Του Θωμά Σίδερη
Kάποτε ήτανε μια χώρα που την κάνανε “Οικόπεδο”. “Από πού πάνε για τη χαβούζα”, παιδιά; Αλλά αυτό δεν είναι τίποτα. “Τι έχουν να δουν τα μάτια μου ακόμα”. Μας καταντήσανε “Black Μπε”... Μας είπανε “Λάβετε θέσεις”, μας βάλανε στη...
γραμμή, Τσαφ “Τσουφ”, τρενάκι κανονικό. Όσο και να μας λένε “Θανάση σφίξε κι άλλο το ζωνάρι”, η μοναδική μας αντίσταση είναι να λέμε “Σσστ”, “Κοιτάζοντας τον Υμηττό” ή “Πέρα από τον Ορίζοντα”. Να γινόμαστε “Δραπέτες του Φεγγαριού”. Κι όλα αυτά δεν είναι δικές μου “Έμμονες Ιδέες”. Δεν ξέρω αν υπάρχει ελπίδα, έτσι κι αλλιώς “O θεός είναι αόρατος”. Αλλά εγώ πιστεύω ότι κάτι μπορεί ν’ αλλάξει. Γι’ αυτό “Μάθε παιδί μου γράμματα”.
Ο Θόδωρος Μαραγκός είναι από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις του ανεξάρτητου ελληνικού κινηματογράφου. Όταν όμως φλέρταρε με το εμπορικό σινεμά, οι ταινίες του έσπασαν ταμεία και έγιναν τα εμπορικότερα φιλμ της χρονιάς. Ποιος δε θυμάται άλλωστε τον Θανάση Βέγγο στο “Θανάση σφίξε κι άλλο το ζωνάρι” ή τον Βασίλη Διαμαντόπουλο στο “Μάθε παιδί μου γράμματα”;
Παρότι ανατρεπτικός και αντισυμβατικός, κέρδισε ουκ ολίγα βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και αλλού. Ο ίδιος εξακολουθεί να πιστεύει στην ανατροπή και το παλεύει ακόμα και σήμερα, φτιάχνοντας ταινίες μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ.
Ποια ήταν η πρώτη σας δουλειά;
Δούλεψα βοηθός στο μαγαζί του πατέρα μου. Είχε ένα κουρείο στα Πετράλωνα και με πήρε μαζί του. Με το σχολείο δεν είχα και τις καλύτερες σχέσεις. Εκείνη την εποχή αρχίζω να ζωγραφίζω μετά μανίας. Μου άρεσε πολύ το κόμικ και η γελοιογραφία. Αρχίζω και ψάχνομαι λοιπόν για να βρω εφημερίδες και περιοδικά για να δημοσιεύσω τη δουλειά μου.
Το κινούμενο σχέδιο ήρθε σαν φυσική εξέλιξη των σκίτσων που κάνατε;
Κάπως έτσι. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 αποφασίζω να κάνω την πρώτη μου ταινία κινουμένων σχεδίων. Μάλλον, ήμουνα από τους πρώτους στην Ελλάδα που ασχολήθηκα μ’ αυτό το σινεμά. Εντάξει, δεν ήτανε και το πιο εύκολο πράγμα. Ελάχιστα τεχνικά μέσα, απίστευτες ώρες δουλειάς και τη χούντα πάνω από το κεφάλι μας.
Η ενασχόλησή σας με το κινούμενο σχέδιο έχει τελειώσει;
Όχι βέβαια. Τώρα στο You Tube παίζεται ένα φιλμάκι κινουμένων σχεδίων έξι λεπτών που περιλαμβάνεται σ’ ένα ντοκιμαντέρ που έχω κάνει τελευταία με τίτλο “Οι κλέφτες του χρόνου”. Το φιλμάκι αυτό λειτουργεί κάπως αυτόνομα μέσα στην ταινία και έχει τίτλο “Kαλώς ήρθατε στη χώρα του πολιτισμού”.
Προφανώς αναφέρεστε σε κάποια άλλη χώρα...
Εννοείται!
Πώς κι ένας κινηματογραφιστής της παλιάς σχολής ασχολείται με το You Tube;
Η μουβιόλα, το μηχάνημα που κάναμε μοντάζ, έχει τελειώσει. Για να υπάρξω σαν καλλιτέχνης έπρεπε να μπω στην καινούρια τεχνολογία. Αλλά η σχέση μου με τα νέα μέσα δεν είναι τόσο τεχνική, όσο καλλιτεχνική και δημιουργική. Πάντως, η λογική και η τεχνική του κινουμένου σχεδίου δεν έχει αλλάξει και πολύ. Απλώς, οι υπολογιστές μάς βοηθάνε να κάνουμε κάποια πράγματα ευκολότερα.
Παράλληλα, με τις πρώτες ταινίες κινουμένων σχεδίων που κάνετε, φτιάχνετε και το πρώτο σας ντοκιμαντέρ, το “Οικόπεδο”.
Η ταινία αυτή γυρίστηκε το ’71 και την είχε απαγορεύσει η χούντα. Στα Πετράλωνα ήτανε ένα οικόπεδο όπου πηγαίνανε όλοι για να διασκεδάσουνε, να παίξουνε μπάλα, να δουν κάποιες ταινίες που προβάλλονταν σε έναν τοίχο παρακείμενου σπιτιού. Σ’ αυτό το οικόπεδο ερχόταν και το σχολείο που βρισκόταν πεντακόσια μέτρα παραπέρα και δεν είχε χώρο και έκανε γυμναστικές επιδείξεις. Σ’ αυτή την ταινία έδειχνα την κατάντια της ελληνικής κοινωνίας στα χρόνια της χούντας.
Το ντοκιμαντέρ φαίνεται πως το αγαπάτε. Με ντοκιμαντέρ ξεκινήσατε αλλά ντοκιμαντέρ κάνετε ακόμα και σήμερα.
Από τις τελευταίες τέσσερις ταινίες μου, οι τρεις είναι ντοκιμαντέρ και η μία φιξιόν.
Μιλήστε μας για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία φιξιόν που κάνατε.
Ήτανε το “Λάβετε θέσεις”. Έπαιζε ο φίλος μου ο Βαγγέλης Καζάν. Έφυγε ξαφνικά και δεν το περίμενε κανείς. Έκανε πολύ καλή ζωή, ήτανε αθλητής. Στην ταινία περιγράφω την πρώτη μου επαφή με το χωριό μου, μετά από δέκα χρόνια. Έδειχνε την ερήμωση και τη εγκατάλειψη της επαρχίας. Έδειχνε ακόμα και τη μετάβαση στη νέα εποχή, με τα θερμοκήπια, τα φυτοφάρμακα και λοιπά. Μετά από λίγες εβδομάδες όμως έγινε το Πολυτεχνείο, οπότε η ταινία ξεπεράστηκε από τα ίδια τα γεγονότα.
Πώς είναι να κάνεις κινηματογράφο το ’73;
Όταν εμφανίστηκε η τηλεόραση, σταμάτησαν οι κλασικοί παραγωγοί. εμφανίστηκαν καινούριοι δημιουργοί, οι οποίοι προσπαθούν με άλλους τρόπους να κάνουνε ταινίες. Στη δεκαετία του ’70 γεννιέται η ανεξάρτητη παραγωγή του δημιουργού. Το “Λάβετε θέσεις” έγινε με δικά μου έξοδα. Αυτή η ανεξάρτητη παραγωγή κράτησε δεκαπέντε χρόνια, μέχρι που το κράτος έφτιαξε το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και μας διέλυσε.
Από το ξεκίνημά σας κιόλας, πήρατε αρκετά βραβεία σε φεστιβάλ. Έχουν αξία τελικά τα βραβεία;
Όταν έκανα το “Τσουφ” και είχα αυτή την αντιμετώπιση, για παράδειγμα γράψανε οι εφημερίδες πολύ καλές κριτικές, χάρηκα πάρα πολύ. Αλλά μέχρι εκεί ήτανε. Στην πραγματικότητα, δε μου λέει και πολλά πράγματα ένα βραβείο.
Αμέσως μετά την πτώση της χούντας, κάνατε τον “Αγώνα”. Ντοκιμαντέρ κι αυτό...
Αναφερόταν στους αγώνες του λαού μας τα τελευταία δύο χρόνια, ένα χρόνο πριν από την πτώση της χούντας κι ένα χρόνο μετά. Δεν ήταν μόνο ο αντιδικτατορικός αγώνας, ήταν και ο αγώνας για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Κινηματογραφήσαμε και τα γεγονότα του Πολυτεχνείου αλλά και της κινητοποιήσεις του λαού μετά τη χούντα. Την ταινία την κάναμε η “ομάδα των έξι”, όπως τη λέω. Είμαστε έξι κινηματογραφιστές, όπου ο καθένας είχε τη δική του συνεισφορά στην ταινία. Ήταν ο Ζαφειρόπουλος, ο Παπανικολάου, ο Οικονομίδης, ο Γιαννικόπουλος και ο Γιώργος Θανάσουλας, ο οποίος είχε τραυματιστεί άσχημα από τους αστυνομικούς όταν έκανε κάποιο γύρισμα. Παραλίγο να τον σκοτώσουν. Η ταινία πάει στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και παίρνει το δεύτερο βραβείο. Η ταινία κάνει πάρα πολλές προβολές σε εργατικούς χώρους. Είναι η πρώτη μου επαφή με έναν κόσμο αγωνιζόμενο, είτε πολιτικά είτε πολιτιστικά. Μου άνοιξε τα μάτια και με επηρέασε πολύ, ακόμα και στις ταινίες που κάνω σήμερα.
Εκείνη την εποχή, με ποιους άλλους κινηματογραφιστές ήσαστε συνοδοιπόροι;
Όλοι οι νέοι δημιουργοί τότε είμαστε ανεξάρτητοι. Παλεύαμε όλοι με τα δικά μας μέσα να κάνουμε κινηματογράφο.
Υπήρχε εκείνη την εποχή προσδοκία ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα;
Υπήρχε όραμα, υπήρχε στόχος, όπως να ρίξουμε τη χούντα, να έχουμε δημοκρατία, εμείς οι δημιουργοί να μην έχουμε λογοκρισία. Σκεφτόμαστε τότε ότι με μια σειρά επιμέρους νικών θα μπορούσαμε να φέρουμε τον σοσιαλισμό πιο γρήγορα.
Αυτό που συνέβαινε τότε και αυτό που συμβαίνει σήμερα, μπορούμε να το παραλληλίσουμε;
Το ίδιο πράγμα είναι. Και τώρα τα νέα παιδιά έχουν όραμα. Δεν μπορεί να μην έχουν όραμα. Αγωνίζονται για να ανατραπεί αυτό που συνθλίβει τη ζωή όλων μας. Γιατί, δεν αντέχεται όλο αυτό που μας βάζουν να ζήσουμε.
Ο λεγόμενος εμπορικός κινηματογράφος πώς προέκυψε;
Ήθελα να κάνω μια ταινία με τον Θανάση Βέγγο. Είχα κάνει το σενάριο για την ταινία “Aπό πού πάνε για τη χαβούζα” και θεωρούσα ότι ήταν ο πιο κατάλληλος για να την κάνει. Η ταινία έγινε σε παραγωγή της εταιρείας “Καραγιάννης - Καρατζόπουλος”. H ταινία γυρίστηκε το ’78 και αφορούσε τη χαβούζα που υπήρχε στο Κερατσίνι. Η ταινία δεν ήταν μόνο η εμπορικότερη της χρονιάς αλλά και της εποχής εκείνης. Έβαλε κατά κάποιο τρόπος τέλος στη λεγόμενη κρίση του ελληνικού κινηματογράφου. Βγήκε σε μια συγκυρία όπου πολλές αίθουσες έκλειναν, αφού οι ταινίες δεν έκαναν εισιτήρια. Ακόμα και οι αμερικάνικες ταινίες είχαν πάρει τότε την κατιούσα. Η παντοκρατορία της τηλεόρασης είναι πλέον εμφανής. Έρχεται λοιπόν το “Από πού πάνε για τη χαβούζα” και στην πρώτη προβολή κάνει 500.000 χιλιάδες εισιτήρια.
Εκείνη την εποχή όμως ταινίες σαν το “Από πού πάνε για τη χαβούζα” κατηγορήθηκαν σαν απλοϊκές, ότι παρουσίαζαν τα πράγματα άσπρο μαύρο.
Ήτανε ένα πάντρεμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας που αφορά όμως σε ένα μεγαλύτερο κοινό και έχει πιο εμπορικά χαρακτηριστικά. Δεν ξέρω αν ήταν κάτι νέο, σίγουρα όμως ήταν κάτι διαφορετικό. Η ταινία αυτή όπως και οι επόμενες εκείνης της περιόδου που έκανα, είχανε έντονο κοινωνικό στίγμα και σαφή πολιτική θέση. Εντάξει, δεν μπορώ να πω ότι πέτυχαν οι ταινίες μου σε όλα τα σημεία, σε γενικές γραμμές όμως αυτό που είχα στο μυαλό μου το έδωσα.
Η επαφή και η γνωριμία με τον Θανάση Βέγγο πώς έγινε;
Ο Βέγγος είχε εκδηλώσει την επιθυμία του να κάνει ταινία μαζί μου, γιατί είχε δει το “Λάβετε θέσεις” και ήθελε να παίξει τον ρόλο του Καζάν. Έβλεπε τον Καζάν που έτρεχε στην ταινία και έλεγε “δεν είναι δυνατόν να τρέχει άλλος εκτός από μένα”. Κρατήσαμε λοιπόν επαφή κάποια χρόνια, ώσπου τελικά συνεργαστήκαμε. Ήταν κάτι που το θέλαμε πολύ και οι δύο.
Το διάστημα εκείνο ο Θανάσης Βέγγος έκανε παραγωγές ο ίδιος;
Όχι. Την εταιρεία την έχει κλείσει και έχει πολλά χρέη. Όμως, καλλιτεχνικά, διανύει εξαιρετική περίοδο. Έχει κάνει ήδη τις ταινίες “Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση” και “Θανάση πάρε τ’ όπλο σου” με τον Κατσουρίδη και έχει αποσπάσει βραβεία αλλά και πολύ καλές κριτικές. Δεν είναι απλώς ο γελωτοποιός του σινεμά ή η φαρσοκωμωδία του παρελθόντος, έχει εξελιχθεί σε έναν σπουδαίο κινηματογραφικό πρωταγωνιστή, ο οποίος βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι εκείνης της εποχής.
Πώς ήταν σαν άνθρωπος ο Θανάσης Βέγγος;
Ήταν ένας πληθωρικός άνθρωπος. Σε έπνιγε με το συναίσθημά του. Ήτανε πολύ αγαπητός και συνεργάσιμος. Για μένα ήτανε ένας μεγάλος δάσκαλος κι έμαθα πολλά πράγματα απ’ αυτόν. Βέβαια, υπήρχαν και κόντρες και διαφορετικές γνώμες και αντιθέσεις, τις οποίες τις ξεπεράσαμε και τις παντρέψαμε στo επόμενο φιλμ που κάναμε μαζί, τo “Θανάση σφίξε κι άλλο το ζωνάρι”. Η ταινία αυτή μπορεί να είχε μικρότερη εμπορική επιτυχία σε σχέση με την πρώτη, σημείωσε όμως καλλιτεχνική επιτυχία και πήρε και βραβείο σεναρίου στο φεστιβάλ του Σαν Ρέμο.
Το “Μάθε παιδί μου γράμματα” είναι η ταινία που σας χαρακτηρίζει ή κάνω λάθος;
Είναι κατά κάποιο τρόπο βιωματική. Ο τρόπος με τον οποίον έφυγα από το σχολείο, που έμαθα τη δουλειά του κουρέα, που έκανα άλλες δουλειές, όλο αυτό αποτυπώνεται στο “Μάθε παιδί μου γράμματα”. Ο ρόλος του πιτσιρικά επαναστάτη στην ταινία είναι πιο κοντά σε μένα, είναι δηλαδή περισσότερο βιωματικός. Κόντρα στην εξουσία, κόντρα στους γονείς, κόντρα στο σχολείο... Για την εποχή που προβλήθηκε, ήτανε μια έκπληξη. Σήμερα, ωστόσο, με τη χρονική απόσταση που υπάρχει φτιάνει στ’ αυτιά μου ένας δυνατός απόηχος της ταινίας.
Πώς την υποδέχτηκε η επίσημη κριτική;
Κάποιοι κριτικοί της επιτέθηκαν σκληρά και προσπάθησαν αν τη μειώσουν τόσο στο αισθητικό μέρος όσο και στο περιεχόμενο. Κυρίως, όμως το πρόβλημά τους ήμουν εγώ. Ο πόλεμος ξεκίνησε από το “Σσσστ!”, από τη δεύτερη ταινία που έκανα. Εκεί καταλάβανε ότι δεν ήμουνα δικός τους. Εκεί καταλάβανε ότι είχα μια άλλη προσέγγιση, ότι δεν ήμουνα ο αριστερός της ήττας. Τους ενοχλούσαν οι ιδέες μου. Ο περιορισμός που προσπάθησαν να μου επιβάλουν, άρχισε από τότε και ολοκληρώθηκε με το Κέντρο Ελληνικού Κινηματογράφου.
Μετά το “Μάθε παιδί μου γράμματα” πώς ήτανε τα πράγματα;
Έκανα μία ακόμα ταινία με δική μου παραγωγή, το “Τι έχουν να δουν τα μάτια μου”. Στην ταινία αυτή ολοκλήρωση την αποτύπωση των πολιτικών απόψεων που είχαν εκείνη την εποχή. Μετά πάπαλα...
Ταινία σε παραγωγή του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου κάνατε;
Ο κρατικός κινηματογράφος κατέστρεψε την ανεξάρτητη παραγωγή του δημιουργού. Το ’92 μού εγκρίθηκε ένα σενάριο, αλλά ο τρόπος παραγωγής του Κέντρου και ο τρόπος παραγωγής ο δικός μου δεν ήταν συμβατοί. Συγκεκριμένα, εγώ είχα ένα σενάριο από το ’88, το κατέθεσα, πέρασε ενάμισης χρόνος να εγκριθεί, άλλο ενάμισης για να πάρω κάποια χρήματα και να ξεκινήσω την ταινία. Όταν όμως πήρα το σενάριο ξανά στα χέρια για να ξεκινήσω γυρίσματα, διαπίστωσα πια ότι εγώ βρισκόμουν πια σε άλλη φάση. Έξι χρονιά μετά από την πρώτη γραφή του, πολλά πράγματα είχαν αλλάξει έξω αλλά και μέσα μου. Έπρεπε να αναπροσαρμόσω το σενάριο. Από την άλλη το Κέντρο μού επέβαλε έναν συγκεκριμένο χρόνο γυρισμάτων. Υπήρχε μία σύγκρουση, εγώ ήθελα να το ανανεώσω και να το επικαιροποιήσω, ενώ οι γραφειοκράτες του Κέντρου μού έλεγαν ότι πρέπει να γυρίσω σώνει και καλά αυτό που είχε εγκριθεί.
Τι έφταιξε που οι ταινίες του Κέντρου δε βρήκαν στην πλειοψηφία τους ανταπόκριση στο κοινό;
Επικράτησε μόνο μία λογική και πριμοδοτήθηκε μία τάση: ο “αγγελοπουλισμός”. Όχι ο Αγγελόπουλος, ο “αγγελοπουλισμός”, έχει σημασία αυτό. Μία αντίληψη κινηματογραφική, που μας έρχεται από τη Δύση, είναι ευρωπαΐζουσα και χτυπάει τον ελληνικό πολιτισμό και την παράδοσή του.
Δεν ήσαστε ενταγμένος ούτε στο λόμπι των κρατικοδίαιτων του ΠΑΣΟΚ εκείνης της εποχής αλλά ούτε και σε κάποιον χώρο της Αριστεράς. Πόσο σας κόστισε αυτό;
Δεν ξέρω... Δυσκολεύτηκα πολύ για να κάνω πράγματα. Από την άλλη είχα βοήθεια από πολύ κόσμο που επίσης ήταν ανένταχτος, που επίσης ήταν κόντρα σε όλους αυτούς. Και με στηρίζανε και συνεχίζουν ακόμα να είναι κοντά μου Φίλοι, άνθρωποι της δουλειάς, που τους αρέσει η δουλειά μου και είναι κοντά μου. Όπως κοντά τους είμαι κι εγώ και τους βοηθάω όσο μπορώ.
Κάνατε σειρές για την κρατική τηλεόραση;
Ναι, δύο. Ήτανε και οι δύο κινηματογραφημένες. Προβλήθηκαν από μία φορά και μετά εξαφανίστηκαν από προσώπου γης.
Τις έχει χάσει τις κόπιες η ΕΡΤ;
Προσπαθώ να τις βρω...
Άλλοι σκηνοθέτες μού έχουν πει ότι πούλησαν τα σπίτια τους για να κάνουν σειρές στην ΕΡΤ. Εσείς;
Η ΕΡΤ με πτώχευσε! Ιδιαίτερα, στη σειρά “Πέρα από τον ορίζοντα”, έχασα ό,τι είχα και δεν είχα. Είχα εξασφαλίσει έναν ιδιώτη χρηματοδότη, επειδή όμως δεν έδωσα κάποια μίζα που μου ζητήσανε, διώξανε τον χορηγό. Το αποτέλεσμα ήτανε να πάρω δάνειο, να περάσουν τρία χρόνια για να πάρω κάποια χρήματα, όταν έτρεχαν υπερημερίες και τόκοι. Όταν με εξόφλησαν τέλος πάντων, και αφού μου παρακράτησαν το 10%, όλα πήγαν στις τράπεζες. Εκτέθηκα στην αγορά, με έφτασαν να χρωστάω σ’ ένα σωρό ανθρώπους. Στο μεταξύ, με καταντήσανε φοροφυγά, αφού εγώ είχα κόψει τα τιμολόγια, αλλά αυτοί δεν μου είχανε πληρώσει ούτε το ΦΠΑ. Τότε, είπα μέσα μου ότι δεν πρόκειται να ξανακάνω τίποτα για την ΕΡΤ.
Υ.Γ. Απόσπασμα από τη ραδιοφωνικής συνέντευξη του Θόδωρου Μαραγκού στην εκπομπή των Θωμά Σίδερη και Θανάση Λαζαρίδη “Αρσενικοί και παλιά δαντέλα” στον ραδιοσταθμό “Στο Κόκκινο”.
mediasoup.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου