1.9.12

Μικρή, φτηνή και πρόστυχη...


Στα χρόνια του Χριστού οι Ρωμαίοι βαστούσανε τον κόσμο σαν θηρία κάτω από τα ποδάρια τους. Ποιός λογάριαζε τους φτωχούς, τους απροστάτευτους; Για να διασκεδάσουνε τους ρίχνανε στα θηρία και τα θέατρα γινόνταν σαν...

χασάπικα από τα κρέατα τα ματωμένα.

Ποιός συλλογιζότανε την ψυχή του; Η ψυχή είχε φύγει πια από τον άνθρωπο κι’ αυτός ήτανε ένα ζώο αναίσθητο, με χοντρό σβέρκο, με κουρασμένο κεφάλι, με μάτια θυμωμένα, με κοιλιά πρησμένη. Που να βρεθεί συμπόνια, έλεος; Οι λεγεώνες σφάζανε τον κόσμο σα να ‘τανε γιδοπρόβατα. Παντού αίματα, σκοτωμός, ταραχή και βουβός πόνος.

Λίγα χρόνια πριν να γεννηθεί ο Χριστός, σηκωθήκανε δύο ποτάμια αφρισμένα, το ένα από τη Ρώμη και το άλλο από την Ανατολή και συναπαντηθήκανε στη Μακεδονία, από τη μια μεριά ο Οκτάβιος και ο Αντώνιος κι’ από την άλλη ο Βρούτος και ο Κάσσιος. Και χτυπηθήκανε με λύσσα ποιός θα πάρει τον κόσμο κι’ όλοι οι άνθρωποι τρέμανε από την Αγγλία ίσαμε την Ινδία. Και νικήσανε οι πιο σκληροκάρδιοι, ο Οκτάβιος κι’ ο Αντώνιος, κι’ ο ψυχόπονος Βρούτος σκοτώθηκε με το χέρι του λέγοντας δακρυσμένος: «Κακόμοιρη αρετή, το λοιπόν ήσουνα κ’ εσύ ένας κούφιος λόγος κ’ εγώ σε έκανα με έργα! Καθώς φάνηκε, ήσουνα κ’ εσύ σκλάβα της τύχης!»

Αλλά κ’ ύστερα από το Χριστό, η ακαταστασία κ’ η απελπισία βασιλεύανε στον κόσμο. Αρρώστιες και πείνες κι’ αβάσταχτη αγωνία! Άνθρωποι αδιάντροποι, μπεκρήδες, αιμοβόροι, εκφυλισμένοι, κυβερνούσανε τον κόσμο.

Ο ένας ήτανε παλαβός και μασκαράς και τον έλεγαν Κόμμοδο. Αυτός ήτανε από φυσικό του θηριόψυχος και σαν κατάλαβε πως το κεφάλι του δεν ήτανε σίγουρο από τους στρατιώτες, δεν πίστευε πια κανέναν, παρά σκότωνε χωρίς έλεος και καταγινότανε νύχτα και ημέρα στην ακολασία και τις ηδονές και κυνηγούσε κάθε άνθρωπο που ήτανε τίμιος. Οι γελωτοποιοί και κάποιοι τζουτζέδες παριστάνανε μπροστά του τα πιο αισχρά θεάματα και τον κάνανε ό,τι θέλανε, αυτόν που από τα καπρίτσια του κρεμότανε ο κόσμος, εκατομμύρια ψυχές. Κι ολοένα γυμναζότανε στις αρματοδρομίες και στο να σκοτώνει θηρία κι’ αυτά οι κόλακες τα εξυμνούσανε σαν τη μεγαλύτερη δόξα. Με τον καιρό έφτασε σε τέτοιο σημείο η ανοησία κ’ η μανία του, που παρουσιαζότανε γυμνός, τυλιγμένος με μια λιονταροπροβιά και βαστούσε στο χέρι του ένα ρόπαλο και παρίστανε τον Ηρακλή. Κι’ άλλες φορές πάλι, ντυνότανε σαν γυναίκα με ψιλά μεταξωτά ρούχα κι’ έκανε τα κουνήματα των γυναικών. Για να διασκεδάσει έπαιρνε ένα χαρτί κ’ έγραφε μεθυσμένος όσους έπρεπε να σκοτώσουνε κάθε νύχτα. Μία κι’ ό ίδιος πήγε από σκοτωμό και βάλανε στο θρόνο έναν Περτίνακα.

Πλην, επειδή έτυχε να ‘ναι δίκαιος άνθρωπος, τον σκοτώσανε οι σωματοφύλακες του κ’ ύστερα ανεβήκανε στο κάστρο της Ρώμης και φωνάζανε: «Ποιός δίνει τα περισσότερα λεφτά για να γίνει αυτοκράτορας!». Τ’ άκουσε λοιπόν ένας Ιουλιανός, άνθρωπος παραδόπιστος, και το ‘πε στη γυναίκα του και στην κόρη του και κείνες τρελαθήκανε και τον βιάζανε να γίνει αυτοκράτορας και κείνες αυτοκρατόρισσες. Ο γέρος δίσταζε, μα δεν τον αφήσανε οι γυναίκες κ’ οι σκλάβοι του, ως που τον καταφέρανε. Πήγε λοιπόν κοντά στο κάστρο και φώναξε στους στρατιώτες πως έχει να τους δώσει όσα λεφτά θέλουνε. Εκεί που τα ‘ λέγε αυτά έφτασε κι’ ένας άλλος, Σουλπικιανός, για να αγοράσει κι’ αυτός την αυτοκρατορία κι έδινε πιο πολλά. Μα οι στρατιώτες προτιμήσανε τον Ιουλιανό, γιατί ο Σουλπικιανός ήτανε συγγενής με τον Περτίνακα και τον φοβόντανε.

Ανεβάσανε λοιπόν στο κάστρο τον μπάρμπα Ιουλιανό και τον χρίσανε αυτοκράτορα. Ύστερα φορέσανε τις αρματωσιές τους και παραταχθήκανε σα να θέλανε να κάνουνε πόλεμο, βάλανε στη μέση το γέρο κι’ αφού σηκώσανε απάνω από τα κεφάλια τους τις ασπίδες και τα δόρατα, για να μη ρίξει κανένας τίποτα πέτρες από κανένα σπίτι, τον πήγανε στα παλάτια με μεγάλη πομπή. Αλλά σε λίγες μέρες ο Ιουλιανός αγρίεψε και δεν έδινε τίποτα στους στρατιώτες, παρά έβλεπε να μαζέψει κι’ άλλα πλούτη, κι’ αυτοί θέλανε να τον σκοτώσουνε.

Σαν φάνηκε στην Ανατολή ένας στρατηγός Σεβήρος, σφάξανε τον γέρο Ιουλιανό και βάλανε στη θέση του τον Σεβήρο, που ήτανε κι’ αυτός θηριόψυχος και φιλοχρήματος. Ύστερα από αυτόν, κυβέρνησε τον καημένο τον κόσμο ο γιος του ο Καρακάλλας, ένα τέρας.

Αυτός έκανε πως ήτανε ο Αχιλλέας και μια φορά που έτυχε να βρεθεί με το στρατό του στην Τρωάδα, έβαλε στεφάνια απάνω στον τάφο του Αχιλλέα, και για να θάψει κι’ αυτός έναν καινούργιο Πάτροκλο, πρόσταξε να φαρμακώσουνε κάποιον αγαπημένον φίλο του, που τον λέγανε Φήστο, για να τον κάνει Πάτροκλο. Και πράγματι, στοιβάσανε ξύλα και βάλανε απάνω το κουφάρι του Φήστου κι’ ο Καρακάλλας έσφαξε πολλά κριάρια και βόδια κι’ ύστερα έβαλε φωτιά ο ίδιος και παίρνοντας μια μποτίλια, έκανε σπονδή στους ανέμους. Κι’ επειδή οι αρχαίοι Έλληνες κόβανε και μια πλεξούδα από τα μαλλιά τους και τη ρίχνανε στη φωτιά, ο Καρακάλλας ήθελε να κάνει και κείνος το ίδιο, μα δεν είχε καθόλου μαλλιά κ’ έκοψε λίγες τρίχες από το γυμνό κεφάλι του και γελούσε ο στρατός.

Τέτοιοι κι’ άλλοι χειρότεροι κυβερνούσανε τον κόσμο στον καιρό του Χριστού…

Λένε ότι τα παραμύθια και τις παραβολές τ’ ακούν γλυκότερα τ’ αφτιά μας. Διάλεξα λοιπόν ένα απόσπασμα από «Το Φοβερόν Μυστήριο» του Κόντογλου για να ιστορήσω τα όσα συνέβησαν, συμβαίνουν και κυρίως μέλλει να συμβούν στη χώρα μας και την Ευρώπη την εποχή του μνημονίου και της Μέρκελ. Κουράστηκα, φαντάζομαι και σεις, να προσεγγίζω και να αναλύω, καθημερινά, με ορθό και ψυχρό λόγο τα γενόμενα. Και μελαγχολώ όσο σκέφτομαι ότι η πατρίδα μου μπορεί να γίνει -για κάποιους ήδη έχει γίνει- μικρή, φτηνή και πρόστυχη…


Φελνίκος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.