Την ιδέα μού έδωσε ξενιτεμένος φίλος. (Τραγική η ιστορία του· την αφηγούμαι εν τάχει: Μέρκελ και Γ΄ Ράιχ, παγκοσμιοποίηση και Νεφελίμ συνωμότησαν εις βάρος της γλυκιάς πατρίδας του και τώρα μαραζώνει στους Κήπους του Κένσιγκτον...) «Πάρε να...
διαβάσεις τον Τίμωνα τον Αθηναίο του Σαίξπηρ. Ταιριάζει απολύτως στην περίπτωσή μας», μου είπε ενθουσιασμένος με την παράσταση του έργου που είχε παρακολουθήσει στη σκηνή Ολίβιε του Βασιλικού Εθνικού Θεάτρου στο Λονδίνο.
Το διάβασα και, ομολογουμένως, έμεινα κατάπληκτος. Οχι επειδή θα το έβαζα ποτέ με τα μεγάλα έργα του βάρδου – κάθε άλλο μάλιστα. Γράφτηκε κάπου γύρω στο 1607 με 1608, όταν ο Σαίξπηρ ήταν απόλυτος κύριος της τέχνης του. Εντούτοις, για τα μέτρα του δημιουργού του, είναι ένα ρηχό έργο. Τυπικά ανήκει στις τραγωδίες, αλλά ο περίφημος μελετητής του Σαίξπηρ Χάρολντ Μπλουμ (μακαρίτης πλέον – αυτοσαρκαζόταν ως Βροντόσαυρος Βαρδολάτρης: Bloom Brontosaurous Bardolater) το έβλεπε περισσότερο ως κάτι μεταξύ σάτιρας και φάρσας και το θεωρούσε «νεκροταφείο της σαιξπηρικής τραγωδίας». Πράγματι, ο τραγικός ήρωας Τίμων ο Αθηναίος είναι ως χαρακτήρας μια καρικατούρα, χωρίς εσωτερικό βάθος, όπως άλλωστε κάθε άλλος χαρακτήρας του έργου. Είναι όμως αυτή ακριβώς η ρηχότητα των χαρακτήρων που κάνει το έργο τόσο ταιριαστό με το δράμα το οποίο βιώνουμε εδώ και δυόμισι χρόνια· εξ ου και η κατάπληξή μου.
Η πλοκή, εν περιλήψει. Ο Τίμων είναι ένας πλούσιος, περιζήτητος κοσμικός, σπάταλος, κιμπάρης και καραμπουζουκλής Αθηναίος: ένας άρχοντας, όπως θα λέγαμε σήμερα. Απολαμβάνει τη γλοιώδη κολακεία με την οποία οι άλλοι ανταποδίδουν τη γενναιοδωρία του και ξεχειλίζει από γλυκύτητα για όλο τον κόσμο. Κάποτε όμως του τελειώνουν τα λεφτά, στρέφεται προς τους αποδέκτες της γενναιοδωρίας του για βοήθεια και αυτοί του γυρίζουν την πλάτη. Τους εκδικείται προσκαλώντας τους σε δείπνο, όπου τους σερβίρει χλιαρό νερό, με το οποίο τους περιλούζει και ύστερα τους παίρνει με τις πέτρες. Απαρνείται την Αθήνα, τον πολιτισμό και τους ανθρώπους, αποτραβιέται σε μια σπηλιά στο δάσος και μεταμορφώνεται σε αρχέτυπο του κυνικού μισανθρώπου. Οι τελευταίες δύο πράξεις του έργου κυλούν ως ένα εμπνευσμένο και γλαφυρό υβρεολόγιο κατά της ανθρωπότητας. Στο τέλος, ο Αλκιβιάδης –δευτερεύων χαρακτήρας που υπάρχει στο έργο με μόνη σκοπιμότητα να δώσει ένα τέλος– καταλαμβάνει την Αθήνα με τον στρατό του και μας αφήνει με τη νεφελώδη εντύπωση ότι θα τιμωρήσει εκείνους που αδίκησαν τον Τίμωνα.
Διαβάστε το έργο και θα αναγνωρίσετε στον Τίμωνα όψεις της ελληνικής πραγματικότητας των δύο τελευταίων ετών. Στον κιμπάρη Τίμωνα της καλής εποχής θα βρείτε την πνευματική νωθρότητα της εύκολης καλοσύνης και την αυταρέσκεια των ανεύθυνων λαϊκιστών. (Ομολογώ ότι, διαβάζοντας τις πρώτες δύο πράξεις, ήταν αδύνατο να συγκρατήσω τα γέλια μου, καθώς φανταζόμουν συνεχώς τον Ακη Τσοχατζόπουλο, του οποίου η στομφώδης αρχοντιά του παρελθόντος τον κάνει πλασμένο για τον ρόλο!..) Στον μισάνθρωπο Τίμωνα, βρίσκουμε την άλλη όψη της ίδιας μικρόνοιας: την εκούσια τυφλότητα της αγανάκτησης, τη στειρότητα της πεισματικής άρνησης να δεχθούμε την πραγματικότητα, είτε εκ μέρους πολιτικών που δεν τολμούν να αντιμετωπίσουν τις ευθύνες τους είτε εκ μέρους των πολιτών-πελατών τους. Ο Τίμων ο Αθηναίος είμαστε όλοι εμείς. Αν το έργο ανεβεί από κάποιον ελληνικό θίασο, ο τίτλος θα μπορούσε να διασκευασθεί ως «Τίμος ο Αστακομακαρονάς» – μπορεί να είναι ασέβεια προς τον βάρδο, δεν θα είναι όμως τελείως άστοχο.
Υποθέτω ότι δεν είναι τυχαίο ότι η παράσταση του Εθνικού Θεάτρου στο Λονδίνο είναι εμφανώς εμπνευσμένη από την ελληνική επικαιρότητα. Ο «σωτήρας» Αλκιβιάδης παρουσιάζεται ως εκδοχή του Τσίπρα: με αμπέχωνο στην αρχή του έργου, με κοστούμι διευθύνοντος συμβούλου όταν έχει πια καταλάβει την εξουσία. Ο δε στρατός του είναι κουκουλοφόροι με ρόπαλα, των οποίων η παρουσία επί σκηνής συνοδεύεται με καπνούς και φλόγες, που παραπέμπουν στις σκηνές των ταραχών, τις οποίες συνήθισαν, δυο χρόνια τώρα, να βλέπουν οι ξένοι από την Αθήνα.
Διαβάζοντας τον Τίμωνα, αλλά και διαβάζοντας για τον Τίμωνα, έμεινα με μια δυσάρεστη επίγευση. Δεν είναι μόνο ο ρηχός κόσμος του σαιξπηρικού έργου που την προκαλεί, αλλά και η διαίσθηση του Χάρολντ Μπλουμ, ο οποίος κάτι παραπάνω καταλάβαινε από εμάς τους υπόλοιπους, αφού πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μελετώντας και διδάσκοντας τον Σαίξπηρ στους φοιτητές του Γιέηλ. Υποστηρίζει, λοιπόν, ότι οι ατέλειες του έργου οφείλονται ίσως στο ότι ο Σαίξπηρ βαρέθηκε τον Τίμωνα και, αποδεχόμενος την αποτυχία του, παράτησε το έργο χωρίς να επανέλθει ποτέ σε αυτό για να το τελειοποιήσει. Είθε να μη συμβεί και σε εμάς το ίδιο...
Στεφανος Κασιματης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου