Της Σταυρούλας Παπασπύρου
Μια παρέα καλοζωισμένων πενηντάρηδων, φίλοι κολλητοί στα νιάτα τους, ξανασυναντώνται στον τόπο όπου έκαναν τις πρώτες τους διακοπές -ένα παραδεισένιο κάποτε ψαροχώρι, μεταλλαγμένο πια σε...
τυπικό τουριστικό θέρετρο, μ' οργανωμένες παραλίες, ενοικιαζόμενα apartements και γκουρμέ ρεστοράν.
Η εκδρομή οφείλεται στην επιμονή ενός εξ αυτών να δείξει στους υπόλοιπους τον ξενώνα που έφτιαξε στη θέση του ερειπωμένου Μύλου όπου ερωτροπούσαν στην εφηβεία τους. Ομως η κατάληξή της θα είναι τραγική. Ενας από την ομάδα πέφτει σε γκρεμό και το πτώμα του το καταπίνει η θάλασσα. Ατύχημα ή δολοφονία; Και πόσο συμπτωματικό είναι το γεγονός ότι το θύμα είχε υπάρξει το αδιαμφισβήτητο αστέρι της παλιάς εκείνης συντροφιάς, ο πιο τολμηρός, ο πιο γοητευτικός, ο πιο απρόβλεπτος, αλλά κατέληξε σερβιτόρος σε ταβέρνα;
Η απάντηση κρύβεται στο νέο βιβλίο του Νίκου Παναγιωτόπουλου «Τα παιδιά του Κάιν» (Μεταίχμιο), που, παρά τα φαινόμενα, δεν είναι αστυνομικό. Ακόμα κι η αναφορά του Κάιν στον τίτλο, σε λογοπαίγνιο οφείλεται -το ψαροχώρι ονομάζεται Καινούριο, αλλά στην τσακισμένη πινακίδα που αντικρίζει κανείς μπαίνοντας, διασώζονται μόνο τα πρώτα γράμματα... Με σπουδές τεχνολόγου-μηχανικού και μια σύντομη θητεία στο πολιτιστικό ρεπορτάζ, βραβευμένος σεναριογράφος και πεζογράφος με δύο έργα του στον κατάλογο του Γκαλιμάρ, το «Γονίδιο της αμφιβολίας» και την «Αμφιβολία», ο Παναγιωτόπουλος επιστρέφει μ' ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα που διατρέχει την τελευταία τριακονταετία, επιχειρώντας ν' ανιχνεύσει κυρίως αυτό: πώς, έπειτα από τόσα «καλά», ανέμελα χρόνια, φτάσαμε κι εμείς στο χείλος του γκρεμού.
Η ιδέα για το βιβλίο υπήρχε πολύ καιρό μέσα του. «Ηδη από το 2000», λέει, «ήξερα ότι θα γράψω την ιστορία αυτής της παρέας που ήταν και δική μου, ότι όλα θα διαδραματίζονταν στον Μύλο, υπαρκτή παραλία της Λευκάδας, ότι ένας από τους πρωταγωνιστές θα σκοτωνόταν κι ότι το πτώμα του δεν θα βρεθεί ποτέ. Το θολό αρχικό μου σχέδιο ήταν να περιγράψω τις αλλαγές που συνέβησαν σ' αυτή τη χώρα και τους ανθρώπους της, υποψιασμένος κι εγώ πως το πανηγύρι που ζούσαμε ήταν πλαστό. Επί μία οκταετία πρόσθετα κάθε τόσο στο σημειωματάριό μου καινούριες ιδέες, όπως αυτή που ενσωματώνει στην πλοκή ένα ευρωπαϊκό σεμινάριο σεναρίου, προκειμένου στην πτώση να είναι παρών κι ένας ευρωπαϊκός "χορός". Κι ενώ είχα ολοκληρώσει κάμποσα σκόρπια κεφάλαια, κάποια στιγμή κόλλησα. Μέχρι που ήρθε η κρίση. Και τότε, πήρα φωτιά!».
Ισως έτσι να εξηγούνται και οι αργοί ρυθμοί του πρώτου μέρους, όπου υιοθετώντας διάφορες οπτικές γωνίες και χωρίς να παραμελεί ούτε τους ντόπιους ούτε τους συμμετέχοντες στο σεμινάριο, ο Παναγιωτόπουλος συστήνει τους βασικούς του ήρωες, ανατρέχοντας στο παρελθόν τους, στις καριέρες τους και τις προσωπικές τους επιλογές. Επιλογές υπαγορευμένες εν πολλοίς από το κλίμα μιας εποχής που δόξαζε το χρήμα κι έδινε ευκαιρίες πριμοδοτώντας την «ανάπτυξη», το φαίνεσθαι, τα επιχειρηματικά σάλτα και, φυσικά, τα κομματικά κονέ. Από τη μέση του βιβλίου, ωστόσο, οι ρυθμοί επιταχύνονται, ενώ κι ο τόνος του συγγραφέα γίνεται όλο και πιο καταγγελτικός.
«Η Μεταπολίτευση», διαβάζουμε, «ήρθε κουτί στους κοτζαμπάσηδες που κυβερνούν τον τόπο... Κάλεσαν τον λαό σε γκάρντεν πάρτι. Κι οι πρώην αποκλεισμένοι είδαν φως και μπήκαν... Ολοι τους ανεξαιρέτως επιδόθηκαν σ' ένα πλιάτσικο άνευ προηγουμένου...Η μαγκιά αναδείχτηκε σε "δικαίωμα", η αρπαχτή βαφτίστηκε "κίνητρο", το θράσος και ο τσαμπουκάς "επαναστατικότητα", η ρεμούλα έγινε "κανόνας" και η κομπίνα φανέρωνε "δημιουργικότητα"- τα εθνικά ελαττώματα πήραν άφεση, απέκτησαν ιδεολογικό άλλοθι.. Η τελευταία πράξη του εμφυλίου παίχτηκε στο χρηματιστήριο. Η οικονομική ανάπτυξη, με τις ευλογίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, λειτούργησε σαν ευρύχωρη κολυμπήθρα του Σιλωάμ»...
Είναι άραγε κακά τα «Παιδιά του Κάιν»; «Κανένα δεν είναι κακό», σύμφωνα με τον Παναγιωτόπουλο. «Ολα τους όμως είχαν μια δυνατότητα και την έχασαν. Ηταν έξυπνα, όμορφα, μοσχαναθρεμμένα, διαβασμένα, είχαν όλα τα καλά του Θεού, αλλά τα σπατάλησαν στη διαχείριση του τίποτα. Κι αυτό είχε συνέπειες για όλους μας. Δείτε, για παράδειγμα, τι κάνει ο Πέτρος. Παίρνει ένα ερείπιο και το κάνει κούκλα. Τυπικά, δεν δικαιούνταν να το αγγίξει. Λύγισε όμως τους νόμους, αποχαρακτήρισε την περιοχή από δασική ανοίγοντας την όρεξη και στους οικοπεδοφάγους, τα 'βαλε με το θεριό της γραφειοκρατίας, κι εκ του αποτελέσματος δικαιώθηκε. Κάπως έτσι, όμως, έγινε η χώρα μας μπουρδέλο...».
Σύγχρονος γιάπις με καλλιτεχνικές ανησυχίες, ο συγκεκριμένος ήρωας αντιπαραβάλλεται στο βιβλίο με το αλλοτινό ίνδαλμα της παρέας, τον Χρήστο, που κάποιοι φαντάζονταν σε... φυτεία της Νικαράγουας ή σε άσραμ στην Ινδία, μέχρι να τον δουν, κεραυνοβολημένοι, να τους σερβίρει στην ταβέρνα του χωριού. Στο πρόσωπο του τελευταίου, ενδεχομένως κάποιοι να διακρίνουν ανάγλυφα τα σημάδια της ήττας. Για τον Παναγιωτόπουλο όμως, είναι «ένας άνθρωπος που ανέκαθεν φλέρταρε με το ρίσκο, και ο οποίος ισορρόπησε τελικά απαγκιάζοντας στην επαρχία, κάνοντας οικογένεια, ζώντας ταπεινά. Ηττα είναι αυτό;».
Τα τελευταία τριάντα χρόνια «ζηλέψαμε πάρα πολλούς επιτυχημένους», συνεχίζει, «χωρίς όμως ν' αναρωτηθούμε τι σημαίνει επιτυχία ακριβώς. Είναι επιτυχία να γίνεσαι εκδότης και να σέρνεσαι στα δικαστήρια για ξέπλυμα μαύρου χρήματος; Ντοπάραμε τους αθλητές μας ψοφώντας για πρωταθλητές και να 'μαστε τώρα να φωνάζουμε "να μπούνε οι πούστηδες φυλακή", λες και δεν ξέραμε τι γίνεται. Ενώ συγγραφείς όπως ο Μάρκαρης και ο Δοξιάδης έπρεπε να ξεχωρίσουν στο εξωτερικό για να τους θεωρήσουμε επιτυχημένους κι εδώ...».
Εκπληκτος από το «πόσο απροκάλυπτα, δίχως ίχνος τσίπας» διαχειρίζονται οι πολιτικοί μας την τωρινή κατάσταση -«Με τρελαίνει ο σατανικός υπουργός Οικονομικών που θεωρεί ότι δεν έχει νόημα να φορολογηθεί η εκκλησιαστική περιουσία!»- ο Παναγιωτόπουλος είναι πεπεισμένος πως το πρώτο επάγγελμα που πρέπει ν' ανοίξει είναι το δικό τους, κι ότι τα κόμματα κατέχουν την πρώτη θέση στη λίστα με τους εγχώριους προβληματικούς οργανισμούς. Εχοντας δε νωπές τις εντυπώσεις από το «Δόγμα του σοκ» της Ναόμι Κλάιν, στοιχηματίζει πως η περίπτωση της Ελλάδας θα είναι το πρώτο κεφάλαιο που θα προστεθεί στις επόμενες επανεκδόσεις του. «Σαν πειραματόζωα κι εμείς, είμαστε μουδιασμένοι, αποπροσανατολισμένοι» λέει. «Ο,τι πήγε να γίνει στο Σύνταγμα με τους Αγανακτισμένους, καταστράφηκε από τους γραφικούς... Και το δυστύχημα είναι πως ακόμα κι αν διά μαγείας εξαφανίζονταν όλα τα οικονομικά μας προβλήματα, για τα άλλα ελλείμματά μας, σε ηθικό, κοινωνικό, αισθητικό επίπεδο, θα είμασταν και πάλι χρεωμένοι ώς τον λαιμό».
φωτό: Λ. Παπαδόπουλος
Ελευθεροτυπία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου