Της Πόπης Διαµαντάκου
Στη σκιά των µεγάλων αθλητικών πανηγυριών παραµένουν ανείπωτα προβλήµατα ανθρώπινης εξαθλίωσης, τα οποία φόρτωσαν στην παγκόσµια κοινότητα αποτυχηµένες πολιτικές
Παράγκες στο χωµάτινο, άνυδρο νοτιοαφρικανικό πουθενά. Η µια δίπλα στην άλλη για ολόκληρα χιλιόµετρα. Εικόνα που µοιάζει να ξεπήδησε από...
άγριο εφιάλτη της ανθρωπότητας για την επόµενη µέρα από τον πυρηνικό όλεθρο.
Πρόκειται απλώς για το νοτιοφρικανικό σήµερα. Αυτό που για λίγο κρύφτηκε πίσω από το ονειρικό πέπλο της ποδοσφαιρικής συνάντησης των λαών υπό τη δηµοκρατική χάρη της στρογγυλής θεάς. Το κατέγραψε σε ένα συγκλονιστικό οδοιπορικό ο Μένιος Σακελλαρόπουλος και προβλήθηκε από το πρωινό του Μega σαν θλιβερή επιβεβαίωση ότι τα µεγάλα πανηγύρια των σπορ παραµένουν γιορτές αποστειρωµένες από τα προβλήµατα ανθρώπινης εξαθλίωσης τα οποία φόρτωσαν στην παγκόσµια κοινότητα αποτυχηµένες πολιτικές.
Ευσυγκίνητοι ακόµη σε αυτό τον τόπο απέναντι στα δράµατα του κόσµου, ούτε το δελτίο ειδήσεων του Αlter µε τον Ακη Παυλόπουλο παρέλειψε να αναφερθεί σε αυτόν τον κόσµο της άγριας φτώχειας που έµεινε ανέγγιχτος από το ποδοσφαιρικό πανηγύρι, να κοιµάται πάντα στο χώµα, µε άδειο στοµάχι, χωρίς όνειρα για το αύριο.
Την ίδια ώρα που η «θεσµοθετηµένη» χαβαλετζίδικη αφασία του παγκόσµιου ποδοσφαιρόφιλου κοινού, σε µια πρωτοφανή γελοιοποίηση του φίλαθλου πνεύµατος, προσκυνούσε ένα χταπόδι, το οποίο είχε τάχα την ικανότητα να µαντεύει τον νικητή του γηπέδου, τα πιτσιρίκια στις νοτιοαφρικανικές παραγκουπόλεις κλωτσούσαν µπάλες από πλαστικές σακούλες για να ξεχάσουν την πείνα τους, χωρίς να χουν ιδέα ούτε και να ωφελούνται στο παραµικρό από το παγκόσµιο πανηγύρι που είχε στηθεί δίπλα τους.
Μόνο η παγκόσµια εκστρατεία του «one goal», που αποτέλεσε τον ανθρωπιστικό προποµπό της ποδοσφαιρικής γιορτής του Παγκοσµίου Κυπέλλου, υποσχόταν την εξασφάλιση απαραίτητων κεφαλαίων για την εκπαίδευση των φτωχών παιδιών της Αφρικής.
Το σχολειό της παραγκούπολης, πάντως, που αποκάλυπτε η κάµερα του Μένιου Σακελλαρόπουλου, είχε άδειους τοίχους, η δασκάλα στη µέση µε τυλιγµένα τα δικά της παιδιά σε µια κουβέρτα και δίπλα της οι µαθητές σε διάφορες ηλικίες, χωρίς θρανία και βιβλία, να τραγουδούν µια προσευχή που έκρυβε την ελπίδα για το αύριο. Μόνο στα σχολικά τραγούδια αυτή. Γιατί τίποτε στον ορίζοντα αυτών των παιδιών δεν τους την προσφέρει.
Γιατί η ζωή µοιάζει ακίνητη. Να κυλάει ο χρόνος πάνω της, σφραγίζοντάς την µόνο µε στέρηση. Ακόµη και των στοιχειωδέστερων.
Τέτοιες βιαστικές µατιές στη φρίκη των νοτιοαφρικανικών παραγκουπόλεων πρόλαβε το φιλοθέαµον να ρίξει και λίγο πριν αρχίσει το ποδοσφαιρικό πανηγύρι χάρη στις κάµερες που δεν παρέλειψαν ένα ενηµερωτικό τουρ-τουριστίκ στην ανείπωτη φτώχεια.
Οπως και τότε, πριν από τους Ολυµπιακούς Αγώνες του Πεκίνου, που οι κάµερες είχαν προλάβει να τρυπώσουν στις φτωχογειτονιές του και να αποκαλύψουν τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού της αθλητικής χλιδής. Σαν µια προσπάθεια να µη χαθεί η συνείδηση του κόσµου; Σαν ένας φόρος του παγκόσµιου βλέµµατος στη «δηµοκρατία» της κάµερας λίγο πριν αφιερωθεί αποκλειστικά στην αναµετάδοση του αθλητικού υπερθεάµατος;
Η φτώχεια σαν λεκές στον µανδύα της γιορτής
Ηταν πάντως στους πανηγυρικούς Ολυµπιακούς του 1996, τους οποίους κατάφερε να κερδίσει η Ατλάντα και για την ακρίβεια η µεγαλύτερη πολυεθνική που την έχει έδρα της, όταν για πρώτη φορά οργανωµένα οι φτωχοί «σαρώθηκαν» οπτικά από το παγκόσµιο τηλεοπτικό κοινό. Εκτοτε, χωρίς να υποχωρήσει ούτε στο ελάχιστο η σκηνοθεσία της εξαφάνισης των λεκέδων της φτώχειας από τις παγκόσµιες αθλητικές γιορτές, καλλιεργήθηκε παραλλήλως και ένα είδος διπλωµατίας του βλέµµατος µέσω της τηλεοπτικής κάµερας, η οποία ξετρύπωνε τα προβλήµατα, κάτω από την ευκαιριακή αποστείρωση των αθλητικών πανηγυριών.
Η πικρή αλήθεια είναι ότι η θέα της φτώχειας σαν αυτή που ξεδιπλωνόταν µπροστά στην κάµερα του Μega κινδυνεύει να γίνει το «φολκλόρ» των παγκόσµιων ποδοσφαιρικών πανηγυριών, καθώς µε τη Βραζιλία σε τέσσερα χρόνια να χει και αυτή να επιδείξει τις φρικιαστικές φαβέλες της, κάθε άλλο παρά ως γέφυρα των κολοσσιαίων διαφορών µπορεί να εµφανιστεί η βιοµηχανία των σπορ. Αποµένουµε άφωνοι για λίγα λεπτά, να χαζεύουµε την απόλυτη δυστυχία, µέχρι να κλείσουν οι προβολείς και να την αφήσουµε στην... ησυχία της.
Πιτσιρίκια που παίζουν µε µουτράκια σκονισµένα, πόδια ξυπόλητα που κλωτσούν µία µπάλα από πλαστικές σακούλες. Ενα χέρι ανασηκώνει ένα σεντόνι - κουρτίνα για να αποκαλυφθεί στην κάµερα το χωµάτινο πάτωµα ενός δωµατίου. Ούτε νερό ούτε καλά καλά τροφή, παρά µόνο λίγο ρύζι και καλαµποκάλευρο για χυλό.
Στήλη Φαινόμενα από τα ΝΕΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου