17.4.12
Άγγελοι και δαίμονες…
Βασίλης Δημητριάδης
Τιποτένια χέρια απλώνονται παντού. Σφίγγουν δυνατά σαν πλοκάμια και μπαίνουν στα σωθικά σου.
Μαύρες ανάσες αγκομαχούν να κρατήσουν το ρυθμό.
Άστρα που τρεμοσβήνουν στο...
δικό τους ρυθμό.
Καυτές σκέψεις λιώνουν παγωμένα μυαλά και πασχίζουν να ολοκληρωθούν, μάταια.
Πνιγμένες ορμές που σαν κύματα χτυπούν στο στήθος θέλοντας να το σπάσουν.
Μια άγνωστη γλώσσα αντηχεί με σκληρές λέξεις που λυσσασμένα σου τρυπούν τ’ αυτιά. Πρασινισμένος χαλκός η θέληση, τσακίζεται στο κάθε άγγιγμα της φωνής, πλάθεται στα καλούπια της.
Άκου, για σένα απλώνονται οι ψίθυροι της νύχτας....
Για να τους μεγεθύνεις στο δικό σου μέτρο. Να τους κάνεις φωνές που σου σπάνε τα μηνίγγια ή νανούρισμα στοργικό που θα σε πάει μακριά. Εσύ διαλέγεις τι θ’ ακούσεις, πως θα το δημιουργήσεις.
Χαλύβδινοι βράχοι, φτιαγμένοι από τσιμεντένια χέρια σου κλείνουν τ’ οπτικό πεδίο. Θες να δεις καθαρά αλλά δεν μπορείς. Κρυφοκοιτάζεις από τα σπασίματα τους αλλά δεν βλέπεις όλη την εικόνα.
Άλλη φορά αντικρίζεις ένα ανθισμένο λουλούδι σε μια άκρη κι άλλη ξερό χώμα. Προσπαθείς να θυμηθείς από ποια γωνία και πια τρύπα κοίταξες κάθε φορά αλλά όλο ξεχνάς ή το επιλέγεις, γιατί δεν θέλεις να θυμάσαι ό,τι σου κλείνει το δρόμο. Ζητάς την εναλλαγή των αισθημάτων, των συναισθημάτων κι ας μην το κάνεις συνειδητά.
Σπας τα μούτρα σου στα βράχια αλλά δεν σε πειράζει, παρόλο που λίγα μέτρα πιο κάτω υπάρχει δρόμος ανοιχτός. Δεν τολμάς να τον περάσεις. Νιώθεις προστασία πίσω από τους γκρίζους όγκους που σε περιορίζουν.
Ένα άσπρο περιστέρι έρχεται και κάθεται στην κορυφή τους και τότε κοιτάς τον ουρανό. Το βλέμμα σου πέφτει στο καλοκαιρινό φεγγάρι της ημέρας. Οι λόφοι του φαντάζουν τόσο κοντινοί.
Επιθυμείς να το φτάσεις αλλά απλώνεις το χέρι σου κι αντί γι’ αυτό αγγίζεις τους βράχους που σε δροσίζουν. Τους αγκαλιάζεις και σφίγγεσαι δυνατά επάνω τους, πάλι.
Παρακαλάς ένα φίδι να έρθει να φάει το περιστέρι που θα σε πλησιάσει, με τα ψίχουλα που ρίχνεις για να το παρασύρεις.
Γιατί να μην είναι αετός το όραμα σου παρά μόνο περιστέρι; Να νιώσεις δέος στην παρουσία του, να χώσει τα νύχια βαθιά μέσα σου και να σε ξυπνήσει. Μετά να σε σηκώσει δυνατά και αδιαφορώντας για τον πόνο σου να σε πετάξει ψηλά πάνω από τα εμπόδια σου με τα πανίσχυρα φτερά του, να κλέψεις από τη δύναμη του μια σταλιά.
Έχεις δει πως σε θωρεί ένας αετός; Σαν να είσαι ένα τίποτα, αδιαφορεί, γιατί ξέρει τη δύναμη του και ξέρει ότι το ξέρεις. Ξέρει ότι εσύ τον αναζητάς γιατί πετά ψηλότερα απ’ όλους και δεν πιάνεται, είναι μοναδικός, τον θαυμάζεις. Αρκεί να περάσει από κοντά σου για να ριγήσεις. Ο αέρας που σηκώνει και μόνο στο πέρασμα του σε κάνει να θέλεις να γίνεις ένα μαζί του.
Δεν μπορείς να βλέπεις άλλο. Εύχεσαι να ήσουν εσύ το περιστέρι και να βρισκόσουν στα νύχια του για να μην παίζεις πια με την ελπίδα που σε τυφλώνει. Ματωμένες σκέψεις σε πλημμυρίζουν κι εσύ ζητάς ακόμα το φίδι.
Ονειρικοί κόσμοι μέσα σου, φράχτες, πόρτες, λουκέτα βαριά. Τι θα γίνει αν σπάσουν; Δεν μπορείς να το μάθεις, να το αντέξεις. Λάδι στις κλειδαριές τους από το λίπος σου ρίχνεις, κοψίματα γεμίζεις το είναι σου για να μην σκουριάσουν, χάσουν τη δύναμη τους και σε αφήσουν.
Τόσα χρόνια στη σκλαβιά έμαθες καλά να ζεις μαζί της.
Δαίμονες τρελοί γελούν στ’ αυτιά σου, σε κάνουν άτρωτο ον, σε καλμάρουν σε μια κόλαση για έναν. Φωτιά που σου ζεσταίνει την ψυχή πριν στην κάψει. Ψεύτικα παραμύθια που δεν έχουν τέλος.
Γυρνάς και η ματιά σου πέφτει σε δύο λευκά φτερά ματωμένα. Το φίδι φεύγει άλλη μια φορά γελαστό. Σηκώνεις το κεφάλι και βλέπεις το περιστέρι ακόμα ψηλά να σε κοιτά και τα ψίχουλα άθικτα. Πάλι τάισες το φίδι μέσα σου, με τον άγγελο σου.
Νόμιζες πως κλέβοντας ξένες φωτιές θα γινόσουν Προμηθέας, για να βρεις τον αετό σου κι ας σου έτρωγε το συκώτι αλλά…
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου