30.10.11

Άντε και μετακομίσου! ...

Από την tsaousa

Νομίζω ότι η μετακόμιση είναι το αρχαιότερο επάγγελμα, μαζί με την ιεροδουλία.

Πράγματα ιερά και τα δυο, γιατί στη μεν πρώτη, αν μετακομίζεις επειδή χώρισες γλιτώνεις τη δουλεία στον άντρα και στη δεύτερη γλιτώνεις τη δουλεία στον άντρα που δεν κάνει καλό σεξ και δεν πληρώνει κι από πάνω.

Όπως και...

να ‘χει, έκανα την όγδοη μετακόμιση της ζωής μου και παρότι έχω δηλώσει πως μετακομίζω όποτε αλλάζω άντρα, δεν ευτύχησα να συζήσω με οκτώ αρσενικά.

Απλώς, με τον τελευταίο αλλάζαμε συχνά σπίτι, σαν τους Μπόνι και Κλαϊντ.

Το παράδοξο είναι πως δεν μας κυνηγούσαν, ούτε χρωστούσαμε ενοίκια. Βαριόμασταν μεταξύ μας και νομίζαμε πως έφταιγε το σπίτι.

Άλλοι κάνουν παιδιά για να ανανεώσουν τη σχέση τους, εμείς κάναμε συμβόλαια ενοικίων.

Πάει κι αυτός, θα ξαναερωτευτεί, θα βαρεθούν τις μύτες τους, θα αρχίσουν τις μετακομίσεις, αλλά εγώ δεν το κουνάω από αυτό το σπίτι μέχρι να αγοράσω δικό μου, δηλαδή ποτέ.

Δεν φεύγεις από το σπίτι του οποίου η ιδιοκτήτρια σου δίνει συγχαρητήρια που κουβαλάς μαζί 4 γάτες κι ένα σκύλο, μένει από πάνω σου και λυσσάει όπως κι εσύ τις νύχτες σαν τα χάμστερ, ζωγραφίζοντας.

Είναι ζωγράφος η σπιτονοικοκυρά μου, κάνει κομποστοποίηση, έχει υψηλή αισθητική, είναι ευγενική και δεν θυμίζει σε τίποτα όλες τις προηγούμενες σπιτονοικοκυρές που είχα.

Θα ξεχάσω τη Σοφούλα που ήρθε κάποτε απροειδοποίητα επίσκεψη να δει το σπίτι της κι έσβηνε τα τσιγάρα στο πάτωμα;

Ευτυχώς ο θεός των σκύλων με λυπήθηκε και όταν βγήκε στον κήπο να αναπολήσει τα παιδικά της χρόνια που σκαρφάλωνε στο τάδε πεύκο, πάτησε μια τεράστια σκατούλα που δεν είχα προλάβει να μαζέψω, επειδή μάζευα τις γόπες της.

Δεν ξεχνιέται ούτε η Ιωάννα, άλλη σπιτονοικοκυρά αυτή, που ήρθε κι έβαλε κάτω από την πέργκολα στην πόρτα της κουζίνας μου, δικό της τραπέζι και καρέκλες για να μην κάθομαι εγώ.

Ερχόταν κι έπινε εκεί το καφεδάκι της κι ας είχε δυο ορόφους μεζονέτα από πάνω.

Μια φορά στραβοκατάπιε, της κόπηκε η αναπνοή, αλλά δε ζήτησε νερό. Συνήλθε ολομόναχη κάτω από την πέργκολα, έξω από την πόρτα μου, μέσα στην τρέλα που τη βάραγε.

Η τελευταία μου σπιτονοικοκυρά, αυτή που μόλις εγκατέλειψα, ήταν η καλύτερη.

Σάββατο βράδυ κάναμε λογαριασμό, πλήρωσα τα κοινόχρηστα –ε, ναι, τι; Υπήρχε περίπτωση να μου χρωστάει αυτή κοινόχρηστα; Δεν γίνονται αυτά με τις σπιτονοικοκυρές-.

Φιληθήκαμε, χαιρετηθήκαμε και πήγε και κατέβασε το γενικό του καλοριφέρ, μην κάψω κάνα λίτρο παραπάνω το τελευταίο εκείνο βράδυ που έμεινα στο σπίτι.

Δάγκωνα τα πόμολα απ’ το κρύο, αλλά δεν πήγα να της παραπονεθώ. Δεν αξίζει να παραπονιέσαι όταν ο άλλος δεν το ‘χει.

Κάπως σαν τις σπιτονοικοκυρές, είναι κι οι άντρες της ζωής μας.

Πολλοί κακοί για σένα και ένας ο καλός.

Κι όλοι να σου φουσκώνουν τα κοινόχρηστα όταν χωρίζετε, μην τύχει και γλιτώσεις κάνα φράγκο όμορφων στιγμών.

Βέβαια, δεν ξεχνάς ότι κι εσύ τους λέρωνες τους τοίχους εκεί μέσα.

Δε βαριέσαι όμως;

Λιγη μπογιά από πάνω κι όλα λέει θα ξεχαστούν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: