10.10.11
Γιώργο, Ναι. Διάβασέ το…
Ο Μάκης Γεωργίου γράφει για το ρεπόρτερ θρύλο, Γιώργο Καράγιωργα, που έφυγε χθες στα 92 του.
Τον συνάντησα στην Ομόνοια. Δέκα μέτρα, πριν περάσω τη στοά, που βγάζει στην Πατησίων.
-Ρε, που πας;
Τα μάτια του καίγαν, από θυμό. Στ’ αυτιά μας φτάναν σκόρπιοι πυροβολισμοί. Και εκείνος ο ανατριχιαστικός ήχος από ... το πέλμα της ερπύστριας στην άσφαλτο, που καθώς απομακρυνόταν κι έσβηνε στο βάθος της νύχτας, σου πάγωνε το αίμα.
-Κύριε Καράγιωργα, το τανκ έριξε την πύλη του Πολυτεχνείου. Ήρθαν μόλις τώρα, ματωμένα παιδιά στην εφημερίδα ( «Βραδυνή» ) . Σφαγή. Ο Σαραντάκος μου είπε να πάω εκεί.
-Γύρνα πίσω, ρε βλάκα!
Έτοιμος ήταν να σηκώσει το χέρι, να μου δώσει χαστούκι, καθώς εγώ μετρούσα με τα μάτια μου, την απόσταση που με χώριζε από τη στοά ίσαμε την Πατησίων.
Την έβλεπα ελεύθερη. Αλλά, τους ελεύθερους σκοπευτές, δεν τους έβλεπα κι ούτε μπορούσα να φανταστώ την ύπαρξή τους.
Ο Καράγιωργας, διαβάζοντας τη σκέψη μου, μ’ άρπαξε από τον ώμο.
-Γύρνα πίσω και ζήτησε από το Σαραντάκο να σου δώσει δεύτερο άτομο και αυτοκίνητο. Μην τολμήσεις να πας έτσι. Θα σε σκοτώσουν!
Το μεσημέρι ήμουν με την Ιωάννα Καρυστιάνη κι ένα φοιτητή της Γεωπονικής. Τρώγαμε, αλλά δεν ξέραμε πως αυτό ήταν το τελευταίο γεύμα στο Πολυτεχνείο. Φακές κι ένα μπουκάλι γάλα.
Είχα μια εικόνα της κατάστασης-και την ανησυχία για το τι μπορεί ν’ ακολουθήσει-αλλά εκείνη την ώρα, τη νύχτα της 17ης Νοέμβρη, ο κοντός αυτός άνθρωπος, που μου έκλεινε το δρόμο, ο Καράγιωργας, είχε την αίσθηση της πραγματικότητας.
Κι όχι, εγώ. Γύρισα πίσω. Ο Σαραντάκος με κοίταξε περιφρονητικά.
-Να ξαναπάς.
Όταν, όμως, του είπα πως, τα περί αυτοκινήτου και συνοδού, τα προτείνει ο Καράγιωργας, άλλαξε αμέσως στάση.
-Πες στον Αλεξιάδη-φωτογράφος της εφημερίδας-να πάτε με το αυτοκίνητό του.
Πέρασαν χρόνια. Αλλά, κάθε φορά που συναντιόμασταν με τον Καράγιωργα, θυμόμασταν εκείνη τη νύχτα.
Ο Γιώργος Καράγιωργας είχε πάει σε πολέμους. Είχε πέσει με αλεξίπτωτο στον πόλεμο της Κορέας. Αν το ‘κανε σήμερα κάποιος, θα γινόταν σούπερ σταρ. Είχε καλύψει τον ισπανικό εμφύλιο, στο ξεκίνημα της καριέρας του, ως πολεμικός ανταποκριτής.
Είχε δώσει την ανταπόκρισή του, στο μεγάλο σεισμό της Κεφαλονιάς, από το τηλεγραφείο του Αργοστολίου και βγαίνοντας απ’ το κτίριο, σ’ ελάχιστα δευτερόλεπτα, ένας μετασεισμός το σώριασε κάτω, θάβοντας ζωντανούς όσους βρίσκονταν μέσα.
Και που δεν είχε πάει! Μίλαγε για τον πόλεμο και τον έρωτα και στα γραφεία των εφημερίδων, οι συντάκτες κρεμόντουσαν από τα χείλη του.
Ακόμη θυμάμαι και γελάω, τη σκηνή που περιέγραφε, με μια ψηλή Αγγλίδα δημοσιογράφο, σε μια από τις πολλές αποστολές που είχε πάει.
Τη φλέρταρε. Κι όλο το βράδυ, τη χόρευε. Για να καλύψει, όμως, την υψομετρική διαφορά, αυτός χόρευε στις μύτες των ποδιών. Όταν, τα χαράματα, την ανέβασε στο δωμάτιο, ήταν εκτός μάχης. Κράμπα.
Έγραφε βιβλία. Αστυνομικά μυθιστορήματα σε συνέχειες, στις εφημερίδες της δεκαετίας του ’60.
Κάθε φορά, όμως, που γινόταν κάποιο γεγονός, ήταν μπροστά. Μεγάλος ρεπόρτερ.
Πριν από χρόνια, ο αρχισυντάκτης της «Βραδυνής» , Σαράντος Σαραντάκος (πατέρας του Γιώργου και του Γιάννη) , είχε στείλει τον Τράγκα κι εμένα στα Σίδερα Χαλανδρίου, να καταγράψουμε τις ζημιές από μία μεγάλη πλημμύρα.
Ξαφνικά, τον βλέπουμε μπροστά μας. Με στολή εκστρατείας. Μπότες μέχρι το γόνατο, στρατιωτικό τζάκετ και στο στήθος κρεμασμένη, μία Nikon. Αεικίνητος. Δεν άφηνε να του ξεφύγει στιγμιότυπο.
Τον χαζεύαμε.
-Ρε Μάκη, εμείς τι κάνουμε τώρα εδώ;
Τα τελευταία χρόνια δούλευε στον ΑΝΤ1. Ερχόταν και μας διάβαζε, εμένα, του Βαφειάδη, του Βλαβιανού, του μακαρίτη του Σεφερλή, το σχόλιο που έκανε στο ραδιόφωνο.
-Πώς σας φαίνεται;
Τι να πεις σ’ ένα Καράγιωργα; Σ’ ένα θρύλο!
Ο ίδιος ήταν γενναιόδωρος, στους νεότερους.
-Σ’ άκουσα χθες. Πολύ καλός!
Μας χάριζε-σ’ όσους συμπαθούσε πιο πολύ-στυλό, βιβλία με αφιερώσεις. Μια φορά, τα ‘χω πάντα φυλαγμένα, μου χάρισε ένα ζευγάρι παπούτσια, με χτυπημένα πάνω τα αρχικά του ονόματός του.
-Τώρα πια δε φτιάχνουν τέτοια παπούτσια.
Τελευταία φορά, τον συνάντησα στο καράβι. Ερχόμουν απ’ τον Πόρο κι αυτός ανέβηκε στην Αίγινα.
Κρατούσε το σακάκι στο χέρι. Γυαλιά μαύρα, κλασικά Armani κι ένα μικρό μαύρο σακ βουαγιάζ περασμένο στον ώμο. Έκανα χώρο να κάτσει κοντά. Άνοιξε το σακ βουαγιάζ κι έβγαλε τα χειρόγραφα-το σχόλιό του στο ραδιόφωνο του ΑΝΤ1.
-Να στο διαβάσω;
Πίσω μας, ένας πιτσιρικάς ανοιγόκλεινε την πόρτα. Η αύρα του Σαρωνικού τρεμόπαιζε τα χαρτιά, καθώς διάβαζε με πάθος.
-Γιώργο, ήταν υπέροχο! …
parapolitika.gr
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου