον αφορά τώρα τις περίφημες φήμες περί διαπλοκής, κρυφών μισθοδοσιών (payroll) κ.λ.π. τις θεωρώ εκ προοιμίου κατάπτυστες και ανάξιες συζήτησης. Μεταξύ μας όταν συμβαίνει αυτό, ειδικά στη χώρα μας, είναι τόσο ερασιτεχνικό και πασιφανές, που η μισθοδοσία χάνει την κρυπτότητα της. Είμαστε μικρό χωριό. Γνωριζόμαστε. Οπότε πολύ κακό για το τίποτα. Εγείρεται βεβαίως μία ερώτηση ουσίας σε όλο αυτό το πάρε δώσε: μπορεί ένας δημοσιογράφος τελικά να διατυπώνει ελεύθερα θέσεις, που είναι αντίθετες με τα συμφέροντα των εκδοτών του; Ή μήπως συμβαίνει αυτό, που έχει υποστηρίξει ο Τσόμσκι μιλώντας για τα ΜΜΕ χαρακτηρίζοντάς τα “εκφραστές των συμφερόντων του κυρίαρχου πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου” και σημειώνοντας πως «ο ρόλος τους είναι να υπερασπίζονται την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ατζέντα των προνομιούχων ομάδων που κυριαρχούν στην κοινωνία και στο κράτος. Το περιεχόμενο αυτών που γράφει ο δημοσιογράφος το καθορίζει πάντα η ιδιοκτησία; Ίσως όχι κραυγαλέα, αλλά με διακριτικό τρόπο η "γραμμή" ουδέποτε γίνεται αντιληπτή ως τέτοια, αλλά υπονοείται”. Δε θεωρώ κανόνα το παραπόφθεγμα του Τζων Σουίντον, διαπρεπούς δημοσιογράφου των Νιου Γιορκ Τάιμς, ο οποίος, απ’ ό,τι λέγεται, σ’ ένα δείπνο, που δόθηκε προς τιμή του, είχε πει απευθυνόμενος σε συναδέλφους του: “Δεν υπάρχει ανεξάρτητος Τύπος. Το γνωρίζετε και το γνωρίζω. Ούτε ένας δε θα τολμούσε να εκστομίσει μια έντιμη γνώμη. Κι αν κάποιος τολμούσε ή ήταν τόσο τρελός ώστε να γράψει την τίμια γνώμη του, θα βρισκόταν πολύ σύντομα στο δρόμο. Είμαστε υποτελείς. Διανοούμενες πόρνες.” Εγώ ζω μια ζωή πάντα με την ελπίδα της διάψευσης ενός κανόνα και πιστεύω πάρα πολύ στις εξαιρέσεις. Ο κάθε δημοσιογράφος είναι μία αυτόνομη προσωπικότητα και πράττει πάντα ανάλογα με την ιδεολογία του, τον προσωπικό του πολιτισμό και την προσωπική του νομοθεσία».
- Η δημοσιογραφία στην Ελλάδα είναι σιαμαία με την πολιτική. Εμπιστεύεστε -μερικά- κάποιες απ τις εκφράσεις τους ή αποτιμώντας τες είστε απογοητευμένος;
«Υπάρχει ένας στίχος του Τζων Μίλτον, ο οποίος αναφέρεται και στο έργο που παίζω, που λέει: «Αυτοί που έβγαλαν τα μάτια του κόσμου, τώρα τον κατηγορούν για την τύφλωσή του». Η πιο ενοχλητική στάση των ΜΜΕ είναι ο ποντιοπιλατισμός τους και η μη ανάληψη της παραμικρής ευθύνης, που ούτως ή άλλως μέρος της έχουν, όσον αφορά την απαξίωση της της ίδιας της πολιτικής. Χρόνια τώρα απαξιώνουν με κάθε τρόπο τους πολιτικούς, κάποιοι εκ των οποίων βέβαια ούτε γι’ αστείο δεν είναι αθώοι, παραβλέποντας, πως η άνευ προσοχής απαξίωση των πολιτικών οδηγεί στην απαξίωση την ίδια την έννοια της πολιτικής. Στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία οι πολιτικοί εφαρμόζουν την πολιτική. Απ’ τη στιγμή που ορθώς καταγγέλεις τους φαύλους πολιτικούς έχεις υποχρέωση την ίδια στιγμή να εξυμνείς και το αντίθετο με παραδείγματα και όχι ν’ αφήνεις ένα γενικό καπνό να μαυρίζει το τοπίο. Όταν δεν το κάνεις λοιπόν αυτό είσαι κι εσύ μέρος ή έχεις κι εσύ την ευθύνη ενός όχι και τόσο αθώου σχεδίου: της απαξίωσης της πολιτικής».
- Έχετε εσείς ενοχληθεί από δημοσιογράφους τόσο για την πληροφορία και το χειρισμό που της κάνουν γενικά, όσο και ειδικά για την αντιμετώπιση τους σε σας;
«Το θέμα είναι το πώς αντιμετωπίζεις αυτούς, που δεν τηρούν κάποιες απ’ τις αρχές της δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Αν τους αντιμετωπίσεις φοβικά, χάθηκες. Έγινες δουλοπάροικος. Εγώ ευτυχώς, λόγω της συμπάθειας μου με κάθε τι που γεννά μία σύγκρουση, βοηθήθηκα κι από τους ίδιους. Σχεδόν σαν να αναγκάζονται ακόμη κι αν θέλουν να κλωτσήσουν κρυφά, όπως έχουν συνηθίσει, κάτω απ’ το τραπέζι, εμένα με χτυπούν από πάνω και φανερά. Είναι γνωστές σε πολλούς οι συγκρούσεις μου μαζί τους και πάντα είναι δημοσιοποιημένες. Είναι ωραίο πράγμα να ξέρεις τους εχθρούς σου κι αυτοί να ξέρουν πως είσαι δικός τους εχθρός. Δεν μπορείς να είσαι φίλος με όλους. Και ειδικά στην εποχή που ζούμε, πρέπει να ξέρεις «με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις», κι απ’τη στιγμή που είσαι δημόσιο πρόσωπο, όλα αυτά πρέπει να γίνεται δημόσια. Όχι, δεν έχω παράπονο ούτε καν απ’ αυτούς που με αντιπαθούν σφόδρα. Ακόμα και το μίσος τους είναι ξεκάθαρο. Ελάχιστες ήταν οι φορές – δεν μπορείς να τις αποφύγεις – που το χτύπημα ήταν ύπουλο ή πρόστυχο.
Όσον αφορά τώρα την γνωστή σε κάποιους κίτρινη δημοσιογραφία με θέμα την προσωπική μου ζωή, πρέπει να σας πω, πως αδιαφορώ εντελώς. Είναι τόσο μακριά από την πραγματικότητά μου, που όταν τα διαβάζω καμία φορά, νομίζω πως μιλούν για άλλον. Δεκάδες ψευδή γεγονότα με πρωταγωνιστή εμένα έχω διαβάσει. Να, τώρα τελευταία διάβαζα, πως «είμαι στα μαχαίρια» με τη συνάδελφο, που παίζω μαζί της. Εντελώς ανυπόστατο. Καταλαβαίνω όμως. Πολλά τα περιοδικά, πολλές οι σελίδες, πολλά και τα site. Αλλά και όσα έχουν κάποια δόση αλήθειας είναι τόσο υπερβολικά γραμμένα, που γελάω. Ίσως γι’ αυτό και να μη μ’ ενοχλεί. Ουδέποτε έχω μιλήσει για την προσωπική μου ζωή, αλλά και ουδέποτε σκέφτηκα να κρυφτώ από κάποιους. Δε ζω παράνομα. Άρα δεν υπάρχει καμία αιτία να κρύβομαι. Αλλά ποτέ – μα ποτέ! – δεν έχω «πουλήσει» την προσωπική μου ζωή, ό,τι κι αν λένε, ό,τι κι αν υπαινίσσονται αυτοί, που τα διαβάζουν. Οι δημοσιογράφοι που τα γράφουν το ξέρουν πολύ καλά.
Το μόνο βέβαια – κι αυτό είναι το ουσιαστικό και σοβαρό - που μ’ ενοχλεί σ’ αυτή τη διαμεσολαβητική σχέση Τέχνης και Δημοσιογραφίας, αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι, είναι πως την τελευταία δεκαετία ο διαμεσολαβητικός ρόλος του Τύπου είναι πιο σημαντικός από το ίδιο το καλλιτεχνικό έργο! Αυτό μ’ ενοχλεί πολύ. Γιατί έτσι κινδυνεύει η πραγματική του αξία. Κατά τ’ άλλα μια χαρά είναι η σχέση μου με τους δημοσιογράφους. Ξέρω σε ποιους αρέσω, όπως ξέρω σε ποιους δεν αρέσω. Αυτοί που με σέβονται με πλησιάζουν, αυτοί που δε με σέβονται το αποφεύγουν. Επαναλαμβάνω: είναι πολύ υγιές αυτό».
- Λένε πως στις μεγάλες κρίσεις στην ανθρωπότητα, οι τέχνες ευημερούν και πως η αρχή της κρίσης για την οικονομία σηματοδοτεί το τέλος της κρίσης για οτιδήποτε έχει ανθρωπιστικό επίκεντρο, όπως η τέχνη. Βλέπετε κάτι τέτοιο να μορφοποιείται γύρω μας;
«Όχι. Δυστυχώς όχι. Ίσως γιατί αυτό που συμβαίνει τώρα δεν είναι απλώς (όσο μπορεί να είναι απλό) μία οικονομική κρίση, αλλά μία κρίση αξιών. Χιλιοειπωμένο, αλλά αληθινό».
- Το θέατρο φέτος, οι παραστάσεις που ανεβαίνουν για αυτή τη σεζόν, πιστεύετε πως θα καταφέρουν να φέρουν κόσμο στις αίθουσες;
«Πολύ φοβάμαι, πως ακόμα κι αν δεν υπάρξουν έκτροπα, η οικονομική ανέχεια θα κρατήσει πολύ κόσμο μακριά απ’ το θέατρο».
- Αν κάποιος νέος, κάποια νέα ηθοποιός ζητούσε τη γνώμη σας για τις επιλογές της, θα την συμβουλεύατε να ζήσει και να εργαστεί στο εξωτερικό; Καταλαβαίνετε τις ανάγκες που κάνουν ένα νέο άνθρωπο να επιδιώξει μια άλλη ζωή εκτός πατρίδας;
«Κατ’ αρχάς δεν πιστεύω στις συμβουλές. Κι όποιος τις ζητά, τις περισσότερες φορές έχει ήδη αποφασίσει και θέλει μία απλή επιβεβαίωση. Αντί να συμβουλεύεις λοιπόν τους νεώτερους καλύτερα να έχουν συνέπεια αυτά που κάνεις μ’ αυτά που λες. Ας μην ξεχνάμε οι νεώτεροι, είτε είναι παιδιά σου, είτε είναι μαθητές σου, στην ουσία δεν ακολουθούν, ούτε μιμούνται αυτό που τους λες, αλλά αυτό που τους κρύβεις. Όσον αφορά τώρα τη μεταναστευτική τάση που υπάρχει και που στο μέλλον πολύ φοβάμαι, πως θα αυξηθεί, είναι ένα θέμα τρομακτικά σκληρό, το οποίο θα έπρεπε, τη δική μας γενιά να την κάνει να ντρέπεται. Είναι απαγορευτικό να μην έχεις δημιουργήσει σ' αυτές τις ηλικίες που είμαστε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να μπορέσει να εκφραστεί η γενιά που έρχεται».
- Εσείς; Σκεφτήκατε ποτέ να ζήσετε και να δουλέψετε στο εξωτερικό;
«Ποτέ. Σαν ηθοποιός δεν μπορώ. Πιστεύω πως ο ηθοποιός μπορεί να παίξει όχι απλώς στη γλώσσα που μιλάει, αλλά στη γλώσσα που ονειρεύεται. Κι εμένα τα όνειρά μου μιλούν ελληνικά».
- Ο «Γιώργος Κιμουλής είναι ο καλύτερος ηθοποιός της γενιάς του», «Ο Γιώργος Κιμούλης είναι απαιτητικός συνεργάτης», «Ο Γιώργος Κιμούλης είναι δύσκολος», «ο Γιώργος Κιμούλης είναι «ιερό τέρας» του σύγχρονου θεάτρου». Κλισέ, μερικές αλήθειες, ή εξοργιστικές φήμες;
«Έχω ακούσει κι έχω διαβάσει και τα ακριβώς αντίθετα. Αρνητικά έως και υβριστικά αλλά και αδιάφορα σχόλια. Αλίμονο αν προσπαθούμε να γίνουμε όπως θα μας ήθελαν οι άλλοι. Μιλήσαμε πριν για ανομοίωση. Ποτέ δεν πίστεψα στην αυτογνωσία της ταυτότητάς μας. Είμαστε το άθροισμα όλων των βλεμμάτων που έχουν ακουμπήσει απάνω μας. Αλλά το άθροισμα, όχι ένα ένα χωριστά. Κι αυτό το άθροισμα εμφανίζεται ολόκληρο με το θάνατό μας κι έτσι δεν το μαθαίνουμε ποτέ».
- Έχετε κάνει παραχωρήσεις στις επιλογές σας στο όνομα της επιβίωσης; Τους αντισταθήκατε;
«Δεν χρειάστηκε ούτε ν’ αντισταθώ, ούτε να κάνω παραχωρήσεις. Ήμουν τυχερός πολύ. Με το που βγήκα απ’ τη δραματική σχολή άρχισα να εργάζομαι με θιάσους και με ηθοποιούς, που μόνο το γεγονός της πρόσκλησής τους ήταν τιμητικό για μένα. Στη συνέχεια, όταν έκανα δικό μου θίασο, επέλεγα εγώ τα έργα που θα έπαιζα. Με μία απλή ματιά σ’ αυτά που έχω κάνει μπορεί να καταλάβει κάποιος αν χρειάστηκε ή όχι να κάνω οποιαδήποτε παραχώρηση. Αλλά και για τις συμμετοχές μου στον κινηματογράφο και την τηλεόραση δεν έκανα κάτι που θα το χαρακτήριζα παραχώρηση. Παρόλο που στην τηλεόραση υπήρξαν περιπτώσεις, δύο φορές αν δεν κάνω λάθος, που δεν έπρεπε να συμμετέχω. Όμως ακόμη και γι’ αυτές δε θα ήμουν ειλικρινής αν έλεγα, πως το έκανα γιατί δεν αντιστάθηκα. Ήθελα να το κάνω και δυστυχώς το αποτέλεσμα δεν ήταν αυτό που ήθελα».
- Θα μπορούσατε, αν είχατε λύσει θέματα επιβίωσης να ζήσετε χωρίς να κάνατε θέατρο;
«Για να ξεκαθαρίζουμε κάποια πράγματα, μιας και πιστεύω πως θα ζω ακόμα την ημέρα που θα διαχωριστεί η ήρα από το στάρι. Έρχεται όπου να ‘ναι αυτή η μέρα. Πρώτ’ απ’ όλα, παρόλο που θεωρώ κακόγουστη αυτή τη μοδάτη λόγω της κρίσης αυτοδιαφημιζόμενη τάση της εικόνας του πτωχού καλλιτέχνη και της αναίτιας μέχρι χυδαιότητας κατηγόριας χωρίς ουσιαστικά και πραγματικά αποδεικτικά στοιχεία, όσων καλλιτεχνών έχουν κατορθώσει να βγάλουν κάποια χρήματα από τη δουλειά τους, αναγκάζομαι να δηλώσω, μιας κι έχω κουραστεί ν’ ακούω όσα λέγονται και να διαβάζω όσα γράφονται (η σιωπή για κάποια θέματα μερικές φορές δεν είναι πάντα και η καλύτερη στάση), το θέμα της επιβίωσης μου δεν το έχω λύσει κι απ’ ό,τι βλέπω ούτε και πρόκειται. Οι δικοί μου άνθρωποι ξέρουν την αλήθεια. Σε ενοικιασμένο διαμέρισμα μένω και τα μόνα περιουσιακά μου στοιχεία είναι ένα οικόπεδο ούτε ενός στρέμματος, το οποίο μάλιστα είναι προσημειωμένο για ένα τραπεζικό δάνειο, ένα αυτοκίνητο και μία μοτοσυκλέτα. Όσα χρήματα έχω βγάλει, τα έχω επιστρέψει όλα στο θέατρο, παράγοντας έργα ιδίοις εξόδοις. Τα χρήματα αυτά τα έχω βγάλει αποκλειστικά και μόνον απ’ τη δουλειά μου, δεν έχω πάρει ποτέ ούτε μία δραχμή, ούτε ένα ευρώ από το κράτος, δεν υπήρξα ποτέ επιχορηγούμενος κάποιας κυβέρνησης καθαρά για λόγους ιδεολογικούς, χωρίς αυτό να σημαίνει πως κατηγορώ, όσους ήταν, καθώς επίσης δεν υπήρξα ποτέ διαπλεκόμενος σε πολιτικά, κοινωνικά ή κοσμικά παιχνίδια. Όποιος ξέρει κάτι αντίθετο, ας μιλήσει, αλλιώς να σωπάσει για πάντα. Οι ανάγκες μου είναι πολύ συγκεκριμένες και ελεγχόμενες, δε με τραβούν απ’ το μανίκι. Άρα το θέμα επιβίωσης δεν το εμπλέκω με την τέχνη μου. Κάνω θέατρο γιατί δεν μπορώ να μην κάνω».
- Τηλεόραση παρακολουθείτε; Σας αρέσει κάτι;
Το «παρακολουθώ» είναι βαρύ ρήμα, μπορώ να πω: βλέπω, όταν έχω χρόνο.
- Αυτή είναι μια τόσο κοινωνική, επικοινωνιακή, φωτεινή τέχνη που κάνετε. Έχουν και οι καλοί ηθοποιοί τέτοια χαρακτηριστικά η παλεύουν με ιδιωτικές σκοτεινιές;
«Το έχω πει πολλές φορές. Η τέχνη του θεάτρου αναγκάζει τον καλλιτέχνη να έχει το ένα πόδι του στο μοναχικό βίο, κατ’ επέκταση να παλεύει με τα σκοτάδια του και το άλλο στο αγοραίο στοιχείο της αγοράς, τυφλωμένος από την επικοινωνιακή φωτοχυσία. Αυτό το σπαγγάτο είναι επώδυνο, την ίδια στιγμή που διακυβεύεις καθημερινά να οδηγηθείς χωρίς καλά καλά να το καταλάβεις στην αλλοτρίωση. Πάντως έχει τη γοητεία της αυτή η σχοινοβασία».
- Θέλετε να μου πείτε μια φράση απ το έργο που σας εκφράζει με την αλήθεια της ιδιαίτερα;
Είναι η φράση που λέει ο δημοσιογράφος, πρώην πολεμικός ανταποκριτής και πολιτικός συντάκτης στη νεαρά στάρλετ της τηλεόρασης: «Εγώ είχα από κάπου να πέσω. Εσύ από πού έπεσες;»
- Στο έργο είστε ο δημοσιογράφος που παίρνετε μια συνέντευξη, ένα είδος δύσκολο, περίπλοκο και ζόρικο της δημοσίας γραφής. Εσείς βαριέστε στις συνεντεύξεις; Είναι προβλέψιμες; Ανούσιες συνήθως;
«Δεν είναι οι ερωτήσεις, που με ενοχλούν, όσο οι απαντήσεις. Όταν παρουσιάζεις μέσο όρο δύο παραστάσεις τον χρόνο και δίνεις από δέκα έως δεκαπέντε συνεντεύξεις για την κάθε παράσταση, κάποια στιγμή μπουκώνεις. Φλυαρείς λέγοντας τα ίδια και τα ίδια. Προσπαθείς να μιλήσεις βλακωδώς επί παντός του επιστητού με όσο το δυνατόν πιο απλό τρόπο καταλήγοντας στο τέλος να είσαι απλοϊκός και κοινότοπος».
- Ποια ερώτηση δε σας έκαναν ποτέ και απορείτε πως δεν την σκέφτηκαν; Και αν μου τη πείτε θα μου κάνετε την χάρη να απαντήσετε κιόλας;
«Δεν μπορώ να διατυπώνω εγώ τις ερωτήσεις που οφείλει να κάνει κάποιος. Ίσως κάποιες φορές το μόνο, που μπορώ να κάνω, είναι να δραπετεύω με τις απαντήσεις μου απ’ την αυστηρή οριοθέτηση που κάνει μία ερώτηση. Είναι ο δικός μου τρόπος αντίστασης σ’ αυτό το – θα τολμήσω να το χαρακτηρίσω έτσι κι ας ακουστεί υπερβολικό - φασιστικό χαρακτηριστικό, που έχει μια ερώτηση σε μία συνέντευξη. Μία ερώτηση πάντα οριοθετεί και καθοδηγεί την απάντηση, γιατί πάντα αποκλείει, όλα όσα δεν ρωτά. Στη ζωή αθωώνεται γιατί τις περισσότερες φορές γεννιέται από μία πραγματική ανάγκη και απορία του ερωτώντος. Στην συνέντευξη όμως η ερώτηση είναι απαλλαγμένη από τέτοιες ανάγκες/απορίες και κουβαλά απλώς και μόνο μία οριοθετημένη καθοδήγηση. Ε, εγώ κάποιες φορές γλιστράω».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου