ΘΕΟΔΩΡΟΣ Δ. ΠΑΠΑΓΓΕΛΗΣ
Είναι καιρός τώρα που ανθρωπολόγοι, κοινωνιολόγοι και άλλες φυλές επιρρεπείς στην κατασκευή θεωριών χώρισαν τις κοινωνίες σε δύο ομάδες: οι κοινωνίες της...
πρώτης ομάδας ρυθμίζονται από το αίσθημα της ντροπής, σε εκείνες της δεύτερης ομάδας ο ρυθμιστικός ρόλος ανήκει στο αίσθημα της ενοχής. Πρόκειται για σύνθετη και δύσκολη θεωρία, όπως άλλωστε αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι στις ποικίλες εκδοχές της το καστ των πρωταγωνιστών περιλαμβάνει, εκτός από τους αναπόφευκτους αρχαίους Ελληνες, την ιουδαιοχριστιανική κληρονομιά, τον ιερό Αυγουστίνο, τον Φρόιντ, τους γιαπωνέζους σαμουράι και τους Κορεάτες, και μάλιστα χωρίς διάκριση σε Βορείους και Νοτίους. Γι΄ αυτόν τον λόγο θα επιχειρήσω να προσεγγίσω το ζήτημα με απλούς και επίκαιρους όρους.
Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι τυγχάνω πολιτικός και αντιμετωπίζω την προοπτική σεμνής χορηγίας ή ταπεινής οικοσκευής από τη Siemens. Αν αρνηθώ «επειδή μπορεί να μαθευτεί και να γίνω ρεζίλι στον κόσμο», ανήκω στην «κουλτούρα της αισχύνης». Αν αρνηθώ «επειδή δεν θα νιώθω καλά με τον εαυτό μου», εγγράφομαι στην «κουλτούρα της ενοχής». Στην πρώτη περίπτωση, είμαι εγώ και οι άλλοι και με ενδιαφέρει κυρίως η «εξωτερική» διακύβευση της εικόνας μου (αίσθημα τιμής), στη δεύτερη είμαι εγώ μετον εαυτό μου και η διαδικασία είναι εσωτερικευμένη (έχω τύψεις). Ας ξαναϋποθέσουμε τώρα ότι ενέδωσα στην «προσφορά». Η κουλτούρα της ενοχής έχει το μειονέκτημα ότι, ακόμη και χωρίς την αποκάλυψη, ταλανίζομαι συνειδησιακά. Το πλεονέκτημά της είναι ότι, ακόμη και όταν αποκαλυφθώ, έχω, ή πιστεύω ότι έχω, χώρο να διαπραγματευθώ το αίσθημα της ενοχής μου είτε με ευφημιστικές παραφράσεις («δεν ήταν μίζα αλλά χορηγία») είτε με την επίκληση μιας γενικευμένης πρακτικής («το έκαναν και άλλοι, όχι μόνο εγώ»). Η κουλτούρα της αισχύνης είναι εξαιρετικά βολική αν δεν το μάθει κανείς, είναι όμως αμείλικτη και δεν επιτρέπει ούτε ευφημισμούς ούτε διαφυγές αν υπάρξει αποκάλυψη: «δεν έχω πρόσωπο να βγω στον κόσμο», και τα έσχατα επίχειρα σ΄ αυτή την περίπτωση δεν είναι τίποτε λιγότερο από την εξαφάνιση ή την αυτοχειρία.
Φαίνεται ότι εν αρχή ην η ντροπή, με την έννοια ότι αυτό ήταν το πρωταρχικό αίσθημα που απέτρεπε την παραβίαση των κανόνων στις πιο πρώιμες κοινωνίες. Η μετάβαση στο πιο εξελιγμένο μοντέλο της ενοχής άλλοτε θεωρήθηκε αρχαία ελληνική ευρεσιτεχνία και άλλοτε πιστώθηκε στην πιο αποτελεσματική μηχανή παραγωγής ενοχών που επινόησε η χριστιανική κατήχηση, δηλαδή στο προπατορικό αμάρτημα. Παρά τις άλλες διαφορές τους, οι κατασκευαστές της θεωρίας συμφωνούν ότι η ντροπή επιχωριάζει γενικότερα στην Ανατολή, η ενοχή εντοπίζεται στην ευρύτερη Δύση και διαμορφώνει με περισσότερο ή λιγότερο άμεσο τρόπο τους ηθικούς, πολιτικούς και νομικούς της κώδικες- και, βέβαια, δεν ξεχνούν ότι στην κοινωνική πρακτική κανένα από τα δύο μοντέλα δεν εμφανίζεται εντελώς αμιγές. Αν στις δυτικές κοινωνίες το «αθώος μέχρις αποδείξεως του εναντίου» και η φετιχιστική προσήλωση στα προσωπικά δεδομένα είναι απότοκα μιας (προκεχωρημένης) κουλτούρας ενοχής, η θυμόσοφη βεβαιότητα ότι «χωρίς φωτιά καπνός δεν βγαίνει» και η υπολογισμένη δραστικότητα της «λάσπης» μαρτυρούν ότι η κουλτούρα της αισχύνης απέχει πολύ από το να είναι αρχειοθετημένη. Και εδώ τίθεται ένα πολύ ενδιαφέρον, όσο και επίκαιρο, ζήτημα.
Πού ανήκουν, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν πιο πάνω, τα οργίλα ή χλευαστικά κορναρίσματα με τα οποία χαιρετίζουν τη Βουλή οι εποχούμενοι πολίτες; Πού ανήκουν οι αφηγήσεις των ΜΜΕ για τη συμβολή των πολιτικών στη σοβούσα χρεοκοπία μας; Γιατί είναι πολύ πιθανόν ορισμένοι από αυτούς, ή και όλοι τους, να γίνουν αποδοκιμαστέοι άμα τη εμφανίσει; Ποιο «λαϊκό» ένστικτο προσδοκά ή απαιτεί το ονομάτισμα και το ντρόπιασμα των μεγαλοφοροφυγάδων; Δεν υπάρχουν βραβεία για τη σωστή απάντηση: η διαπόμπευση μεγεθύνει πάντα ένα πρόσωπο που κανονικά θα έπρεπε να κρύβεται ή να έχει εξαφανιστεί . Και η μαύρη αλήθεια (που την έχουν μελετήσει και την ξέρουν καλά οι θεωρητικοί της αισχύνης και της ενοχής) είναι ότι ακόμη και στις πιο εξελιγμένες κοινωνίες της ενοχής, και κυρίως σε συγκυρίες σαν τη σημερινή, τα δημόσια πρόσωπα κρίνονται και θα κρίνονται με τους «αρχαϊκούς» όρους της ντροπής· και ότι, όσο άδικο κι αν είναι, η σαρωτική λάσπη και η γενικευτική ρετσινιά έχουν τελικά μεγαλύτερη πρακτική σημασία από την πολιτισμένη ανοχή και υπομονή που επιτρέπει προθεσμία αθωότητας μέχρις αποδείξεως του εναντίου.
Φυσικά, με πέντε διαφορετικά πορίσματα (για να πάρουμε ένα παράδειγμα) υπάρχει πρόβλημα και με την απόδειξη. Ετσι κι αλλιώς οι ανθρωπολόγοι που λέγαμε θα αμηχανούσαν με την ελληνική περίπτωση, όπου τώρα μοιάζει όλοι να νιώθουμε ένοχοι χωρίς ακριβώς να ντρεπόμαστε και όλοι να ντρεπόμαστε χωρίς ακριβώς να νιώθουμε ένοχοι. Γι΄ αυτό, και παρ΄ όλο που δεν είναι καιρός για παραπανίσια έξοδα, θα ήταν πολύ χρήσιμο το επόμενο ανθρωπολογικό συνέδριο να διοργανωθεί στην Ελλάδα, για την Ελλάδα. Περισσότερες θεωρίες θα προέκυπταν και καμιά λύση, κατά πάσα πιθανότητα, αλλά πολλοί, φαντάζομαι, θα έβρισκαν το σχετικό ρεπορτάζ πιο ευχάριστο από τις θεσμοθετημένες βίζιτες των σωφρονιστικών κομάντος του ΔΝΤ.
Ο κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
TO BHMA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου