16.4.10
SEX με τρομοκράτη
"Αγαπητή Τσαούσα
ξέρω ότι παίρνεις χιλιάδες γράμματα από τους αναγνώστες σου, αλλά νομίζω στο δικό μου πρέπει να δώσεις προτεραιότητα.
Είμαι η Σούλα και διατηρώ ψαράδικο στα Δυτικά προάστια.
Όχι σε όλα φυσικά, σε ένα από αυτά.
Βρίσκομαι στη δύσκολη θέση, να σου πω ότι έχω κάνει σεξ με έναν από τους φερόμενους ως τρομοκράτες, που συνέλαβαν.
Δεν θα πω με ποιον, δεν έχει σημασία.
Τον γνώρισα ένα απόγευμα στο μαγαζί, που μπήκε να αγοράσει μπακαλιάρο.
Παραμονή 25ης Μαρτίου.
Φορούσε τζιν παντελόνι, μπουφάν και μούσι.
"Κοπελιά, πιάσε δέκα κιλά μπακαλιάρο" μου λέει.
"Τόσα πούλησα όλη μέρα, δεν έχω" απαντάω.
"Δώσε ό,τι έχεις".
"Για πόσα άτομα τον θες;"
"Έξι, αλλά έχουμε Βαγγέλη στην παρέα, και λέμε να καλέσουμε τίποτα φίλους".
"Μια φέτα έμεινε, δεν φτάνει, να σου βάλω κολιούς;"
"Πόσο πάνε;"
"Τρία Ευρώ το κιλό".
"Τους πούστηδες. Ακόμα και οι κολιοί τους ανήκουν".
"Ορίστε;"
"Βάλε".
Του έβαλα κολιούς, πλήρωσε κι έφυγε.
Ωραίο παιδί, με...
μια μελαγχολία στο βλέμμα.
Σε δυο μέρες ξανάρθε στο μαγαζί, με τα ίδια ρούχα, αλλά χωρίς το μούσι.
Όταν τον ρώτησα τι έγινε, μου είπε ότι ξυρίστηκε.
Πήρε έξι μεγάλες γόπες, πλήρωσε κι έφυγε.
Δεν πρόλαβε να βγει η βδομάδα και ξανάρθε.
Φορούσε πάλι τα ίδια ρούχα και το μούσι.
Πριν τον ρωτήσω τι έγινε, με βούτηξε και άρχισε να με φιλάει παθιασμένα.
Καλός ήταν, κι εγώ είχα καιρό να καυλώσω.
Σηκώνει το μούσι από το πάτωμα, το βάζει στην κωλότσεπη, και σχεδόν με σέρνει στην τουαλέτα.
Με κολλάει στην πόρτα ρουφώντας τα χείλη μου με μανία, και με αρχίζει στα σκαμπίλια.
Η αλήθεια είναι πως μου άρεσε περισσότερο να τρώω κωλοσκάμπιλα ενώ είμαι στα τέσσερα, όμως αυτός με κάποιον τρόπο με έπειθε πως τα ΄θελα και τα χαστούκια μου.
Αλλά δεν του σηκωνόταν.
Το ξέρω γιατί όταν του είπα "Το όπλο σου φουσκώνει στο παντελόνι σου, ή χαίρεσαι που με μπαλαμουτιάζεις;" μου απαντάει ξερά "Το όπλο μου".
Ξαφνικά αρχίζει να χτυπάει το ξυπνητήρι του ρολογιού του.
Προλαβαίνω να δω ότι είναι ROLEX.
"Ακριβό ρολόι!"
"Δεν παίζουν μ΄ αυτά τα πράγματα" λέει, φτιάχνει τα μαλλιά του και βγαίνει βιαστικός από την τουαλέτα παρατώντας με αναμμένη και μόνη, σαν την κότα στο φούρνο.
Εμφανίστηκε ξανά, ένα βράδυ που έκλεινα το μαγαζί.
"Σήμερα θα σε γαμήσω" μου λέει.
"Αμα χτυπήσει το ρολόι σου και την κοπανίσεις, θα σε γαμήσω εγώ" απαντάω.
"Μπα, σήμερα την πυροδότησε άλλος" απαντάει, και με ανεβάζει πάνω στη μηχανή του.
Μια ωραία μηχανή, φτυστή με αυτή που κλέψανε του αδελφού μου.
Πριν βάλει μπροστά, μου κλείνει τα μάτια με ένα μαντίλι.
"Θα παίξουμε λιγάκι" μου ψιθυρίζει στ΄ αυτί.
Ξεκίνησε με μεγάλη ταχύτητα. Τα΄κλασα λίγο γιατί δεν έβλεπα τίποτα.
Μ' άρεσε όμως το παιχνίδι, και έκανα υπομονή.
Σε δέκα λεπτά σταμάτησε.
Με κατέβασε από τη μηχανή και με οδήγησε βήμα βήμα σε ένα διαμέρισμα, προσέχοντας μην κουνηθεί το μαντίλι μου.
Μόνο όταν έκλεισε πίσω μας την πόρτα, μου το έβγαλε.
Βρισκόμασταν σε ένα μικρό δωμάτιο γεμάτο αφίσες του Τσε, σε όλες τις πόζες.
Ο Τσε με πούρο, ο Τσε με όπλο, ο Τσε ξαπλωτός σε κάτι μπανανόφυλλα με φανελάκι, ο Τσε όρθιος με τη στολή του ξεκούμπωτη, ο Τσε ξυρισμένος, ο Τσε αξύριστος, ο Τσε χτενισμένος, ο Τσε αχτένιστος.
"Εγώ θαυμάζω τον Χατζηγιάννη" λέω.
Δεν απαντάει, αλλά με παίρνει αγκαλιά και καθώς με πνίγει στα φιλιά, με οδηγεί στο μέσα δωμάτιο.
Έπαθα σοκ!
Ήταν τίγκα στα όπλα!
"Εδώ θα το κάνουμε; Κρεβάτι δεν έχεις; " ρωτάω μες στα νεύρα.
Χωρίς να μου δώσει σημασία, με πετάει πάνω τους και αρχίζει να με γδύνει.
Του είχε γίνει κατάρτι.
Το κατάλαβα γιατί όταν τον ρώτησα "Το πουλί σου είναι αυτό που φουσκώνει στο παντελόνι σου, ή θα με γαμήσεις με καμιά κάννη;" μου απαντάει ξερά "Το πουλί μου".
Και με γάμησε.
Πάνω στα όπλα.
Την ώρα που τελείωνε, βουτάει μια καραμπίνα κι αρχίζει να τη γλείφει.
"Ζήτω η επανάσταση!" φώναξε, κι έχυσε.
Εγώ δεν πρόλαβα να καταλάβω τίποτα, όλα στο "μπαμ-μπουμ" γίνανε.
Πολύ εκρηκτικός τύπος, αλλά δυστυχώς μόνο για πάρτη του.
Πήρε ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο, το έκανε μαξιλάρι και ξάπλωσε δίπλα μου.
"Σου άρεσε μωρό μου;"
"Δεν κατάλαβα τίποτα!"
Τι, μυστικό θα το κρατούσα;
"Δεν πειράζει, θα καταλάβεις το καλό που σου 'κανα, όταν θα είσαι ελεύθερη" μου λέει και φοράει δυο φαβορίτες που υπήρχαν στο πάτωμα.
"Καλύτερα να με πας σπίτι μου" απαντάω μουτρωμένη.
"Να σου φωνάξω ραδιοταξί; Είμαι σκοτωμένος".
Πλήρωσα δεκαπέντε Ευρώ ταξί για να γαμήσει αυτός.
Μέσα στην κρίση.
Θα τον λιώσω!
Γι αυτό σου γράφω Τσαούσα.
Μπορεί να έφυγα μόνη μου, αλλά ξέρω πού είναι η γιάφκα.
Να τον καρφώσω στην αστυνομία, ή να τον περιμένω από κάτω όταν τον αμολήσουνε;
"Με αγάπη
Σούλα".
Απάντηση:
Κάνε ό,τι γουστάρεις Σούλα, αλλά τη θέση σου, θα έκλεινα το ψαράδικο και θα άφηνα μούσι.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου