Του Δημήτρη Καμπουράκη
Οι δεκ(α)οχτούρες μοιάζουν με τα περιστέρια, αλλά δεν είναι περιστέρια. Αν πιστέψουμε τους συγχωριανούς μου (καθότι τη γνώμη των ίδιων των πουλιών δύσκολα θα τη μάθουμε) πρόκειται για πετεινά κατωτάτης υποστάθμης. Η κατάταξη τους στα υπόγεια της...
κοινωνικής πυραμίδας των πτηνών είναι σαφώς πολυπαραγοντική, φρονώ όμως ότι η βασικότερη αιτία είναι η φωνή τους. Πήραν το όνομα τους από ένα παράδοξο λυγμικό κρώξιμο που βγαίνει απ’ το κορμί τους (όχι από το στόμα τους που παραμένει κλειστό ενώ θορυβούν), το οποίο μοιάζει να επαναλαμβάνει μονότονα την ανθρώπινη λέξη «Δεκαοχτώ! Δεκαοχτώ!». Και μόνο αυτή η γελοιότητα της ονοματοδοσίας τους, θα αρκούσε για να στείλει αυτομάτως τις δεκαοχτούρες στα τάρταρα της ορνιθολογικής αξιολόγησης. Παρά τις αναμφισβήτητες οικολογικές μου ευαίσθησίες, τείνω να συμφωνήσω μ’ αυτό το αντι-οικολογικό συμπέρασμα των συγχωριανών μου.
Είναι ένα πουλί που δεν διαθέτει τη μεγαλοπρέπεια του αητού, την αστραπιαία εφόρμηση του γερακιού, την φανταχτερή διακόσμηση του παγωνιού, τη νυχτερινή σοφία της κουκουβάγιας, την σπιτική ταπεινότητα του σπουργιτιού, τη ωδική μαγεία του αηδονιού, τη θαλασσινή χάρη του γλάρου, τη φιλοσοφημένη ενάργεια του πελαργού, το λικνιστό περπάτημα της πέρδικας, την σεβάσμια μοναχικότητα του μπούφου ή έστω την απόμακρη αποστασιοποίηση του όρνεου. Πώς λοιπόν θα μπορούσε να αναμένει καλή βαθμολογία στην αξιολόγηση του βιογραφικού του; Η δεκαοχτούρα δεν κατάφερε ούτε καν να πλασάρει ένα δικό της κέλυφος. Έκλεψε το σουλούπι του περιστεριού δίχως όμως το απαστράπτον λευκό του χρώμα, που πάνω της μπασταρδεύτηκε μ’ έναν τόνο άρρωστου σταχτί. Είναι προφανές ότι ένα πτηνό που (δίχως να κατέχει το παραμικρό τσαλίμι στην ακελάιδιστη φωνή του) επαναλαμβάνει ολημερίς μπροστά στην πόρτα μας τον πιο άσχετο από τους ανθρώπινους αριθμούς, δεν μπορεί παρά να κατατρύχεται από λογιών-λογιών ψυχονευρωτικά μπλοκαρίσματα και μανιοκαταθλιπτικά σύνδρομα. Ποιά άραγε ανωμαλία στα βάθη του DNA, μπορεί να οδηγήσει ένα πετεινό του ουρανού στην συνεχή εκνευριστική επίκλιση τού ξεκούδουνου και κακόηχου «Δεκαοχτώ»; Χάθηκαν για παράδειγμα, το Τρία της Αγίας Γραφής ή το Επτά της Αποκάλυψης;
Οι άνθρωποι των χωριών θεωρούν τις δεκαοχτούρες απόκτημα τελευταίας εσοδείας. Ο Αττικός ουρανός είναι επίσης γεμάτος από δαύτες, αλλά οι Αθηναίοι δεν ασχολούνται με τη μυθολογία των πτηνών που ίπτανται στους μολυσμένους αιθέρες τους, συνεπώς δεν μπορούν να μας δώσουν καμιά αξιόπιστη πληροφορία. Στο καφενείο του χωριού επιμένουν ότι τα πουλιά αυτά παλιότερα δεν υπήρχαν. Σα να εμφανίστηκαν ξάφνου από το πουθενά. Αδυνατούν να προσδιορίσουν με ακρίβεια πότε έγινε η ορμητική τους έφοδος στην τοπική φύση, κανένας υπολογισμός όμως δεν ξεπερνά τα όρια των δύο τελευταίων δεκαετιών. Ουδείς γνωρίζει πούθε κρατά η σκούφια τους κι αυτό συντελεί στην διατήρηση ζοφερών μύθων γύρω από την ύπαρξη και τη ραγδαία επέκταση τους. Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, οι χωριανοί τοποθετούν τα πουλιά αυτά ανάμεσα σε μια παραδοξοπλασία της φύσης και σε κάποιο ανθρώπινο εργαστηριακό κατασκεύασμα. Η οπτική τους λίγο απέχει από το να τα θεωρούν κάτι σαν ζόμπι των πτηνών.
Υφέρπει μία θεωρία ότι «τα φέρανε για να φάνε μια παράξενη κάμπια που ρήμαζε τότε τα κηπευτικά κι αυτά εξεφύγανε και εκουκουλώσανε ούλο τον κόσμο», αλλά δίχως περαιτέρω λεπτομέρειες για τον χρόνο έλευσης, για τον εμπνευστή της μεταφοράς ή για το σκουλίκι των ζαρζαβατικών που υποτίθεται ότι δημιούργησε αυτή την ανακατοσούρα. Απορρίπτω ασυζητητί αυτή τη θεωρία. Οι αγρότες μας ουδέποτε θα εμπιστευόντουσαν την πολύτιμη σοδειά τους σ’ ένα άγνωστο ζωντανό. Ως προνοητικοί νοικοκύρηδες που ήταν πάντα, προτιμούσαν να θωρακίζουν τα προϊόντα τους με τόνους δηλητηριωδών φυτοφαρμάκων, μία ψεκαστηριά από τα οποία ήταν ικανή να κατακεραυνώσει ακαριαία όχι μια κάμπια πάνω σε πιπεριά, αλλά ολόκληρο κοπάδι από κραταιές Ολλανδικές αγελάδες μαζί με τους κτηνοτρόφους τους.
Αλλά ας επανέλθω στις δεκαοχτούρες, διότι ξέφυγα. Οι συγχωριανοί μου, πέραν των άλλων, τις θεωρούν και τσαπατσούλικα πουλιά. Έχοντας συνηθίσει να κρίνουν τους ανθρώπους από τη νοικοκυροσύνη του σπιτικού τους, κρίνουν και τα πτηνά με τον ίδιο τρόπο. Η φωλιά της δεκαοχτούρας αποτελεί μνημείο ασχετοσύνης και κακοτεχνίας, δείγμα ότι το περίεργο αυτό φτερωτό δεν διαθέτει βάθος βιολογικής μνήμης. Η προσωρινή φωλιά που κατασκευάζει για την αναπαραγωγή της αποτελείται από μερικά ξυλαράκια τοποθετημένα σταυρωτά χωρίς καμιά τεχνική και μαστοριά. Όταν λοιπόν τύχει να φυσήξει πολύς αέρας ανάμεσα στα κλαδιά των δένδρων, τα αβγά ή οι νεοσσοί πέφτουν στο χώμα, προκαλώντας μέγιστη χαρά στις πεινασμένες γάτες και απαξιωτικό χλευασμό στους ανθρώπους.
Παρά τα κατασκευαστικά λάθη της εστίας τους, όπου εμφανιστούν δεκαοχτούρες αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται με ραγδαίους ρυθμούς, ενώ παράλληλα λιγοστεύουν τα μικρότερα πουλιά. Σπουργίτες, σπίνοι, ζιγαρδέλια, ακόμα και τα χελιδόνια εξαφανίζονται από την ζωτική περιοχή της δεκαοχτούρας. Κάποιοι διατείνονται ότι οι δεκαοχτούρες τα τρώνε, άλλοι ότι απλώς τα διώχνουν. Αν και δεν πιστεύω ότι οι δεκαοχτούρες είναι (και) σαρκοφάγα αρπαχτικά, διαπίστωσα ιδίοις όμασι τη μείωση των πληθυσμών των υπολοίπων φτερωτών από τις περιοχές που ακούγεται το εκνευριστικό «Δεκαοχτώ». Η επεκτατικότητα τους είναι πρωτοφανής, χειρότερη κι απ’ αυτή των Αμερικάνων στη Μέση Ανατολή.
Η αύξηση του αριθμού τους είναι ουσιαστικά ανεπηρέαστη, αφού δεν διαθέτουν ιδιαίτερους εχθρούς. Κάποιο γεράκι που ξεπέφτει στα πεδινά ίσως, κανένας κόρακας ή καμιά κουρούνα τις κυνηγούν σπανίως ελλείψει ψοφιμιών, όμως αυτά τα αρπακτικά αποφεύγουν να πλησιάζουν σε οικισμούς όπου οι δεκαοχτούρες εγκαταβιούν με άνεση. Μόνο οι άνθρωποι θα μπορούσαν να τις περιορίσουν, πλην για κάποιο ακατανόητο λόγο θεωρούν (στα μέρη μου τουλάχιστον) ότι οι δεκαοχτούρες και οι γάϊδαροι δεν τρώγονται. Προσωπικά δεν τρώω πουλιά, κυνήγια και γαϊδάρους, οπότε δεν θα υιοθετούσα ποτέ αυτόν τον τρόπο αντιμετώπισης του δεκαοχτούρικου ιμπεριαλισμού. Δεν παύω πάντως να απορώ με ορισμένους συγχωριανούς μου, που ενώ κατεβάζουν με τα δίκανα οτιδήποτε είναι μεγαλύτερο από κουνούπι και πετάει, με σκοπό να καταβροχθίσουν ως και τα ισχνά του κοκκαλάκια, ανέχονται απαθείς τις τετράπαχες δεκαοχτούρες που κάθονται στην κληματαριά τους και κουτσουλάνε την αυλή τους. Ούτε τα μικρά δεκαοχτουράκια τρώνε, ενώ την ίδια στιγμή ρημάζουν τις φωλιές των original περιστεριών, στραγγαλίζοντας άκαρδα τα ανυπεράσπιστα παλαζάκια τους για να τα ρίξουν στο τηγάνι, θεωρώντας τα εξαιρετικό κρασομεζέ. Άβυσσος η ψυχή του κυνηγού, εκτός αν μεταφέρουμε αυτούσιο στον κόσμο της δεκαοχτούρας το γνωστό διαφημιστικό σλόγκαν «τα χάμστερ είναι ποντίκια με άριστες δημόσιες σχέσεις». Νομίζω όμως ότι είναι καλύτερα να απορρίψουμε τέτοιες θεωρίες συνομωσίας, που υπονοούν ότι τα ίδια τα πουλιά βρήκαν τρόπο να προπαγανδίσουν το μη-βρώσιμο του είδους τους.
Θα αναρωτηθείτε προφανώς τι μού συνέβη και εξαπέλυσα καλοκαιριάτικα αυτόν τον παραληρημματικό λίβελο εναντίον του συγκεκριμένου πτηνού.
Πρώτον, διότι μ’ ενοχλεί η σκηνική του υποκρισία. Η υποκλοπή της εξωτερικής εμφάνισης τού περιστεριού, αποτελεί εκτός των άλλων και θεολογική ύβρη. Φαντάζεστε ποιά θα ήταν η εξέλιξη του ανθρωπίνου είδους, αν ο (μοναδικός εκείνη την ιστορική στιγμή εκπρόσωπος μας) Νώε, είχε στείλει από την κιβωτό του αντί για ένα λευκό άσπιλο περιστέρι, μια δεκαοχτούρα για να βρει τη στεριά που θα μας λύτρωνε; Ολόκληρη η μετέπειτα πορεία μας ως είδος, θα είχε σφραγιστεί από μια σαχλή γελοιότητα. Πολύ δε περισσότερο, φανταστείτε ποία θα ήταν η θέση μας ως Χριστιανοί, όταν θα προσπαθούσαμε να υπερασπιστούμε την πίστη μας έναντι άλλων θρησκευτικών δογμάτων, εξηγώντας στους αντιπάλους ότι πιστεύουμε σε μια αδιαίρετη τριαδική Θεότητα που αποτελείται από τον Πατέρα, τον Υιό και τη Δεκαοχτούρα.
Δεύτερον, διότι εδώ και είκοσι μέρες που ήρθα στο χωριό, έχει εγκατασταθεί στον ευκάλυπτο απέναντι από την αυλή ένα μαλακισμένο τέτοιο κωλοπούλι, που με κοιτάει ηλίθια ενώ προσπαθώ να το διώξω φωνάζοντας και κουνώντας τα χέρια μου. Ενώ παράλληλα κρώζει χωρίς διακοπή ολόκληρη την ημέρα τον γελοίο αριθμό του. Τούμπανο τα αυτιά και οι όρχεις μου...
protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου