«Αύτη η ημέρα ην εποίησεν ο Κύριος·αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή»
Toυ ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΙΛΙΟΥ (*)
Αναστάσεως ημέρα και λαμπρυνθώμεν τη πανηγύρει. Πάσχα τό τερπνόν, άμωμον, μέγα. Πάσχα πανσεβάσμιον. Πάσχα εν χαρά αλλήλους περιπτυξώμεθα. Ω Πάσχα λύτρον λύπης...
«Δια τοιούτων στιχηρών, εξ ων αναπέμπεται ευφροσύνη και αγαλλίασις ανεκλάλητος, η Εκκλησία υμνεί και πανηγυρίζει την Ανάστασιν του Σωτήρος», έγραφε ο γλυκύτατος κυρ’ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, («ΕΦΗΜΕΡΙΣ», 24 Απριλίου 1888).
Κι ύστερα, εκεί στη Δεξαμενή στην...
ταβέρνα του Καχριμάνη, καταπιανόταν με ιστορίες για «Μαυρομαντηλούσες», «Λαμπριάτικους ψάλτες», «Πάσχα ρωμέϊκο» στην «Αγι’ Αναστασιά». Το δειλινό άφηνε δειλά το χειρόγραφό του στα γραφεία του «Εμπρός», ή της «Ακροπόλεως» κι έφευγε, ακροπατώντας, για τον άγιο Ελυσαίο στην Πλάκα, παρέα με τον εξάδελφό του, τον άλλο Αλέξανδρο, τον Μωραϊτίδη, να ψάλλουν στις ακολουθίες του πάθους.
Τα Χριστούγεννα, η μεγαλύτερη γιορτή της χριστιανοσύνης. Το Πάσχα όμως είναι η λαμπρότερη, η πανηγυρικότερη, η γλυκύτερη. Δεμένη αρμονικά με την άνοιξη, με τη φύση στην καλύτερή της ώρα, με την περίτρανη νίκη που καταγάγει το κάλλος, η ζωή και το φως απέναντι στο σκοτάδι.
Η
Κυριακή του Πάσχα στην Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία ορίζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο μετά την εαρινή Ισημερία. Ως κινητή γιορτή παρασύρει ημερολογιακά ολόκληρο τον .......εορταστικό κύκλο, από το άνοιγμα του Τριωδίου μέχρι την Πεντηκοστή και του αγίου Πνεύματος.
Από το Πισάχ των Αιγυπτίων στο Πάσχα των Ελλήνων
Πριν την εμφάνιση του χριστιανισμού, το Πάσχα ήταν γιορτή των Αιγυπτίων σχετιζόμενη με την εαρινή Ισημερία. Ανάλογες γιορτές είχαν κι οι υπόλοιποι ανατολικοί λαοί.
Ελέγετο Πισάχ και σήμαινε το πέρασμα του ηλίου από τον Ισημερινό, όταν η μέρα άρχιζε να γίνεται μεγαλύτερη από τη νύχτα. Ήταν γιορτή της ζωής και του φωτός κατά του σκότους και του θανάτου. Συμβολισμός πού αναδείχθηκε με την ενσάρκωση του θείου Λόγου και διατηρείται ολοζώντανος με τις ακολουθίες της θριαμβευτικής εισόδου του Ιησού στα Ιεροσόλυμα, της άκρας ταπείνωσης, του φρικτού πάθους, της ταφής εν μνήματι καινώ και της ένδοξης Ανάστασης.
Τις τελετές οι ανατολικοί λαοί συνόδευαν με αιματηρές αλλά και αναίμακτες θυσίες στο φως και τη ζωή. Από εκεί κρατήσαμε τη σφαγή του αμνού το Μ. Σάββατο και την προσφορά των καρπών της γης (τα άζυμα), τας απαρχάς των καρπών. Κατά τον Μυστικό Δείπνο, ο Ιησούς, Ότε οι ένδοξοι μαθηταί εν τω νιπτήρι του Δείπνου εφωτίζοντο, τέλεσε συμβολικά με άρτον και οίνον τη θυσία, αναφορά στη δική του ως Αμνού του Θεού.
Τω καιρώ εκείνω ήγγιζεν η εορτή των αζύμων, η λεγομένη Πάσχα. Ο Ιησούς αναφερόμενος στη θυσία είπε στους μαθητές Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν.
A
πό τους Αιγυπτίους πήραν οι Εβραίοι τη γιορτή του Πάσχα, αφού έζησαν αιώνες στον ζυγό των Φαραώ. Από τις αιγυπτιακές επιρροές τους απάλλαξε με επιμονή και αυστηρότητα ο Μωϋσής, όταν, κατά την Διαθήκη, τους απελευθέρωσε.
Σε ανάμνηση της εξόδου, οι Εβραίοι διατήρησαν τη γιορτή με το ίδιο σχεδόν όνομα. Πεσσάχ. Αυτό δε το Εβραϊκό Πάσχα εορταζόταν την 14η Νισάν, ημέρα της πρώτης πανσελήνου μετά την εαρινή Ισημερία, οπότε θυσίαζαν τον αμνό. Από την 15η Νισάν άρχιζε το επταήμερο των αζύμων. Έτσι από το Πισάχ των Αιγυπτίων, φτάνουμε στο Πεσσάχ των Εβραίων. Κι από κει στο Πάσχα των Ελλήνων.
Το Πεσσάχ των Εβραίων, ήσαν ακριβώς οι μέρες του Θείου Δράματος.
Οι Ευαγγελιστές Μάρκος, Ματθαίος και Λουκάς, τοποθετούν τον Μυστικό Δείπνο στο βράδυ της 14ης Νισάν που κατά το εβραϊκό έθος είναι η αρχή της επόμενης ημέρας.
Διΐστανται οι εκτιμήσεις για το αν ο Ιησούς σταυρώθηκε την 14η Νισάν ή την επομένη, των αζύμων, ημέρα που οι Εβραίοι εόρταζαν τρώγοντας πικρά χόρτα της ερήμου, άζυμον άρτον (χωρίς μαγιά) και αμνό με άθραυστα κόκκαλα. Γι’ αυτό του Ιησού στο Σταυρό ου κατέαξαν αυτού τα σκέλη.
Κατά τους τρεις Ευαγγελιστές η Σταύρωση έγινε την 15η, κατ’ άλλους την 16η Νισάν. Μόνο ο Ιωάννης είναι κατηγορηματικός για την 14η Νισάν, ημέρα του Εβραϊκού Πάσχα. Η διαφωνία των Ευαγγελιστών είναι φαινομενική, γιατί η μέρα των Εβραίων άρχιζε από το δειλινό της προηγούμενης, και εντοπίζεται στον υπολογισμό έναρξης της καινούργιας ημέρας.
Τ
ο χριστιανικό Πάσχα –καινόν, άγιον, μυστικόν– είναι η συνέχεια του αιγυπτιακού και του εβραϊκού, καθαγιασμένο στην ανάμνηση του φρικτού πάθους και της ένδοξης Ανάστασης του Ιησού. Σήμερον πάσα κτίσις αγάλλεται και χαίρει, ότι Χριστός Ανέστη και Άδης εσκυλεύθη.
Πανάρχαιοι συμβολισμοί του Φωτός και του σκότους, της Ζωής και του θανάτου. Ει και εν τάφω κατήλθες, Αθάνατε, αλλά του Άδου καθείλες την δύναμιν· και ανέστης ως νικητής. Διαδραματίζουν ρόλο γενόμενοι κεντρικοί άξονες του δράματος από τον ερχομό επί πώλου όνου μέχρι την Ανάσταση. Και συγχρόνως γίνονται τα θεμέλια της νέας θρησκείας.
Οι πρώτοι χριστιανοί, Εβραίοι στην πλειοψηφία, ακολουθούντες τον Πέτρο που αντιλαμβανόταν τον χριστιανισμό ως εβραϊκή αίρεση, συνεόρταζαν το Πάσχα, δυσκολευόμενοι ν’ αποκοπούν από τα έθιμα της Συναγωγής. Όμως η πολιτική του Παύλου, αποστόλου των εθνών, επικράτησε. Στρεφόμενος στα έθνη, έβγαλε τη νέα θρησκεία από τα στενά όρια του εβραϊσμού και την κατέστησε παγκόσμια. Έτσι ο χριστιανισμός κατέκτησε τις καρδιές εκατομμυρίων ψυχών κι έγινε η ελπίδα στο σκοτάδι.
Δεκαετίες μετά διαμορφώθηκε το τελετουργικό το Πάσχα, μέσα από σειρά ηθών και εθίμων, έγινε η λαμπρότερη και γλυκύτερη γιορτή της νέας θρησκείας, ιδιαίτερα στους ανατολικούς λαούς όπου έχει ρίζες βαθιές।
Η Θυσία του αμνού και η δάφνη του Απόλλωνα
Τ
ο Πάσχα για τους ορθόδοξους λαούς της Ανατολής, εκτός από λαμπρή θρησκευτική γιορτή, είναι λαϊκό πανηγύρι.
Αύτη η κλητή και αγία ημέρα, η μία των Σαββάτων, η βασιλίς και κυρία, εορτών εορτή και πανήγυρις εστί πανηγύρεων.
Γιορτή του θνήσκοντος και συγχρόνως του αναστάντος Θεού. Του γλυκυτάτου έαρος, του ηλίου και του φωτός, της ζωής και της ομορφιάς, των λουλουδιών και των ύμνων. Η πλάση βγαίνει αναγεννημένη από τη νύχτα του χειμώνα, ένας γνήσιος λυρισμός που ο λαός έχει άρρηκτα συνδέσει με τα πλούσια έθιμά του.
Στην Ελλάδα, σε σύγκριση με άλλους ορθόδοξους λαούς, το Πάσχα είναι ξέφρενο πανηγύρι χαράς, ξεφάντωμα γλεντιού, ημέρα άκρατης ευωχίας με τον οβελία και το κοκορέτσι να τσικνίζουν, τα κόκκινα αυγά, τα κλαρίνα κι οι πίπιζες να λαλούν την ελληνική λεβεντιά όπου χορεύει την ιτιά.
Π
λήθος εθίμων ομορφαίνουν τις λαμπριάτικες ημέρες. Τα κόκκινα αυγά, τά κουλούρια, το αρνί που θα σφαχτεί στην αυλή με τά παιδιά γύρω να κλαιν για την απώλεια του πανέμορφου προβάτου, το κοκορέτσι, η λαμπριάτικη λαμπάδα δώρο στο βαφτιστήρι, τα καινούργια ρούχα, η μαγειρίτσα τη νύχτα της Ανάστασης, ο σταυρός στην είσοδο καμωμένος με τον καπνό της αναστάσιμης λαμπάδας, το γιορτινό τραπέζι, το φως της Λαμπρής.
Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός και δοξάσατε Υιόν τον αναστάντα εκ νεκρών, που μεταφέρεται με δέος και διατηρείται σαράντα μέρες στο καντήλι!
Αλλά κι η δάφνη του Απόλλωνα!
Πανάρχαιο σύμβολο νίκης πού υποδεχόμαστε θριαμβευτικά. Δάφνες στόλιζαν τον περίκαλλο ναό των Δελφών, δάφνες μασούσε η Πυθία την ώρα του χρησμού, δάφνες στη λατρεία του Πυθοκτόνου Απόλλωνα, άξιου νικητή του φοβερού δράκοντα Πύθωνος.
Με δάφνες τιμάται στην ελληνορθόδοξη λατρεία και ο Αναστάς Κύριος που νίκησε το θάνατο, σκυλεύσας τον Άδη, και κατέαξε αυτού τα σκότη.
Κλωνάρια δάφνης με φοίνικες κρατούσαν οι Ιουδαίοι κατά την θριαμβευτική είσοδο του Ιησού στα Ιεροσόλυμα επί πώλου όνου.
Στη διαδικασία διαδοχής των λατρευτικών τύπων, η Απολλώνεια δάφνη καθίσταται αδιαφιλονίκητη στη γιορτή της Λαμπρής. Στην πρωϊνή λειτουργία του Μ. Σαββάτου, όπου γίνεται μνεία της Αναστάσεως, μόλις ο παπάς βροντοφωνάξει Ανάστα ο Θεός κρίνων την γην..., παίρνει χούφτες δαφνόφυλλα από το πανέρι και τα σκορπά δεξιά κι αριστερά στην εκκλησία.
Τότε σημαίνουν οι καμπάνες, οι γέροντες χτυπούν τα στασίδια, οι άντρες πυροβολούν στον αέρα, τα παιδιά θορυβούν, οι γυναίκες πετούν στο δρόμο πήλινες στάμνες και λαγήνια. Η παρατεταμένη κωδωνοκρουσία δίνει τον γιορταστικό, τον αναστάσιμο τόνο. Ο λαός με τον σκόπιμο πανζουρλισμό και τη χλαπαταγή, δεν πληροφορείται, παρά πραγματοποιεί –κατ’ αυτόν τον παραδοσιακό τρόπο– την Ανάσταση, ή μάλλον την πρώτη Ανάσταση. Εξ ου κι η φράση Έγινε Ανάστα ο Θεός.
Η δάφνη, όπως στο μαντείο των Δελφών, έχει και εδώ ρόλο προστατευτικό, χωρίς να χάνει την απολύτως μυστηριακή της δύναμη. Πιστεύεται πως αν τα δαφνόφυλλα που σκορπίζει ο παπάς την ώρα του Ανάστα ο Θεός κρίνων την γην, τα πιάσεις στον αέρα πριν πέσουν στο δάπεδο, διατηρούν θεραπευτικές ιδιότητες. Τα καίνε σε περίπτωση ματιάσματος, αβασκαμού, και τα φυλάγουν στα μπαούλα με τα ρούχα για να εξολοθρεύουν το σκώρο.
Αλεξίκακος ο ρόλος της δάφνης. Διώχνει μακριά τη βασκανία, τα βλαβερά ζωύφια, προφυλάσσει από τη φθορά.
Άλλοτε κι οι τάφοι, που τότε ήσαν μέσα στην εκκλησία, την Ανάσταση στολίζονταν με δάφνες. Στο ποίημα του Σολωμού Ημέρα Λαμπρής διαβάζουμε:
Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι
και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες.
Λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι
από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες.
Κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι
όπου κρατούνε οι χριστιανοί στο χέρι...
Λαμπριάτικες κουλούρες κι ευχές, συμπληρώνουν το σκηνικό. Α· και το δώρο της νονάς στο βαφτιστήρι.
– Χριστός Ανέστη!
– Αληθώς ο Κύριος!...
Εκείνο όμως που δίνει στο Πάσχα εντελώς ελληνική φυσιογνωμία και το κάνει ΠΑΣΧΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, είναι το ψήσιμο του αρνιού. Ο παραδοσιακός οβελίας.
Το ιερό σφάγιο της οικογένειας, έθιμο κληρονομημένο απ’ τούς αρχαίους λαούς με τις αιματηρές θυσίες στις μεγάλες γιορτές. Το σφαγμένο αρνί πού σιγοψήνεται στη σούβλα, συγκεντρώνει γύρω τις ολόθερμες ευχές συγγενών, φίλων, ολόκληρο τον περίγυρο της μικρής κοινωνίας της ελληνικής υπαίθρου, σε ένα είδος θυσίας και σπονδής, όμοιας με τις θυσίες και τις σπονδές οίνου.
Η ελληνική φιλοξενία, μέγιστη αρετή της φυλης, τις μέρες του Πάσχα μεγαλουργεί και δοξάζεται. Κι η χαρά για τη Ζωή εν τάφω που ανέστη εκ νεκρών, φωτίζει τα πρόσωπα τη μέρα τούτη της πανανθρώπινης γιορτής. Ο Άδης επικράνθη και γαρ κατηργήθη....
Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια· εορταζέτω γουν πάσα κτίσις την έγερσιν Χριστού, εν η εστερέωται...
(*) Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του «Με το σφύριγμα του τραίνου» και «Χάρτινα φιλιά».
Ελληνικό Καφενείο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου