Της Πόπης Διαμαντάκου
Στις όχθες του Εβρου, ανάµεσα στα ερειπωµένα ίχνη µιας εποχής που πέρασε από την ευηµερία στην πολεµική καταστροφή, σήµερα ανθεί το εµπόριο ανθρώπινων «κεφαλών».
Ο Αλή, ο Χασάν, ο Μαχµούτ, τρεις εκπρόσωποι µιας... παράδοξης επιχειρηµατικής δραστηριότητας που στηρίζεται στη διακίνηση «κεφαλών». Στο λαθρεµπόριο ανθρώπων που κυνηγούν τυφλά και µε ενέχυρο την ίδια τους τη ζωή την ελπίδα.
Τους συνάντησε η Μάγια Τσόκλη ταξιδεύοντας στις όχθες του Εβρου. Και εκεί δίπλα στα ερείπια της µακράς ιστορίας που έχει σφραγίσει τις χώρες που έχουν σύνορο το ποτάµι, ανάµεσα στα δυσδιάκριτα πλέον υπολείµµατα λαµπερών στιγµών του πολιτισµού που διαµόρφωσε η αλλοτινή συνύπαρξη των δυο λαών, Ελλήνων και Τούρκων,και που αγωνίζονται να περισώσουν χάριν της ιστορικής µνήµης, πολιτιστικά προγράµµατα και σύλλογοι και από τις δυο πλευρές, οι τρεις λαθροδιακινητές «κεφαλών» αναδείχθηκαν σε τραγικά σύµβολα ενός θλιβερού παραποτάµιου παρόντος, που δεν δηµιουργεί πλέον για τον άνθρωπο, αλλά καταναλώνει ανθρώπους.
Ταξιδεύοντας στην «άλλη όχθη»του Εβρου, η Μάγια Τσόκλη, χωρίς να αποχωριστεί ούτε το χαρακτηριστικό ταξιδιωτικό ύφος της εκποµπής ούτε την «τουριστική ελαφρότητα» ενός περαστικού επισκέπτη, που προσπαθεί να συµπτύξει στον µικρό χρόνο της επίσκεψής του όλα τα στοιχεία µιας µακράς ιστορικής, πολιτισµικής και οικονοµικής διαδροµής µε κολοσσιαίες ανατροπές για το περιβάλλον και τις ζωές των ανθρώπων, κατάφερε να προσθέσει το «βαρύ υλικό» µιας συγκλονιστικά αποκαλυπτικής έρευνας για το πιο σύγχρονο πολιτισµικοοικονοµικό γεγονός της περιοχής: τον κυνισµό του πλουτισµού από τη λαθροδιακίνηση ανθρώπινων ψυχών.
Εκεί το πιο µελανό σηµείο της γειτνίασης µε τους Τούρκους, αλλά και ενός κόσµου, που πλέον στους αλλοτινούς δρόµους του εµπορίου κατασκευάζει παράδροµους της ντροπής απ’ όπου περνούν «ανθρώπινα απόβλητα». Σαν τους βρώµικους αφρούς, που µε τη µεταφορική του δύναµη ο φακός καταγράφει στον ποταµό Εργίνο, γύρω από τη Μεγάλη Γέφυρατου Μουράτ Β’. Πολεµικό, αρχιτεκτονικό δηµιούργηµα, κατόπιν πέρασµα εµπόρων που µαζί µε το τρένο έφεραν άνθιση στην περιοχή και ένα ισχυρό ελληνικό στοιχείο µε σχολειά και κοµψά κτίρια. Σήµερα, τσιγγανοµαχαλάδες, µε χωµατόδροµους, αφιλόξενοι και καθηλωµένοι στη φτώχεια. Ετσι δίπλα στις επισκέψεις σταµουσεία και τους ελάχιστους ορθόδοξους ναούς, που άφησε ερειπωµένους η καταστροφική µανία µετά τις πολεµικές συγκρούσεις και τις εκκαθαρίσεις των πληθυσµών, πρόκληση για τη σκέψη και άποψη για την εξέλιξη ενός απάνθρωπου «πολιτισµού» του κέρδους, οι «ξεναγήσεις» στον κυνισµό των επιχειρήσεων της λαθροµετανάστευσης.
Ο Αλή έχει 15-20 χρόνια στη «δουλειά», είναι η καριέρα του, είπε και διακινεί τα «κράνη», όπως συνθηµατικά αποκαλούν τους λαθροµετανάστες. Το χρήµα ρέει, 300 και 500 ευρώ το «κράνος». Τι κάνει τόσο χρήµα; Μπορεί να χαλάει και 500 ευρώ την ηµέρα σε διασκεδάσεις µε το κορίτσι του, όταν ο βασικός µισθός στην Τουρκία είναι 250 ευρώ. Ξεχείλιζε αυταρέσκεια.
Κέντρο των επιχειρήσεων; Η Πόλη. Στις φτωχογειτονιές, αλλοτινοί µαχαλάδες µε έλληνες κατοίκους, που εποικίστηκαν από φτωχικούς πληθυσµούς της Ανατολίας, κρύβονται τράνζιτ λαθροµετανάστες, µέχρι να περάσουν στην «άλλη όχθη».
Ο Χασάν και αυτός µε επιχείρηση «µεταφορών», εξηγεί ότι δεν θα σταµατήσει το ανθρώπινο ποτάµι προς την Ελλάδα όσο οι άνθρωποι αυτοί δεν ζουν καλά στις χώρες τους. Το ίδιο θα υποστηρίξει και ο πρώην αστυνοµικός και σήµερα ντετέκτιβ µε γραφείο στην Κωνσταντινούπολη: όσο υπάρχουν χώρες που κερδίζουν από τη φτηνή εργασία των µεταναστών και όσο αυτοί οι άνθρωποι έχουν δυστυχισµένες ζωές στις πατρίδες τους, δεν θα σταµατήσει η λαθροµετανάστευση.
Ο Μαχµούτ είναι λαλίστατος, µιλάει ελληνικά που τα ‘µαθε στις φυλακές της Λάρισας – πολύ καλές, ό,τι ήθελε το ‘χε, δεν συγκρίνονται µε τις τουρκικές, µας έδωσε τα εύσηµα –, αλλά φυσικά µόλις βγήκε, συνέχισε την «επιχείρηση». Το δίκτυο καλοστηµένο, στην Ελλάδα δουλεύει µε Γεωργιανούς που παραλαµβάνουν το «εµπόρευµα» και το κρατούν στην Οµόνοια µέχρι να πληρώσουν οι συγγενείς του τον µεταφορέα.
Μια γερή βάρκα και ένα κινητό είναι τα «εργαλεία της δουλειάς».
Θλιβερό, αποτρόπαιο φινάλε µιας εκποµπής, που συνέδεε διαρκώς την ιστορική µνήµη µε τους λαµπερούς σταθµούς του πολιτισµού που διαµόρφωσε η συνύπαρξη των λαών, αλλά και τους πικρούς που άφησε το πολεµικό µίσος – Αδριανούπολη, Καρά-Αγάτς, Εσκίκιοϊ, Κιοπλί – στην εκβολή του Εβρου στο Αιγαίο. Εκεί απ’ όπου κάθε τόσο αλιεύονται ανθρώπινα κουφάρια, λαθροµετανάστες που δεν κατάφεραν να φτάσουν στην ακτή. Φινάλε τραγικό, ανθρώπων που θάβονται από τον µουσουλµάνο µουφτή έχοντας αντί για όνοµα, που ουδείς το γνωρίζει, έναν αριθµό. Μέχρι να σβηστεί και αυτός από τον χρόνο.
TAΝΕΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου