26.12.10

Εκείνα τα Χριστούγεννα της φτώχιας...


Oγδόντα χρόνια πριν στην Κρήτη
Της Πέλλας Λασηθιωτάκη
Αγόρια ξυπόλητα, γύρω από τους μεγάλους που έσφαζαν το χοίρο, με λαχτάρα να πάρουν τη «φούσκα» του ζώου για να παίξουν διάφορα παιγνίδια και να τη μετατρέψουν ακόμα και σε ασκομαντούρα. Κορίτσια ξυπόλητα ή με ξύλινα πελεκημένα παπούτσια έκαναν «ψιλομύτι» δίπλα στις μανάδες που έφτιαχναν τα γλυκά, πρόθυμα για τις «παραγγελίες» στις γειτόνισσες. Κάθε παραγγελία σαν να έφερνε πιο κοντά τη ...
μεγάλη σχόλη... Το χωριό να «βουίζει» από τις κραυγές των ζώων που σφάζονταν, τα σπίτια ασβεστωμένα και πεντακάθαρα να μυρίζουν φρεσκοψημμένα κουλουράκια, στις καρδιές η λαχτάρα για το λουκάνικο, το κρέας, τα Χριστούγεννα! Και ύστερα τα κάλαντα με τα καλούδια όπως μελομακάρονα και φιστίκια, η μυρωδιά από το κυπαρίσσι και τα καπνιστά λουκάνικα με τα χοιρομέρια στο τζάκι, για να ακολουθήσει η Πρωτοχρονιά με τις «καλές χέρες» δεκάρες και ‘κοσάρες, άντε και καμιά δραχμή από το νονό.

Τα παιδιά πριν 80 χρόνια στην Κρήτη λαχταρούσαν να ΄ρθουν τα Χριστούγεννα…Όχι πως θα τους έπαιρναν δώρα παπούτσια και ρούχα (τα περισσότερα ήταν ξυπόλητα και στις γιορτές), ούτε θα μάζευαν χρήματα (αφού σχεδόν δεν υπήρχαν). Ήθελαν να ζήσουν αυτή τη γιορτή, δεν σκέφτονταν αν ήταν φτωχικά αφού η φτώχια ήταν τρόπος ζωής, ανυπομονούσαν να φάνε περισσότερο κρέας και να παίξουν με τη φούσκα του χοίρου….



«Φόρεσα παπούτσια όταν ήμουν 20 χρονών»

Ο Σπύρος Κλινάκης είναι σήμερα 84 χρονών. Έζησε 19 χειμώνες ξυπόλητος. Χριστούγεννα χωρίς παπούτσια…Κι όμως έβγαινε στους δρόμους, έστω κι αν έβρεχε, έπαιζε, χαιρόταν τη ζωή και περίμενε με λαχτάρα τη φούσκα του χοίρου για να παίξει. «Ναι, ήμουν ξυπόλυτος. Φόρεσα για πρώτη φορά παπούτσια όταν ήμουν 20 χρονών. Δε με…τρόμαζαν παρά μόνο οι ασπάλαθοι. Όλα τα άλλα τα είχα συνηθίσει. Τα πόδια μου είχαν σκληρύνει. Κι όταν φόρεσα λοιπόν παπούτσι, το δέρμα στις πατούσες που είχε γίνει σκληρό βγήκε και έπεσε» μας λέει ο Σπύρος Κλινάκης.

«Έχω περάσει και καλά και δύσκολα Χριστούγεννα. Κάθε εποχή έχει τα καλά της έχει και τα κακά της. Και τώρα περιμένουμε δύσκολους καιρούς…. Αυτό που ανυπομονούσαμε να πάρουμε όταν ήμασταν παιδιά τα Χριστούγεννα ήταν η φούσκα από το χοίρο (σ.σ. ουροδόχος κύστη του ζώου). Τη φουσκώναμε και παίζαμε. Την κάναμε μαντούρα και παίζαμε μουσική» προσθέτει. Ο Σπύρος Κλινάκης ήταν από μικρός λάτρης της μουσικής. Έμαθε μπουζούκι και έκανε για πολλά χρόνια τον πασαδόρο στο γλέντια.

«Δώρα; Τι δώρα να έχουμε την Πρωτοχρονιά… Ούτε ο πατέρας μου δε μου ΄δινε καλή χέρα. Πού να βρει λεφτά ο μαύρος….» μας λέει.

Στα κάλαντα τα παιδιά έπαιρναν λάδι, αυγά, μελομακάρονα, φιστίκια. Άντε να τους έδιναν κι ένα δυο δεκάρες… Στην καλή χέρα ο νονός του όμως του έδινε «πέντε ολόκληρες δραχμές! Οι πέντε δραχμές, λέει ο Σπύρος Κλινάκης, είχαν τότε αξία! Έπαιρνες πολλά πράγματα, καραμέλες, σισαμόπιτες…»

Ο Σπύρος Κλινάκης θυμάται τη λαχτάρα που είχαν όλα τα παιδιά για τα λουκάνικα, το χοιρομέρι, τα σίγλινα, τα κουλούρια, ακόμα και για τη γεύση του καπνιστού κόκαλου μέσα στα χόρτα που μαγείρευαν οι νοικοκυρές. «Η ζωή, λέει, έχει μεγάλες περιπέτειες. Θα έρθουν ξανά δύσκολες μέρες. Εμείς εδώ στα χωριά έχουμε βρούβες, χοχλιούς, κηπουρικά να τρώμε. Στις πολιτείες όμως ο κόσμος θα πεινάσει».



Το περίφημο δώρο της νονάς από την Αμερική

Ήταν τη δεκαετία του ΄40, γιορτές, όταν ο 9χρονος τότε Βασίλης Βολιτάκης έτρεχε από το Βενεράτο στις Δαφνές για να παραλάβει από το ταχυδρομείο ένα δέμα που του έστελνε η νονά του από την Αμερική. Τον είχε βαφτίσει μία Ελληνίδα μετανάστρια. Μόλις πήρε λοιπόν το δέμα, δεν άντεξε και το άνοιξε αμέσως. «Ήταν ένα ολοκαίνουργιο ζευγάρι παπούτσια, μας λέει ο Βασίλης Βολιτάκης. Πρώτη φορά έπαιρνα στα χέρια μου δικά μου παπούτσια. Κάθισα λοιπόν στο δρόμο και τα φόρεσα, έτσι χωρίς κάλτσες. Δεν είχα φορέσει ξανά παπούτσια μέχρι τότε….».

Ο Βασίλης λοιπόν έτρεχε ευτυχισμένος με τα παπούτσια του για να φθάσει το γρηγορότερο στους γονείς του στο Βενεράτο και να τους τα δείξει. «Μέχρι να φθάσω όμως στο σπίτι τα πόδια μου είχαν πρηστεί… Πού να χωρέσουν στα παπούτσια… Άνοιξα τότε ξανά την κούτα και έβγαλα ένα ζευγάρι σοσόνια. Τα φόρεσα αμέσως, χωρίς τα παπούτσια». Ο κολλητός του φίλος όμως τον είδε από τη μισάνοικτη πόρτα. «Έ, ψιτ, εσύ με τα σοσόνια» άρχισε να του φωνάζει…. Δεν γλίτωσε το…δούλεμα. «Φόρεσα τα σοσόνια και τα παπούτσια δυο τρεις μέρες, οι φίλοι μου με…δούλευαν και έτσι, αφότου πήρα τη χαρά, τα έβγαλα για να νιώθω πιο άνετα» μας λέει.

Ο Βασίλης Βολιτάκης δεν θυμάται στολισμένο δέντρο μέσα στο σπίτι του. Αυτά που έκαναν τα παιδιά να λαχταρούν τα Χριστούγεννα ήταν το σφάξιμο του χοίρου, η περίφημη φούσκα, τα λουκάνικα, τα χοιρομέρια, τα σίγλινα, τα κουλούρια και τα μελομακάρονα. Όλη αυτή η τελετουργία που κατέληγε σε άριστα γευστικά αποτελέσματα. Στη μεγάλη απόλαυση του πεντανόστιμου κρέατος, σε μια εποχή που ήταν σπάνιο….

«Ο πατέρας μου ήταν αγρότης. Κάθε φορά λοιπόν που είχε ανάγκη, όπως και άλλοι εδώ στο χωριό, πήγαινε στον Χελιδονογιάννη και του ζητούσε χρήματα. Ήταν κάτι σαν έναντι για τη σταφίδα που θα του πουλούσαν. Κι όταν έβγαιναν οι σταφίδες ο Χελιδονογιάννης τις έπαιρνε, για να αρχίσει ξανά να τους δίνει προκαταβολές όταν είχαν ανάγκη. Λειτουργούσε λίγο –πολύ σαν την καρτέλα της Ένωσης και έκανε καλό στην περιοχή» σχολίασε ο Βασίλης Βολιτάκης.



«Ζήλευα τα άλλα παιδιά που ήταν ξυπόλυτα…»

Η 83χρονη σήμερα Μαρία Δασκαλάκη μεγάλωσε στο χωριό Κυπαρίσσι, όταν αυτό ήταν απλά ένα μικρό μετόχι των 30 κατοίκων. Οι αναμνήσεις από τα Χριστούγεννα είναι γεμάτες μυρωδιές από γλυκά και φαγητά και παιγνίδια με τη φούσκα του χοίρου. Η οικογένεια της δεν ήταν πολύ φτωχή, ούτε πλούσια αλλά της εξασφάλιζε τουλάχιστον τα παπούτσια. «Εγώ φορούσα παπούτσια από μικρή. Το χειμώνα παπούτσια, την άνοιξη και το καλοκαίρι φελούς με σόλα από πελεκημένο ξύλο και δέρμα. Πολλές φορές όμως κρυφά τα καλοκαίρια τα έβγαζα και έπαιζα ξυπόλητη μαζί με τα άλλα παιδιά. Ζήλευα τα άλλα παιδιά που ήταν ξυπόλυτα. Οι φελοί δε βόλευαν στο τρέξιμο Όταν ήσουν ξυπόλυτη έτρεχες καλύτερα» μας λέει.

Τα Χριστούγεννα η Μαρία Δασκαλάκη, κοριτσάκι τότε, καθάριζε με τη μητέρα της το σπίτι. Ασβέστωναν όπου ήταν ανάγκη και στόλιζαν τα έπιπλα με σκούρα υφαντά τραπεζομάντιλα και πετσετάκια με φαρδιές δαντέλες.

«Η χαρά μου ήταν να φτιάξουμε τα γλυκά. Τα μελομακάρονα, τα κουλούρια με το σουσάμι. Γέμιζε μυρωδιά όλο το σπίτι. Οι άντρες έσφαζαν το χοίρο και οι γυναίκες έφτιαχναν τον κιμά για τα λουκάνικα, έκοβαν τα χοιρομέρια και έφτιαχναν τα σίγλινα. Έβαζαν το χοίρο στο κουρούπι. Άλλες φορές, περισσότερο στην Κατοχή που η φτώχια ήταν πιο μεγάλη, σφάζαμε μικρότερα ζώα όπως αρνιά και κόκορες» μας λέει η Μαρία Δασκαλάκη. Θυμάται μάλιστα κάποια χρονιά που οι Γερμανοί κατακτητές τους πήραν από τα σπίτια ακόμα και τα σιτηρά με αποτέλεσμα να τους λείψει μέχρι και το ψωμί.

«Καλές χέρες είχαμε, δραχμές, δεκάρες, ‘κοσάρες. Δεν είχαμε όμως στο χωριό μπακάλικο και καφενείο. Τότε το Κυπαρίσσι ήταν ένα μετόχι. Έτσι δίναμε στους γονείς μας τις καλές χέρες» λέει. «Δύσκολα χρόνια. Τώρα τα παιδιά περνάνε με μεγαλύτερη άνεση τις γιορτές. Έχουν όμως και τα τωρινά χρόνια, τις δικές τους, μεγάλες δυσκολίες» καταλήγει.
http://www.patris.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια: