Δημήτρης Καμπουράκης
Ο κύριος Λευτέρης ήταν πολύ αναστατωμένος, όταν τον συνάντησα τυχαία στο περίπτερο. Μόλις με είδε άρχισε τη διήγηση: Το προηγούμενο βράδυ, στο σπίτι του πλέον κολλητού φίλου του, είχε μπει η ... περιβόητη συμμορία με τα Καλάσνικωφ. Σκαρφάλωσαν με άγνωστο τρόπο στον τρίτο όροφο της πολυκατοικίας, παραβίασαν τη μπαλκονόπορτα και αιφνιδίασαν το ζευγάρι την ώρα που κοιμόταν. Τους χτύπησαν, τους απείλησαν ότι θα τους σφάξουν, τους έβρισαν, άδειασαν όλα τα συρτάρια και τα ντουλάπια ψάχνοντας λεφτά, πήραν κάτι ψευτοχρυσαφικά (ως και τις βέρες άρπαξαν απ’ τα δάκτυλα τους), καμιά τριακοσαριά ευρώ που υπήρχαν στα πορτοφόλια τους, τους κλείδωσαν στην τουαλέτα, πήραν τα κλειδιά και φεύγοντας έκλεψαν και το αμάξι τους.
Ο κ. Λευτέρης ήταν από τους πρώτους που κατέφθασαν στον σπίτι μόλις το ζευγάρι βγήκε από την τουαλέτα και το θέαμα τον είχε σοκάρει αφάνταστα. Βρήκε τους φίλους του να κλαίνε πανικοβλημένοι και το σπίτι τους σε κακή κατάσταση, με τα πράγματα σωρούς στη μέση των δωματίων. Μέχρι τα κρέατα από κατάψυξη είχαν πετάξει στο πάτωμα, ψάχνοντας για κρυμμένα χρήματα. Συμφώνησα κι εγώ μαζί του ότι η κατάσταση έχει γίνει πολύ επικίνδυνη, ότι η αστυνόμευση πάσχει και ότι με τη φτώχεια που υπάρχει, τα επόμενα χρόνια η εγκληματικότητα θα είναι το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα της κοινωνίας μας. Ρώτησα για την ψυχολογική κατάσταση των ανθρώπων και αν τους έκλεψαν πολλά. «Δεν είχαν μωρέ οι άνθρωποι, απλοί συνταξιούχοι είναι» μού απάντησε. «Το αμάξι όμως τούς πείραξε πολύ. Τους έκοψε τα πόδια κι άντε τώρα να αγοράσουν άλλο.»
«Δεν το είχαν ασφαλίσει για κλοπή;»
«Ξέρεις πόσα λεφτά τον χρόνο είναι η ασφάλεια; Και που να φανταστούν ότι θα κλέψουν το δικό τους;»
«Τότε, αν δεν το χρησιμοποιήσουν σε καμιά ληστεία» προσπάθησα να τον παρηγορήσω «κι αφού δεν είναι πολυτελές να το πουλήσουν με παραποιημένα στοιχεία, θα βρεθεί το αμάξι. Συνήθως τα παρκάρουν κάπου και τ’ αφήνουν.» Τότε ήταν που ο κύριος Λευτέρης, καπάτσος συνταξιούχος του δημοσίου, άνοιξε το στόμα του και κατέθεσε την καταπληκτική του πρόταση για το ζήτημα του κλεμμένου αυτοκινήτου. Η πρόταση του εμπεριείχε όλες εκείνες τις ψυχολογικές, οικονομικές, πολιτικές, νομικές και τεχνολογικές συνιστώσες, που την αναβαθμίζουν από απλή άποψη ενός πολίτη, σε μια πρωτότυπη τεκμηριωμένη έκθεση-εισήγηση με αδιαμφισβήτητο κύρος.
«Κι αν αυτά τα καθάρματα το αφήσουν στην Ελευσίνα ή στην Ανάβυσσο, που να το βρει ο άνθρωπος μέσα στα εκατομμύρια των αμαξιών; Τα περιπολικά και οι μοτοσυκλέτες της αστυνομίας, που να πρωτοκοιτάξουν; Ένας είναι ο τρόπος, αλλά υπάρχει κανένας με μυαλό σ’ αυτή τη χώρα να το οργανώσει; Οι ταξιτζήδες. Αυτοί είναι χιλιάδες και γυρίζουν παντού. Αν υπήρχε τρόπος να ειδοποιηθούν ότι αναζητείται ένα αμάξι τάδε μάρκας, χρώματος και αριθμού, θα είχαν το νού τους οι άνθρωποι. Γυρίζουν που γυρίζουν στους δρόμους. Θέλουν όμως κάποιο κίνητρο για να το κάνουν.»
«Καλή ιδέα. Ας επικοινωνήσει ο φίλος σου με τις ενώσεις των ταξιτζήδων, να τους το πεί. Δεν ξέρω βέβαια αν τα καταστατικά τους το επιτρέπουν, αλλά ας δοκιμάσει. Έχουν ασυρμάτους και μπορούν να ενημερώσουν τα μέλη τους αμέσως.»
Ο κύριος Λευτέρης κούνησε το χέρι του μοιρολατρικά: «Και που ξέρει ο φίλος μου ποιές είναι οι ενώσεις; Στην ψυχολογική κατάσταση που είναι, που να τις βρει; Αυτά έπρεπε να τα κάνει αυτομάτως η αστυνομία ή το κράτος. Αλλά υπάρχει κράτος;»
«Ε, μέχρι να υπάρξει κράτος, ας το κάνει ο φίλος σου» τσιτώθηκα εγώ. «Να πάρει το 11888 ή το 11880, να ζητήσει τις ενώσεις. Σιγά το δύσκολο. Πόσες θα είναι; Τρεις; Πέντε; Να επικοινωνήσει μαζί τους, να τους πεί ότι δίνει ένα ποσόν σ’ όποιον βρει το αυτοκίνητο του.»
Ο συνομιλητής μου γύρισε και με κοίταξε με μέγιστη απορία, λες και είπα τη μεγαλύτερη σαχλαμάρα του κόσμου: «Ποιός να δώσει; Ο φίλος μου; Εμ τον κλέψανε, εμ θα πληρώσει κι από πάνω;»
«Μα, εσύ δεν είπες ότι χρειάζονται ένα κίνητρο οι ταξιτζήδες;»
«Είπα. Να τους δώσει το κράτος ένα κίνητρο. Να κάνει μια φοροαπαλλαγή σ’ όποιον βρίσκει ένα κλεμμένο, να του δώσει φθηνότερη βενζίνη ή ανταλλακτικά ή κάτι τέτοιο. Ό,τι νομίζουνε. Κράτος είναι, θα βρουν τον τρόπο.»
Το κοίταξα άναυδος: «Για στάσου κύριε Λευτέρη μου, γιατί δεν σε καταλαβαίνω. Τον φίλο σου κλέψανε, αυτός καίγεται για τ’ αμάξι του, το κράτος θα δώσει κίνητρο για να το βρούνε; Από που κι ως που;»
Το βλέμμα του κυρίου Λευτέρη αγρίεψε απότομα, σα να είχα θίξει τα ιερά και τα όσια του. Η στεντόρεια φωνή του υψώθηκε αμέσως: «Πληρώνουμε, Κύριε, φόρους στο κράτος για να έχουμε την ασφάλεια μας ή δεν πληρώνουμε; Πληρώνουμε.»
Κάποια μικρο-αντίρρηση πήγα να ψελλίσω εγώ επ’ αυτού, αλλά δεν μού επέτρεψε. «Αφού λοιπόν το κράτος δεν απέτρεψε τη ληστεία ως όφειλε, αφού έχει τους ληστές και κυκλοφορούν ελεύθεροι, πρέπει να πληρώσει τη ζημιά. Δεν κα-τά-λα-βα δη-λα-δή...»
«Κάνεις χιούμορ κύριε Λευτέρη, σωστά; Πες μου ότι κάνεις χιούμορ.»
«Που το είδες το χιούμορ; Και μη μου πεις ότι το κράτος δεν έχει λεφτά, διότι το φαγοπότι των πολιτικών συνεχίζεται... Εγώ αυτά δεν τα πιστεύω, είναι σχέδιο, κι έπειτα δεν είπα να τού αντικαταστήσει το αμάξι, που κανονικά έτσι θα ‘πρεπε. Να δώσει όμως ένα μπόνους 500 ευρώ σ’ όποιον το βρει. Άλλωστε, δεν αναφέρομαι στη μεμονωμένη περίπτωση του φίλου μου. Για το πως θα έπρεπε να δουλεύει το κράτος λέω. Τόσες εκατοντάδες αμάξια και μηχανάκια κλέβονται κάθε μέρα. Αν είχε κάνει μια σύμβαση το κράτος με τους ταξιτζήδες, ξέρεις πόσα θα έβρισκαν κάθε μέρα;»«Τους διόρισες και δημόσιους υπάλληλους τώρα τους ταξιτζήδες...»
«Όχι δημόσιους υπάλληλους. Μια απλή σύμβαση. Διότι τότε θα τους έδινε λιγότερα. Αν τώρα δώσει 500 ευρώ για να βρεθεί το αμάξι του φίλου μου, με τη σύμβαση θα μπορούσε να δίνει μόνο 200. Διότι θα υπήρχε τζίρος.»
«Τού έκανες και σκόντο του κράτους κύριε Λευτέρη. Μ' αρέσει...Δηλαδή, αν τρελαθώ εγώ τώρα και σου βουτήξω τα τσιγάρα που αγόρασες απ’ το περίπτερο, θα έπρεπε το κράτος να σου τα αντικαταστήσει ή να υποσχεθεί επίδομα σ’ όποιον με προλάβει πριν τα καπνίσω. Σωστά;»
«Έλα τώρα βρε Δημήτρη. Εγώ μιλώ σοβαρά κι εσύ με δουλεύεις...»
protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου