Η τελευταία συνέντευξη του Νίκου Θέμελη...
Μέσα από τέσσερις ιστορίες των μελών μιας οικογένειας, στο διάστημα από το τέλος του Εμφυλίου ως τις αρχές του 1990, αλλά και τέσσερα όνειρα, ο συγγραφέας στο καινούργιο μυθιστόρημά του γράφει για το αίτημα της ανεκπλήρωτης δικαιοσύνης. Μας μιλάει για το...
«τι» και το «πώς» του βιβλίου του αλλά και για τη σύγχρονη πραγματικότητα της παρακμής της ελληνικής κοινωνίας.
Τον βρήκα στο σπίτι του να ταλαιπωρείται από έναν πόνο στη μέση του, εδώ και μήνες, όπως μου είπε. Αν και κουρασμένος, λάμπει όταν μιλάει για το νέο του μυθιστόρημα, το πρόσφατο παιδί του, που με τίτλο «Η συμφωνία των ονείρων» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο την ερχόμενη εβδομάδα. Δεν ξεχωρίζω στα λόγια του τον μυθιστοριογράφο από τον πολιτικό και παρ΄ όλο που εξ αρχής μού επισημαίνει να μη μιλήσουμε για την τρέχουσα πολιτική, εν τούτοις οι παρατηρήσεις του, όπως θα διαβάσετε παρακάτω, για το πώς διαμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια η ελληνική κοινωνία, επέχουν θέσεις ενός υλικού προς συζήτηση από αναλυτές και δημόσια πρόσωπα. Το βιβλίο του είναι δομημένο σε τέσσερις ιστορίες και σε τέσσερα όνειρα.
Πρωταγωνιστούν τα μέλη μιας ζοφερής οικογένειας. Πρόσωπα εφιαλτικά, όπως η εξουσιαστική Μαριάνθη ή ο δωσίλογος Αγης και άλλα που καταπιέζονται, όπως η Ανθούλα ή η Μαρία. Με έναν λόγο στακάτο, έχοντας αφήσει πολύ πίσω τον λυρισμό του προηγούμενου βιβλίου του, διεκτραγωδεί προσωπικές ιστορίες των «σιωπηλών ηρώων της ιστορίας» που ξεκινούν από τον Εμφύλιο και φτάνουν στις ημέρες μας. Προτού φύγω, έπειτα από μια μακρά συζήτηση, θα μου εκμυστηρευθεί ότι από όλους τους ήρωές του πιότερο αγαπάει αυτούς που αφήνουν μια χαραμάδα αντίστασης σε ό,τι τους καταπιέζει.
- Η κινητήρια δύναμη της μυθοπλασίας σας φαίνεται να είναι τα όνειρα. Πώς οδηγηθήκατε σε αυτό;
«Κάποια στιγμή προβληματίστηκα πώς στην ελληνική πραγματικότητα μπορεί το όνειρο να κινητοποιεί ανθρώπους. Στην ελληνική γλώσσα και στον ελληνικό λόγο γενικότερα μπορούμε να ανακαλύψουμε πολλές εκδοχές “ονείρων”. Ασχολούμαι με τέσσερις εκδοχές, δύο εκδοχές ονείρου του ύπνου και δύο του ξύπνου. Η πρώτη ιστορία είναι ένα όνειρο της αρχέγονης εποχής, όπου κάποιος προσπαθεί να το εξηγήσει καταφεύγοντας σε εντελώς ανορθολογικές μεθόδους. Στην τέταρτη ιστορία υπάρχει μια προσέγγιση του ονείρου μέσω της φροϋδικής επιστημονικής διεργασίας. Στη δεύτερη ιστορία έχω τα όνειρα του ξύπνου, αυτό που λέμε όνειρο ζωής, όνειρο για το μέλλον. Τέλος, στην τρίτη ιστορία είναι η μετατροπή του ονείρου από άυλο αγαθό σε εμπορεύσιμο, σε αγοραίο όνειρο».
- Παρατηρώ ότι στη συγγραφική σας πορεία πάτε από το «μάκρο» στο «μίκρο».Εγκαταλείπετε τις μεγάλες αναφορές σε περιόδους,τις μεγάλες ιδέες ενώ τα πρόσωπα αποκτούν μεγαλύτερο βάρος.Είναι έτσι;
«Πραγματικά, εδώ κλείνω, στενεύω την οπτική μου γωνία σε πολλά επίπεδα, και σε επίπεδο κοινωνίας, χρόνου, ανθρώπων. Είναι απόσπασμα μιας πραγματικότητας που δεν είναι καθολική αλλά είναι πάντως αντιπροσωπευτική. Η ιστορία της οικογένειας που παρουσιάζω θα μπορούσε να είναι στα Γιάννενα, στη Λάρισα, στην Αλεξανδρούπολη, οπουδήποτε. Πέρα από το ζήτημα της έμπνευσης με τα όνειρα- που δεν ξέρω πώς γεννήθηκε αυτή η έμπνευση - θέλησα να δείξω σε μια συγκεκριμένη εποχή τις σχέσεις εξουσίας και εξουσιαζόμενων, κυβερνώντων και κυβερνώμενων. Στις τέσσερις αυτές ιστορίες το βασικό μοτίβο είναι οι σχέσεις εξουσίας, οι οποίες κορυφώνονται στην τελευταία ιστορία, όπου θέλω να δείξω πώς όταν οι άνθρωποι φτάσουν στα όρια των αντοχών τους μπορούν να ξεπεράσουν και τα όρια του πολιτισμού τους».
- Δεν φοβάστε μήπως η λύση μέσω της αυτοδικίας που αναφέρετε στην τελευταία σας ιστορία διαβαστεί ως μια κάποια δικαίωση της πράξης αυτής ή και ακόμη παραπέρα,ως μια δικαίωση της τρομοκρατίας;
«Είναι άλλο αν αυτό που δείχνω το νομιμοποιώ και άλλο αν το επισημαίνω στον αναγνώστη. Η τρομοκρατία δεν είναι πράξη αυτοδικίας, αλλά “επαναστατική”- σύμφωνα με τις δηλώσεις αυτών που την κάνουν. Η αυτοδικία στο μυθιστόρημα είναι μια προσωπική λύση που δίνει ένα πρόσωπο για ένα συγκεκριμένο τραύμα, για κάτι που τον έχει θίξει ουσιαστικά και που η πολιτεία αδυνατεί ή δεν θέλει να αποδώσει δικαιοσύνη. Η ιστορία αυτή σπρώχνει τα πράγματα στα όρια. Θυμήσου τι λέει ο φαρμακοποιός στο τέλος: “Δεν πάει άλλο!”».
- Διαπιστώνω ότι υπάρχει σε αυτό σας το έργο ένα στοιχείο επιστροφής στην παράδοση,χρησιμοποιείτε την ηπειρωτική ντοπιολαλιά, το αρχέγονο όνειρο...Είναι μια συνειδητή επιλογή και γιατί;
«Η παραδοσιακή γλώσσα είναι ενδιαφέρουσα γιατί είναι μια ανορθολογική ερμηνεία αυτού που συμβαίνει. Πιστεύω ότι η κοινωνία μας είναι βαθιά ανορθολογικά δομημένη. Ενα μεγάλο κομμάτι της συλλαμβάνει το τι συμβαίνει και αντιδρά μέσα από ανορθολογικούς τρόπους. Είναι βέβαια ένα στοιχείο της παράδοσής μας όπου το φαντασιακό αναμειγνύεται με το πραγματικό σε μια παραπανίσια δοσολογία από ό,τι συμβαίνει στους δυτικούς πολιτισμούς και σε σημείο που πολλές φορές δεν λειτουργεί δημιουργικά αλλά συνθλίβει, δεσμεύει, καθηλώνει, ακυρώνει».
- Το μυθιστόρημά σας έχει ως κύρια πρόσωπα γυναίκες.Το σχετίζετε αυτό με την εξουσία των γυναικών;
«Δεν αντιπροσωπεύουν όλες οι ηρωίδες μου την εξουσία. Αλλά όλες είναι κινητήριες δυνάμεις. Αυτές ελέγχουν τον άνδρα, την οικογένεια, μηχανεύονται τρόπους απόδρασης από δύσκολες καταστάσεις. Αν έχει κάτι σχέση με την εξουσία στο μυθιστόρημα μου, αυτό είναι οι δίδυμες σχέσεις. Τα δίπολα, π.χ. η Μαριάνθη και ο απόκληρος κομμουνιστής γιος, η Νίκη και ο Γιαννάκης, ο δωσίλογος και η κόρη του Ανθούλα, ο παπάς και η Μυρσίνη. Αυτά τα δίδυμα κινητοποιούν την ιστορία. Ολοι είναι υποκείμενα της εξουσίας- πλην της Μαριάνθης που είναι η ίδια η εξουσία, η “απέθαντη εξουσία”. Κάτι συμβολικό, όπως καταλαβαίνεις. Γιατί υπάρχει παντού γύρω μας.».
- Η ιστορία της οικογένειας που εξιστορείτε αρχίζει μεν την εποχή του Εμφυλίου και τελειώνει στη δεκαετία του ΄90,αλλά μάλλον τις ενδιάμεσες εποχές τις περνάτε χωρίς να στέκεστε πολύ σε αυτές;
«Ηθελα όταν επέλεξα το μείζον γεγονός- της ανεκπλήρωτης δικαιοσύνης- να σύρω το τόξο της εξιστόρησης ως σήμερα για να καταδείξω ότι το τραύμα μαζεύει πύον χωρίς να λυτρώνεται. Η λύση του προβλήματος τοποθετείται γύρω στο 1989-90 και λόγω της ηλικίας των ηρώων μου αλλά και γιατί θεωρώ την περίοδο αυτή με την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού ιδιαίτερα σημαντική. Εχουμε επιπλέον την ίδια περίοδο το ξέφρενο ξέσπασμα της παγκοσμιοποίησης και των τεχνολογιών. Για λόγους οικονομίας δεν μου χρησίμευε να αναφερθώ αναλυτικά στη χούντα, την περίοδο Καραμανλή ή την πρώτη περίοδο του ΠαΣοΚ. Ο Μένης Κουμανταρέας είπε πρόσφατα- και το συμμερίζομαι - ότι για να γράψεις για μια εποχή χρειάζεσαι απόσταση από το συγκεκριμένο σήμερα».
Τα δίπολα έχουν ανατραπεί
- Πιστεύετε ότι ο κόσμος διαβάζει ακόμη βιβλία;
«Δεν είμαι σίγουρος ότι όλα τα βιβλία που πουλιούνται διαβάζονται κιόλας. Τα κάνουμε δώρα τα Χριστούγεννα, αλλά δεν διαβάζονται. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι συρρικνώνεται ο αριθμός του αναγνωστικού κοινού. Από την άλλη μεριά, φίλος εκδότης που βγάζει δύσκολα βιβλία μού έλεγε ότι δεν πιέζεται ιδιαίτερα. Προφανώς το κοινό των απαιτητικών βιβλίων έχει αντιστάσεις. Αλλά αυτό δεν είναι το κοινό των 20άρηδων ή 30άρηδων του Ιnternet». - Είναι στοιχείο της κρίσης αυτό το γεγονός; «Η κρίση κατά τη γνώμη μου δεν είναι απλώς οικονομική. Είναι μια ολική κρίση, κουλτούρας, πολιτισμού που έχει τις εκφάνσεις της στο πολιτικό σύστημα, την οικονομία, τις κοινωνικές σχέσεις και με τον πολιτισμό αυτόν καθεαυτόν. Αυτά τα τέσσερα πεδία τροφοδοτούν με την κρίση του το ένα το άλλο και όλα μαζί σε έναν χορό Ζαλόγγου μάς οδηγούν όλους σε μια σπειροειδή κατηφόρα».
- Υπάρχει κάποιο από τα τέσσερα αυτά πεδία (κοινωνία,πολιτισμός,πολιτικό σύστημα,οικονομία),το οποίο θα μπορούσε να γίνει κινητήριος δύναμη μιας αντίστροφης φοράς;
«Είναι βαθιά μου πεποίθηση ότι πίσω από μια κακή άρχουσα κουλτούρα κρύβεται μια χωλή και καταστρεπτική παιδεία. Αυτή η άρχουσα κουλτούρα υπονομεύει την ύπαρξη δημιουργικών δυνάμεων, υγιών δομών, λειτουργίες θεσμών, συμπεριφορές ηγεσιών κτλ. Γι΄ αυτό όλες οι προσπάθειες που γίνονται είναι βραχύβιες και η κυρίαρχη κουλτούρα εύκολα τις ανατρέπει. Υπάρχουν, βέβαια, άνθρωποι με σωστές, ακόμη και αντιτιθέμενες μεταξύ τους απόψεις, αλλά διαχρονικά είναι μειοψηφικές δυνάμεις και δεν μπορούν να ανατρέψουν την κουλτούρα της παρακμής, των αγκυλώσεων και των στρεβλώσεων».
- Το πολιτικό σύστημα δεν είναι αυτό που θα άλλαζε την παιδεία;
«Οταν αναφέρομαι στην παιδεία δεν εννοώ μόνον αυτή των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Ενα ριάλιτι σόου μιας ώρας μπορεί να ακυρώσει 24 ώρες διδασκαλίας αξιακών συστημάτων, ηθικών συμπεριφορών και άλλων αξιόλογων εννοιών σε ένα λύκειο. Και δεν αναφέρομαι μόνον στην τηλεόραση αλλά σε κάθε είδους δημόσιο λόγο που εκπέμπει σήματα διαμόρφωσης προσωπικοτήτων και ιδεολογιών. Τι θα προσλάβει το παιδί όταν βλέπει ότι σημασία έχουν τα “κονέ”, η αρπαχτή του μπαμπά, η φοροδιαφυγή, ο ατομισμός, ο καταναλωτισμός της μαμάς, τα έξι κινητά που δεν μπορούν να γίνουν οχτώ... Οσες αλλαγές και να κάνεις στο εκπαιδευτικό σύστημα, αν υπάρχει το κοινωνικό και οικογενειακό αντιπαράδειγμα, τίποτε δεν θα αλλάζει».
- Είναι γνωστό ότι με έναν νόμο αλλάζεις το σύστημα εισαγωγής αλλά το πολιτιστικό εποικοδόμημα απαιτεί χρόνια πολλά για να αλλάξει.
«Πολλές φορές με έναν νόμο δεν αλλάζεις ούτε αυτό που θέλει να αλλάξει ο νόμος, ειδικά σήμερα που έχουν διαρραγεί οι εξουσια στικές ικανότητες της πολιτείας. Τώρα η κοινωνία έχει πολυκερματιστεί και δεν συστοιχίζεται πίσω από τον πολιτικό λόγο. Επιπλέον η μεσαία τάξη που η άνοδός της είναι από τα μεγαλύτερα φαινόμενα που αλλάζουν την ταυτότητα της ελληνικής κοινωνίας μετά την Κατοχή, αυτοπροσδιορίζεται με δικούς της όρους. Δεν ξέρει όμως πού ανήκει, είναι δεξιά ή αριστερά; ΠαΣοΚ, ΝΔ, Αριστερά; Πρέπει να πάει μπρος ή πίσω; Αυτά δεν είναι υπαρξιακά διλήμματα κάποιων διανοουμένων- που ούτως ή άλλως είναι- αλλά ένα τεράστιο θολό ερωτηματικό για την ίδια τη μεσαία τάξη».
- Και τα πολιτικά κόμματα δεν μπορούν να παρέμβουν;
«Το μεγαλύτερο φαινόμενο της Ελλάδας είναι η ανατροπή των δίπολων: Δεξιά- Αριστερά, πλούσιοι- φτωχοί. Η ανάδυση της νέας, μεσαίας, παντοδύναμης τάξης κατήργησε τα δίπολα και κατακερμάτισε σε πολλά υποσύνολα την κοινωνία. Ομως αυτή δεν έχει την ικανότητα του αυτοπροσδιορισμού της, να καθορίσει τα δικά της οράματα. Της λείπουν τα εργαλεία, όπως η παιδεία, και έτσι γίνεται έρμαιο της αγοράς, του ατομισμού και της υπερκατανάλωσης. Ως είναι επακόλουθο, έρμαιο αυτής γίνονται και τα κόμματα και οι πολιτικές δυνάμεις.
Παραφράζοντας την 11η θέση του Φόιερμπαχ θα έλεγα “πώς να δώσουμε απαντήσεις όταν δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε τον κόσμο που μας περιβάλλει;”. Εκεί είναι η ευθύνη των διανοουμένων, όχι να καταγγείλουν αλλά να ερμηνεύσουν και να συμφωνήσουν στην ερμηνεία και ας διαφωνήσουν στο διά ταύτα».
ΤΟ ΒΗΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου