19.6.10

Το φιλμ μιας ζωής που σφράγισε την Ελλάδα...


Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα, στις 22 προς 23 Ιουνίου του 1996, ο Ανδρέας Παπανδρέου άφησε στην Εκάλη την τελευταία πνοή του, σε ηλικία 77 ετών. Το βράδυ είχε δειπνήσει με τον Γιώργο Παπανδρέου και την Αντα. Μαζί τους, όπως συνήθιζαν από τότε που βγήκε από το Ωνάσειο, είχαν ανεβεί στην Εκάλη ο Ν. Αθανασάκης και ο Τηλ. Χυτήρης. Ηταν ακόμη εκεί ο...

ειδικός που του έκανε ορθοφωνία και δύο γιατροί. Μαζί με το προσωπικό του σπιτιού και τη σύζυγό του Δήμητρα Λιάνη ήταν οι τελευταίοι άνθρωποι που τον είχαν δει ζωντανό.
Εκείνο το βράδυ δεν είχε καλή διάθεση.
Εφαγε λίγο και πριν από τις δώδεκα σηκώθηκε.
«Εγώ να πηγαίνω τώρα, εσείς μείνετε».
Τους χαιρέτησε όλους διά χειραψίας και προχώρησε προς την πόρτα που οδηγούσε στην κρεβατοκάμαρά του. Ξαφνικά γύρισε πίσω και τους χαιρέτησε πάλι με ένα νεύμα.
Οι άλλοι δεν έδωσαν σημασία. Σε λίγο η νοσοκόμα που ξενυχτούσε στο δωμάτιο τούς κάλεσε: «Κάτι συμβαίνει, τρέξτε».
Ο Δ. Κρεμαστινός που έσπευσε λίγο αργότερα, απλώς διαπίστωσε ότι όλα είχαν τελειώσει. Το πρωί της 23ης Ιουνίου οι Αθηναίοι είδαν στα περίπτερα τα παραρτήματα των εφημερίδων να αναγγέλλουν την είδηση του θανάτου ενός πολιτικού που σημάδεψε όσο κανένας άλλος με το πάθος του τη νεώτερη πολιτική ιστορία της χώρας.
Φωτογραφία
O Ανδρέας Παπανδρέου υπήρξε χαρισματική προσωπικότητα. Ηταν ευγενής, αξιοπρεπής, οξυδερκής και στα 35 χρόνια της πολιτικής δράσης του ήταν πάντα πρωταγωνιστής. Πότε με τις πολιτικές πρωτοβουλίες του, τις ρήξεις, τις ανατροπές και τις αλλαγές που επέφερε και πότε με τον προσωπικό βίο του, τις αντινομίες και τις μεταπτώσεις του χαρακτήρα του. Η γοητεία του λόγου του, η αναλυτική σκέψη του και η διορατικότητα των πολιτικών χειρισμών του τον έκαναν αποδεκτό από όλους- είτε ήταν φανατικοί οπαδοί του είτε ορκισμένοι αντίπαλοί του.
Μέχρι τα 45 του χρόνια ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν διανοούνταν ότι μπορεί να γίνει πολιτικός στην Ελλάδα. Εφυγε για την Αμερική το 1940, ύστερα από τις περιπέτειες που είχε με τη δικτατορία του Μεταξά, λόγω της ριζοσπαστικής δράσης του στο Κολλέγιο Αθηνών και αργότερα στο Πανεπιστήμιο. Σπούδασε, εργάστηκε ως καθηγητής, παντρεύτηκε δύο φορές, ώσπου να καταλήξει στο Μπέρκλεϊ, όπου αναγνωρίστηκε η συνεισφορά του στα οικονομικά και η διδακτική ιδιοφυΐα του. Επειτα από μια σύντομη επίσκεψη με τη Μαργαρίτα το 1953 στην Ελλάδα, επέστρεψε στην Αμερική, με την απόφαση να ακολουθήσει την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν αυτός που τον πίεζε να επιστρέψει. Εν τέλει ήλθε για προσωρινή διαμονή με την οικογένειά του το 1959. Το κύρος του ως πανεπιστημιακού και ήδη γνωστού οικονομολόγου τον έφερε κοντά στον Ξενοφώντα Ζολώτα, από τον οποίο ο ίδιος ο Γέρος είχε ζητήσει να μεσολαβήσει στον Κ. Καραμανλή για να εγκρίνει την τοποθέτησή του στην Τράπεζα της Ελλάδος. Επέστρεψε στην Αμερική χωρίς να πειστεί ότι η θέση του ήταν στην Αθήνα. Ξαφνικά όμως άρχισε να τον ενθουσιάζει η πρόταση που του είχε κάνει ο ίδιος ο Κ. Καραμανλής, να διοργανώσει ένα Κέντρο Οικονομικών Ερευνών - το μετέπειτα ΚΕΠΕ.
Μαζί με τον καθηγητή Αδαμάντιο Πεπελάση, στενό φίλο και συνάδελφό του στο Μπέρκλεϊ και συγκάτοικο στον Σαν Φρανσίσκο, και τις οικογένειές τους επέστρεψαν για μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, στις 16 Ιανουαρίου του 1961. Ο Πεπελάσης ήταν ο πρώτος και μόνος άνθρωπος που συνδέθηκε μαζί του σε όλα τα στάδια του ακαδημαϊκού και πολιτικού βίου του. Οταν επέστρεψαν, ο Ανδρέας δεν είχε διάθεση να αναμειχθεί στην πολιτική. Αλλά μετά τον Ανένδοτο Αγώνα που ακολούθησε το 1961 και την οριακή νίκη της Ενωσης Κέντρου στις εκλογές του 1963, υπέκυψε στις πατρικές πιέσεις και τις παροτρύνσεις του... Κ. Μητσοτάκη: στις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου του 1964 το ψηφοδέλτιο της Αχαΐας είχε το όνομά του. Από εκείνη την ώρα άρχισε μια συναρπαστική σχέση με την πολιτική και την εξουσία. Τοποθετήθηκε υπουργός Προεδρίας και αργότερα αναπληρωτής υπουργός Συντονισμού. Μέσα σε λίγους μήνες ήταν ο άτυπος αρχηγός της Κεντροαριστεράς που μετά τον Εμφύλιο προσπαθούσε να βρει έκφραση στο ασφυκτικό πλαίσιο της Ενωσης Κέντρου.
«ΑΣΠΙΔΑ», Αποστασία. Η διαβόητη «υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ»- στην οποία κατηγορήθηκε ότι συνωμοτούσε με μια ομάδα αξιωματικών - τον έβαλε στο στόχαστρο ενός μπλοκ που συγκροτούσαν οι δυνάμεις της Δεξιάς, το παρακράτος της εποχής, ο «ξένος παράγοντας» και το Παλάτι. Τον έβαλε και για τα καλά στο κέντρο της πολιτικής σκηνής και στον ηγετικό πυρήνα του συστήματος εξουσίας που διαμόρφωσε ο εκλογικός θρίαμβος του 53%. Αυτό όμως που τον επέβαλε στην ελληνική κοινωνία ως επικεφαλής του ριζοσπαστικού τμήματος της Δημοκρατικής Παράταξης ήταν η Αποστασία. Οχι μόνο γιατί απομακρύνθηκαν από την Ενωση Κέντρου οι συντηρητικοί παράγοντες. Αλλά γιατί ο πολιτικός λόγος του- που συμπυκνώθηκε στο σύνθημα «Η Ελλάδα στους Ελληνες»- βρήκε ακροατήριο, ιδίως στη νεολαία, και πήρε χαρακτηριστικά αγωνιστικής αντιπαράθεσης με το κατεστημένο.
Η δικτατορία που επιβλήθηκε μεταξύ των άλλων και για να ανακόψει την πορεία του, διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις που ανέδειξαν τον μύθο του. Η κράτησή του από τη χούντα ώς τα τέλη του 1967 τον ανέδειξε σε πρόσωπο διεθνούς απήχησης, λόγω των κινητοποιήσεων για την απελευθέρωσή του. Η ίδρυση του ΠΑΚ το 1968, αμέσως μετά την αναχώρησή του από την Ελλάδα και η αντιδικτατορική του δραστηριότητα που ακολούθησε, του προσέδωσαν αγωνιστικό φωτοστέφανο. Ηλθε σε επαφή με όλα τα επαναστατικά ρεύματα της εποχής και κινήθηκε στα όρια του ακραιφνούς αντιαμερικανισμού που συνόδευε τη δράση του και μετά τη Μεταπολίτευση.
Επέστρεψε στην Αθήνα στις 16 Αυγούστου του 1974. Απέρριψε όλες τις προτάσεις να ηγηθεί της επανασύστασης της Ενωσης Κέντρου και στις 3 Σεπτεμβρίου 1974 προχώρησε στην ίδρυση του ΠαΣοΚ που επρόκειτο να αλλάξει τη φορά των πραγμάτων στην Ελλάδα, παρ΄ ότι η επίδοσή του στις πρώτες εκλογές ήταν απογοητευτική: μόλις 13% και δώδεκα βουλευτές. Προσπαθώντας να βάλει την προσωπική του σφραγίδα μπήκε σε μια περίοδο εσωτερικών αναμετρήσεων και στο τέλος επεβλήθη ως αδιαμφισβήτητος ηγέτης του νέου κόμματος. Τον Ιούλιο του 1977 η Συνδιάσκεψη του ΠαΣοΚ επιβεβαίωσε την κυριαρχία του και οι βουλευτικές εκλογές λίγους μήνες αργότερα τον έβαλαν στην τροχιά της εξουσίας, ως αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με 25% και 90 βουλευτές.
Από τον θρίαμβο του ΄81 στο Ειδικό Δικαστήριο
Φωτογραφία
Το 1981 το 48% της λαϊκής ετυμηγορίας έδωσε στο ΠαΣοΚ 173 βουλευτές, αναδεικνύοντας τον Ανδρέα Παπανδρέου πανίσχυρο πρωθυπουργό. Κυβέρνησε μ΄ ένα διπολικό σύστημα εξουσίας που είχε στην κυβέρνηση τους παλαιούς κεντρώους, με επικεφαλής τους Αντ. Λιβάνη, Μ. Κουτσόγιωργα, Ιω. Αλευρά και στο κόμμα την πανίσχυρη τρόικα που συναποτελούσαν οι Α. Τσοχατζόπουλος, Γ. Γεννηματάς, Κ. Λαλιώτης. Εκανε σημαντικές τομές που άλλαξαν το κοινωνικό κλίμα και το πολιτικό σκηνικό στο εσωτερικό, ενώ αναπροσανατόλισαν την πολιτική της χώρας στον διεθνή χώρο.
Κέρδισε τις εκλογές του 1985, αλλά ο αντίπαλος που είχε αυτή τη φορά ήταν ο Κ. Μητσοτάκης και αυτό προεξοφλούσε ότι πολύ σύντομα θα επέστρεφε η προδικτατορική οξύτητα. Πράγματι η σύγκρουσή του με τον, νέο τότε, αρχηγό της Ν.Δ. τα επόμενα χρόνια ήταν σκληρή και ανελέητη. Το σκάνδαλο Κοσκωτά, μια σειρά από άλλες κατηγορίες για κακοδιαχείριση και κυρίως η σύνδεσή του με την αεροσυνοδό Δήμητρα Λιάνη και η κακή υγεία του, άρχισαν να στέλνουν το άστρο του προς τη δύση του. Δεν έχασε όμως ποτέ τα ιδιαίτερα προσωπικά στοιχεία που τον έδεσαν με τρεις γενιές Ελλήνων. «Ο τελευταίος μάγκας επί της Γης» έγραψε κάποτε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος.
Το 1988 μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο Νοσοκομείο Χέρφιλντ της Αγγλίας για να υποβληθεί σε επέμβαση καρδιάς με το Πανελλήνιο να παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα. Τότε ήλθε στο προσκήνιο και ένα άλλο πρόσωπο: η Αιμιλία Νίμπλουμ, το πέμπτο παιδί του, από έναν δεσμό στη Σουηδία κατά την περίοδο της δικτατορίας. Το πολιτικό κόστος για όλα αυτά καταβλήθηκε στις εκλογές του 1989 και του 1990, τις οποίες έχασε το ΠαΣοΚ. Στις 8 Απριλίου του 1990 ο Κ. Μητσοτάκης ανεδείχθη πρωθυπουργός. Για τον ίδιο τον Ανδρέα Παπανδρέου ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να φανταστεί.
Η πλειοψηφία της Βουλής του 1989 που σχημάτισαν η Ν.Δ. και η ενωμένη Αριστερά τον έστειλε στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Στην ιδιωτική του ζωή, πήρε διαζύγιο με τη Μαργαρίτα ύστερα από σαράντα χρόνια έγγαμου βίου και τέσσερα παιδιά και προχώρησε στον τρίτο γάμο του. Και στο κομματικό πεδίο χρειάστηκε να παίξει σκληρό πόκερ στο «Πεντελικόν» για να αναχαιτίσει την εσωκομματική αμφισβήτηση.
Η επιστροφή στην εξουσία και η «Οδύσσεια» του Ωνασείου
Φωτογραφία
Από γλέντι στα τέλη της δεκαετίας του ΄70. Ακαδημαϊκός, αλλά και με ένστικτο λαϊκού ανθρώπου, ο Ανδρέας παρέμεινε μέχρι τέλους αταξινόμητος...
Η αθωωτική απόφαση του Δικαστηρίου και οι συμπληρωματικές εκλογές στη Β΄ Αθηνών το 1992 τον έβαλαν εκ νέου στην τροχιά της εξουσίας. Τον Οκτώβριο του 1993 ήταν και πάλι ο θριαμβευτής των εκλογών: με 46% εξέλεξε 170 βουλευτές. Επέστρεψε στην Αμερική ως πρωθυπουργός. Ηταν όμως φανερό ότι η μετεγχειρητική κατάστασή του, και το νέο περιβάλλον του, τον καθιστούσαν αδύναμο. Ιδίως στο εσωκομματικό πεδίο. Το 1994, ο Κ. Σημίτης, η Βάσω Παπανδρέου, ο Θ. Πάγκαλος και ο Παρ. Αυγερινός σχημάτισαν εσωκομματικό μέτωπο για τη διαδοχή του.
Αρνήθηκε με πείσμα να παραδώσει τη σκυτάλη, αλλά τον πρόδωσε η υγεία του. Στις 20 Νοεμβρίου 1995 η εισαγωγή του Α. Παπανδρέου στο νοσοκομείο δεν ήταν σαν τις προηγούμενες που μπαινόβγαινε στο Γενικό Κρατικό. Υστέρα από 57 ημέρες αδιάκοπης μάχης με το μοιραίο και κάτω από πιέσεις, στις 15 Ιανουαρίου 1996, ακριβώς 35 χρόνια από την ημέρα που επέστρεψε στην Ελλάδα, υπέγραψε την παραίτησή του από την πρωθυπουργία, που θα καταλήξει σ΄ ένα στέλεχος που δεν είχε ποτέ τη συμπάθειά του.
Θα καταφέρει πάντως να βγει ζωντανός από το Ωνάσειο ύστερα από 123 δραματικές ημέρες νοσηλείας. Αλλά δεν θα αντέξει περισσότερο από τρεις μήνες. Στις 23 Ιουνίου 1996 άφησε την τελευταία πνοή του. Και η πιο συγκλονιστική συγκέντρωση που έγινε για λογαριασμό του ήταν αυτή που ο ίδιος δεν θα έβλεπε ποτέ: το τριήμερο προσκύνημα στη σορό του.
ΝΕΑ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: