5.10.11
Η τελευταία “Παραγγελιά” του Παύλου Τάσιου ...
Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 η “βιομηχανία” του ελληνικού σινεμά ανθεί. Στη γραμμή παραγωγής μιούζικαλ, κωμωδίες, αισθηματικές κομεντί και, φυσικά, μελοδράματα (δείτε βίντεο). Όλοι και όλα περιστρέφονται γύρω από... τον Φίνο. Εκεί, βρίσκεται και ένας νεαρός. Τον λένε Παύλο κι είναι δεν είναι ένα εικοσάχρονο αγόρι. Δουλεύει ακατάπαυστα ως βοηθός σκηνοθέτη, κυρίως σε μελό.
Το 1965, ο παραγωγός τον εμπιστεύεται και τον αφήνει να κάνει μόνος του μια ολόκληρη ταινία. Ο Παύλος είναι πια εικοσιτριών χρόνων και η ταινία είναι η “Φτωχολογιά”. Αν και ο τίτλος ξεγελάει, θα μπορούσε να παραπέμπει σε μια νεορεαλιστική ταινία, το φιλμ δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα τυπικό μελό της εποχής. Η επόμενη ταινία του, έναν χρόνο αργότερα, λέγεται “Παράνομοι πόθοι” και δεν χωρά αμφιβολία για την... ταξική καταγωγή της. Ο κύκλος των μελό κλείνει to 1968 με τους “Αντίζηλους”.
Με την αλλαγή της δεκαετίας, αν και η εποχή είναι ύπουλη και σκοτεινή, ο νεαρός σκηνοθέτης, που δεν είναι πια νεαρός αφού έχει πατήσει πια τα τριάντα, αλλάζει ύφος, θεματολογία, κινηματογραφική γραφή. Αποκτά τη δική του ταυτότητα και είναι ο Παύλος Τάσιος, ο σκηνοθέτης του αντισυμβατικού σινεμά και όχι απαραίτητα του σινεμά του περιθωρίου, όπως επιμένει να αποκαλεί το συγκεκριμένο είδος το golden boy του Υπουργείου Πολιτισμού.
1972, μια Ελλάδα στρατοκρατούμενη, αμήχανη, φοβισμένη. “Ναι μεν, αλλά...” λέει ο Τάσιος και καταπιάνεται με ένα όχι και τόσο συνηθισμένο για τα δεδομένα της εποχής θέμα: ένας δημοσιογράφος ερευνά τα αίτια που οδηγούν έναν άντρα στον φόνο της ερωμένης του. Τον άντρα, τον υποδύεται ένας εξαίρετος ηθοποιός, ο Φάνης Χηνάς, που έφυγε αρκετά νέος από κίρρωση του ήπατος. Η ταινία παίρνει το βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης εκείνης της χρονιάς.
Πέντε χρόνια αργότερα, στη ζυγαριά της καθημερινότητας μπαίνει το “Βαρύ πεπόνι”. Ο Μίμης, ένας νεαρός επαρχιώτης καφετζής, μεταναστεύει στην Αθήνα, όταν η περιοχή του απαλλοτριώνεται από μια μεγάλη τουριστική επιχείρηση. Ο Μίμης δε θέλει να γίνει γκαρσόνι των άλλων. Στην Αθήνα, με τη βοήθεια ενός φίλου του από το στρατό, του Αριστείδη, προσπαθεί να αγοράσει δική του επιχείρηση, όμως τα χρήματα από την αναγκαστική απαλλοτρίωση, είναι λίγα και η αγορά αναβάλλεται. Πολύ γρήγορα πιάνει δουλειά ως γκαρσόνι και παρά την εσωτερική του αντίσταση, το γκαρσόνι τον κατατρέχει σε όλη του τη ζωή.
Είναι προφανές ότι ο Τάσιος εστιάζει στην καθημερινότητα με μια διαφορετική ματιά. Μιλά για την ελληνική κοινωνία και για τις παθογένειές της με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο. Οι άνθρωποι μπαίνουν στο περιθώριο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής χωρίς τη θέλησή τους και πολλές φορές παρά τη σθεναρή τους αντίδραση.
Το 1980 είναι χρονιά ορόσημο και για τον Παύλο Τάσιο και για το ελληνικό σινεμά. Ο σκηνοθέτης καταπιάνεται με ένα θέμα που έχει συγκλονίσει την κοινή γνώμη: το αιμοταβαμμένο μακρύ ζεϊμπέκικο του Νίκου Κοεμτζή. Ένας χορός που δεν τέλειωσε ποτέ, αλλά μια ταινία που ήρθε να ταράξει τα νερά της ελληνικής κινηματογραφίας. Διαφορετική θεματική, διαφορετική τεχνική κι ένας σπαραχτικός λόγος της Γώγου. Μια γροθιά στα χορτασμένα στομάχια της άρχουσας τάξης. Αν και η συγκεκριμένη ταινία σήμερα κάνει φανερές τις αδυναμίες της, δεν παύει να θεωρείται μία από τις καλύτερες ταινίες του ελληνικού σινεμά. Εντελώς τυχαία, ίσως και όχι, ο σκηνοθέτης ακολουθεί κατά πόδας, με λίγες μόνο μέρες διαφορά, τον πραγματικό του ήρωα στην απόλυτη σιωπή και στο απόλυτο σκοτάδι.
Η “Παραγγελιά” είναι μια από τις πρώτες ταινίες που κατέγραψαν με ρεαλισμό την νυχτερινή ζωή της λαϊκής Αθήνας την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Στο ίδιο κλίμα ο “Αγγελος” του Γιώργου Κατακουζηνού που γυρίστηκε λίγο αργότερα, ή ο “Ιωάννης ο βίαιος” της Τώνιας Μαρκετάκη. Ταινίες που άντλησαν το θέμα τους από ανθρώπινες τραγωδίες που έγιναν πρωτοσέλιδα στις εφημερίδες της εποχής.
Σκυλάδικο: ανθρώπινες υπάρξεις βουτηγμένες στον πυκνό καπνό, στο φτηνό αλκοόλ, στο λαϊκό άσμα που σέρνεται στο πάτωμα, στα θρύψαλα των πιάτων, στο άρωμα της κονσομασιόν και στη μυρωδιά του σάπιου γαρύφαλλου. “H ζωή μας είναι σουγιαδιές σε βρώμικα αδιέξοδα/ σάπια δόντια/ ξεθωριασμένα συνθήματα/ μπάσο βεστιάριο/ μυρουδιές από κάτουρο/ αντισηπτικά και χαλασμένα σπέρματα” διαβάζει σε εφιαλτικό τόνο η Κατερίνα Γώγου. Ο θεατής βουλιάζει στο τέλμα εκείνης της νύχτας, χωρίς ανάσα και χωρίς μνήμη. Το ξέσπασμα του Νίκου (τον Κοεμτζή υποδυόταν ο Αντώνης Αντωνίου) έρχεται να διαλύσει την ομίχλη και να λυτρώσει τελικά τον θεατή.
Η “Παραγγελιά” στην πρώτη της προβολή κόβει 196.186 εισιτήρια και παίρνει πέντε βραβεία στο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: Β' καλύτερης ταινίας, Α’ ανδρικής ερμηνείας (Α. Αντωνίου), μουσικής (Κυριάκος Σφέτσας), μοντάζ (Γιάννης Τσιτσόπουλος) και ηχοληψίας (Ηλίας Ιονέσκο).
Με το “Στίγμα” ο σκηνοθέτης αγγίζει το ευαίσθητο θέμα της ευθανασίας. Ένα νεαρό ερωτευμένο ζευγάρι, ο Πέτρος κι η Ελένη, γεννά ένα παιδί με σύνδρομο Down. Αντιμέτωποι με τον κίνδυνο να θυσιαστούν για μια ολόκληρη ζωή και μετά την παρότρυνση του οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντος, αποφασίζουν από κοινού την ευθανασία, ως τη μόνη λύση. Με τη βοήθεια της μητέρας της Ελένης και ενός φίλου, βάζουν μπροστά το σχέδιο. Το μόνο που πρέπει να κάνουν είναι να δώσουν στο μωρό νερό αντί για γάλα. Το μωρό θα πεθάνει σιγά-σιγά και κανένας γιατρός δε θα ανακαλύψει την πραγματική αιτία θανάτου. Το ερώτημα που θέτει η ταινία είναι σαφές: είναι η πράξη τους αυτή δικαιολογημένη ή η αυξανόμενη ενοχή θα αφήσει ένα ανεξίτηλο στίγμα πάνω τους;
H κινηματογραφική καριέρα του Παύλου Τάσιου κλείνει απότομα το 1986 με το το “Νοκ Αουτ”. Σε αυτήν την παράξενη ταινία, ένα ψυχόδραμα με κωμικούς τόνους, ο Τάσιος εξετάζει την προσπάθεια ενός άντρα (Κώστας Αρζόγλου) να βγάλει από το τέλμα τον απογοητευμένο από τη ζωή, ψυχικώς διαταραγμένο και με αυτοκαταστροφικές τάσεις φίλο του (Γιώργος Κιμούλης). Ακόμα μια ταινία που ξεχώρισε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης αποσπώντας τα βραβεία καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, Α΄ ανδρικού ρόλου (Κιμούλης) και Β’ ανδρικού ρόλου (Φ. Χηνάς). Ο Τάσιος παραλαμβάνει το βραβείο του, ενώ ο εξώστης τον αποδοκιμάζει έντονα.
Το “Νοκ Άουτ” είναι η τελευταία ταινία του και η πρώτη ταινία που είδα σαν φοιτητής.
Home
Η τελευταία “Παραγγελιά” του Παύλου Τάσιου
Tue, 04/10/2011 - 20:04 — Mediasoup
Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 η “βιομηχανία” του ελληνικού σινεμά ανθεί. Στη γραμμή παραγωγής μιούζικαλ, κωμωδίες, αισθηματικές κομεντί και, φυσικά, μελοδράματα. Όλοι και όλα περιστρέφονται γύρω από τον Φίνο. Εκεί, βρίσκεται και ένας νεαρός. Τον λένε Παύλο κι είναι δεν είναι ένα εικοσάχρονο αγόρι. Δουλεύει ακατάπαυστα ως βοηθός σκηνοθέτη, κυρίως σε μελό.
Το 1965, ο παραγωγός τον εμπιστεύεται και τον αφήνει να κάνει μόνος του μια ολόκληρη ταινία. Ο Παύλος είναι πια εικοσιτριών χρόνων και η ταινία είναι η “Φτωχολογιά”. Αν και ο τίτλος ξεγελάει, θα μπορούσε να παραπέμπει σε μια νεορεαλιστική ταινία, το φιλμ δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα τυπικό μελό της εποχής. Η επόμενη ταινία του, έναν χρόνο αργότερα, λέγεται “Παράνομοι πόθοι” και δεν χωρά αμφιβολία για την... ταξική καταγωγή της. Ο κύκλος των μελό κλείνει to 1968 με τους “Αντίζηλους”.
Με την αλλαγή της δεκαετίας, αν και η εποχή είναι ύπουλη και σκοτεινή, ο νεαρός σκηνοθέτης, που δεν είναι πια νεαρός αφού έχει πατήσει πια τα τριάντα, αλλάζει ύφος, θεματολογία, κινηματογραφική γραφή. Αποκτά τη δική του ταυτότητα και είναι ο Παύλος Τάσιος, ο σκηνοθέτης του αντισυμβατικού σινεμά και όχι απαραίτητα του σινεμά του περιθωρίου, όπως επιμένει να αποκαλεί το συγκεκριμένο είδος το golden boy του Υπουργείου Πολιτισμού.
1972, μια Ελλάδα στρατοκρατούμενη, αμήχανη, φοβισμένη. “Ναι μεν, αλλά...” λέει ο Τάσιος και καταπιάνεται με ένα όχι και τόσο συνηθισμένο για τα δεδομένα της εποχής θέμα: ένας δημοσιογράφος ερευνά τα αίτια που οδηγούν έναν άντρα στον φόνο της ερωμένης του. Τον άντρα, τον υποδύεται ένας εξαίρετος ηθοποιός, ο Φάνης Χηνάς, που έφυγε αρκετά νέος από κίρρωση του ήπατος. Η ταινία παίρνει το βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης εκείνης της χρονιάς.
Πέντε χρόνια αργότερα, στη ζυγαριά της καθημερινότητας μπαίνει το “Βαρύ πεπόνι”. Ο Μίμης, ένας νεαρός επαρχιώτης καφετζής, μεταναστεύει στην Αθήνα, όταν η περιοχή του απαλλοτριώνεται από μια μεγάλη τουριστική επιχείρηση. Ο Μίμης δε θέλει να γίνει γκαρσόνι των άλλων. Στην Αθήνα, με τη βοήθεια ενός φίλου του από το στρατό, του Αριστείδη, προσπαθεί να αγοράσει δική του επιχείρηση, όμως τα χρήματα από την αναγκαστική απαλλοτρίωση, είναι λίγα και η αγορά αναβάλλεται. Πολύ γρήγορα πιάνει δουλειά ως γκαρσόνι και παρά την εσωτερική του αντίσταση, το γκαρσόνι τον κατατρέχει σε όλη του τη ζωή.
Είναι προφανές ότι ο Τάσιος εστιάζει στην καθημερινότητα με μια διαφορετική ματιά. Μιλά για την ελληνική κοινωνία και για τις παθογένειές της με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο. Οι άνθρωποι μπαίνουν στο περιθώριο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής χωρίς τη θέλησή τους και πολλές φορές παρά τη σθεναρή τους αντίδραση.
Το 1980 είναι χρονιά ορόσημο και για τον Παύλο Τάσιο και για το ελληνικό σινεμά. Ο σκηνοθέτης καταπιάνεται με ένα θέμα που έχει συγκλονίσει την κοινή γνώμη: το αιμοταβαμμένο μακρύ ζεϊμπέκικο του Νίκου Κοεμτζή. Ένας χορός που δεν τέλειωσε ποτέ, αλλά μια ταινία που ήρθε να ταράξει τα νερά της ελληνικής κινηματογραφίας. Διαφορετική θεματική, διαφορετική τεχνική κι ένας σπαραχτικός λόγος της Γώγου. Μια γροθιά στα χορτασμένα στομάχια της άρχουσας τάξης. Αν και η συγκεκριμένη ταινία σήμερα κάνει φανερές τις αδυναμίες της, δεν παύει να θεωρείται μία από τις καλύτερες ταινίες του ελληνικού σινεμά. Εντελώς τυχαία, ίσως και όχι, ο σκηνοθέτης ακολουθεί κατά πόδας, με λίγες μόνο μέρες διαφορά, τον πραγματικό του ήρωα στην απόλυτη σιωπή και στο απόλυτο σκοτάδι.
Η “Παραγγελιά” είναι μια από τις πρώτες ταινίες που κατέγραψαν με ρεαλισμό την νυχτερινή ζωή της λαϊκής Αθήνας την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Στο ίδιο κλίμα ο “Αγγελος” του Γιώργου Κατακουζηνού που γυρίστηκε λίγο αργότερα, ή ο “Ιωάννης ο βίαιος” της Τώνιας Μαρκετάκη. Ταινίες που άντλησαν το θέμα τους από ανθρώπινες τραγωδίες που έγιναν πρωτοσέλιδα στις εφημερίδες της εποχής.
Σκυλάδικο: ανθρώπινες υπάρξεις βουτηγμένες στον πυκνό καπνό, στο φτηνό αλκοόλ, στο λαϊκό άσμα που σέρνεται στο πάτωμα, στα θρύψαλα των πιάτων, στο άρωμα της κονσομασιόν και στη μυρωδιά του σάπιου γαρύφαλλου. “H ζωή μας είναι σουγιαδιές σε βρώμικα αδιέξοδα/ σάπια δόντια/ ξεθωριασμένα συνθήματα/ μπάσο βεστιάριο/ μυρουδιές από κάτουρο/ αντισηπτικά και χαλασμένα σπέρματα” διαβάζει σε εφιαλτικό τόνο η Κατερίνα Γώγου. Ο θεατής βουλιάζει στο τέλμα εκείνης της νύχτας, χωρίς ανάσα και χωρίς μνήμη. Το ξέσπασμα του Νίκου (τον Κοεμτζή υποδυόταν ο Αντώνης Αντωνίου) έρχεται να διαλύσει την ομίχλη και να λυτρώσει τελικά τον θεατή.
Η “Παραγγελιά” στην πρώτη της προβολή κόβει 196.186 εισιτήρια και παίρνει πέντε βραβεία στο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: Β' καλύτερης ταινίας, Α’ ανδρικής ερμηνείας (Α. Αντωνίου), μουσικής (Κυριάκος Σφέτσας), μοντάζ (Γιάννης Τσιτσόπουλος) και ηχοληψίας (Ηλίας Ιονέσκο).
Με το “Στίγμα” ο σκηνοθέτης αγγίζει το ευαίσθητο θέμα της ευθανασίας. Ένα νεαρό ερωτευμένο ζευγάρι, ο Πέτρος κι η Ελένη, γεννά ένα παιδί με σύνδρομο Down. Αντιμέτωποι με τον κίνδυνο να θυσιαστούν για μια ολόκληρη ζωή και μετά την παρότρυνση του οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντος, αποφασίζουν από κοινού την ευθανασία, ως τη μόνη λύση. Με τη βοήθεια της μητέρας της Ελένης και ενός φίλου, βάζουν μπροστά το σχέδιο. Το μόνο που πρέπει να κάνουν είναι να δώσουν στο μωρό νερό αντί για γάλα. Το μωρό θα πεθάνει σιγά-σιγά και κανένας γιατρός δε θα ανακαλύψει την πραγματική αιτία θανάτου. Το ερώτημα που θέτει η ταινία είναι σαφές: είναι η πράξη τους αυτή δικαιολογημένη ή η αυξανόμενη ενοχή θα αφήσει ένα ανεξίτηλο στίγμα πάνω τους;
H κινηματογραφική καριέρα του Παύλου Τάσιου κλείνει απότομα το 1986 με το το “Νοκ Αουτ”. Σε αυτήν την παράξενη ταινία, ένα ψυχόδραμα με κωμικούς τόνους, ο Τάσιος εξετάζει την προσπάθεια ενός άντρα (Κώστας Αρζόγλου) να βγάλει από το τέλμα τον απογοητευμένο από τη ζωή, ψυχικώς διαταραγμένο και με αυτοκαταστροφικές τάσεις φίλο του (Γιώργος Κιμούλης). Ακόμα μια ταινία που ξεχώρισε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης αποσπώντας τα βραβεία καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, Α΄ ανδρικού ρόλου (Κιμούλης) και Β’ ανδρικού ρόλου (Φ. Χηνάς). Ο Τάσιος παραλαμβάνει το βραβείο του, ενώ ο εξώστης τον αποδοκιμάζει έντονα.
Το “Νοκ Άουτ” είναι η τελευταία ταινία του και η πρώτη ταινία που είδα σαν φοιτητής.
Τα τελευταία χρόνια ο Π. Τάσιος προσπαθούσε να υλοποιήσει ένα σχέδιο με θέμα τη ζωή της θρυλικής Ζωζώς Νταλμάς εστιασμένο στην σχέση της με τον Τούρκο ηγέτη Κεμάλ Ατατούρκ. Αν και το σχέδιο είχε εγκριθεί από το πρόγραμμα “Ορίζοντες” του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, το εγχείρημα δεν προχώρησε ποτέ.
Θωμάς Σίδερης (mediasoup.gr)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου