Του ΚΩΣΤΑ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Μία από τις βασικές αρχές της προπαγάνδας παγκοσμίως είναι αυτή που λέγεται «glittering generalities».
Γυαλίζοντας, δηλαδή, γενικότητες υπό τις...
ομπρέλες των οποίων χωρούν τα πάντα. Πατρίδα, οικογένεια, ελευθερία, ζωή, θρησκεία, παιδεία, οικονομία και πάει λέγοντας. Εννοιες ταυτισμένες με το DNA του ανθρώπινου είδους και γι' αυτό εύπλαστες στα χέρια της προπαγάνδας. Οπως, καλή ώρα, η φράση «να σώσουμε την πατρίδα». Και εξ ονόματος αυτής της γενικότητας τα χλωρά και τα ξερά της ελληνικής κοινωνίας μπαίνουν στην προκρούστεια κλίνη του Μνημονίου.
Η αμηχανία, πολλές φορές, μπροστά στο πραγματικά σοβαρό μπορεί να είναι αποτέλεσμα του παραλογισμού που το περιβάλλει. Ο συνταξιούχος, για παράδειγμα, με το ξέφτι του θερινού επιδόματος, ουδέποτε θα κατανοήσει πώς το δημοσιονομικό έλλειμμα από 13% το 2009 θα μειωθεί στο 3% του ΑΕΠ σε προοπτική τετραετίας, όπως ευαγγελίζεται η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Ούτε ότι οι περισσότερες από 50 δημόσιες υπηρεσίες έχουν έλλειμμα περίπου δύο δισ. ευρώ τον χρόνο. Ούτε και το γιατί μία γάζα που κοστίζει 50 λεπτά, το Ταμείο του την πληρώνει 3 ευρώ. Ούτε το γιατί ένα υπουργείο μπορεί να δίνει κάποιες χιλιάδες ευρώ τον χρόνο μόνο για χαρτί υγείας, ενώ για να βρει ένας υπάλληλος ένα φωτοτυπικό χωρίς βλάβη θα πρέπει το ζώδιό του να είναι... κροκόδειλος με ωροσκόπο αχιβάδα.
Το τέρας του Ελληνικού Δημοσίου, όπως λέει και το κλισέ, είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα που σηματοδοτεί την απόσταση που χωρίζει αυτά που έχουν στο μυαλό τους τα κυβερνητικά στελέχη που πίνουν νερό στην υγειά του Μνημονίου, από αυτά που ονομάζονται ελληνική πραγματικότητα. Και δεν είναι έτσι τα πράγματα επειδή κάποιος έτυχε να μην τα φτιάξει. Είναι έτσι γιατί έτσι συμφέρει. Να λειτουργεί δηλαδή όλος ο μηχανισμός υπέρ των τραπεζικών λογαριασμών συγκεκριμένων συμφερόντων. Το να έχεις στο μυαλό σου το σουηδικό μοντέλο ζώντας στη σημερινή Ελλάδα του Δημοσίου, μοιάζεις με τον τρελό του χωριού που κάνει βόλτες με κουδούνια κρεμασμένα στους ώμους του. Πρόβλημα παμπάλαιο, το ανοργάνωτο Δημόσιο, μόνο που άλλες κοινωνίες το αντελήφθησαν πολύ πιο γρήγορα από την ελληνική. Και δεν μιλάμε για δέκα ή είκοσι χρόνια.
Στις 26 Απριλίου του 1920, παρακαλώ, η εφημερίδα «The Toronto Daily Star» δημοσίευσε άρθρο του Ερνεστ Χέμινγουεϊ με τίτλο «Μια επιτροπή αγορών θα σταματούσε τη σπατάλη», που φιλοξενείται στη συλλογή των δημοσιογραφικών κομματιών του νομπελίστα, η οποία κυκλοφόρησε πρόσφατα υπό τον τίτλο «Με υπογραφή Χέμινγουεϊ» («Καστανιώτης»). Τι γράφει; Απολαύστε, και κάθε σύγκριση με την Ελλάδα του 2010 δεν είναι συμπτωματική:
«Το παρόν σύστημα αγοράς προμηθειών της κυβέρνησης συγκρίνεται με το να έχεις κάθε μηχανικό του σιδηροδρόμου να διαπραγματεύεται το κάρβουνο, το νερό και το λάδι για τη δική του μηχανή, είπε σήμερα ο Ραλφ Κόναμπλ». Ο Κόναμπλ ήταν στέλεχος ιδιωτικής εταιρείας που ανέλαβε να μελετήσει τις σπατάλες τής τότε κυβέρνησης του Καναδά, κάτι σαν... τρόικα αλλά μόνος του. Και συνεχίζει ο συγγραφέας: «[...] κάθε υπουργείο αγοράζει προμήθειες έχοντας πλήρη άγνοια του τι κάνουν τα υπόλοιπα. Τα υπουργεία Ταχυδρομείων, Εκτελωνισμών, Δικαιοσύνης και Εθνοφρουράς αγοράζουν όλα τον δικό τους εξοπλισμό χωρίς να έχουν γνώση τού τι αγοράζουν τα άλλα. Αυτή είναι μια σπατάλη χρημάτων, όπως αν κάθε προϊστάμενος αμαξοστοιχίας διαπραγματευόταν τις δικές του ράγες και κάθε σταθμάρχης αγόραζε το δικό του λάδι, σαπούνι και σκούπα, εκτύπωνε τα δικά του δρομολόγια και έφτιαχνε το είδος του σταθμού που ο ίδιος επιθυμούσε».
Ενενήντα χρόνια από τότε, τα γραφόμενα του Χεμ φαίνεται πως έχουν μπόλικες ελληνικές πινελιές. Οσο για το παράδειγμα του σιδηροδρόμου, όχι... Ο συγγραφέας δεν είχε στο μυαλό του τον ΟΣΕ...
enet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου