ΣΤΑΥΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
Ο Νίκος Ντε Βιτ ερωτεύθηκε τη θάλασσα και έγινε σπουδαίος ιστιοπλόος. Ταξιδευτής σαν τους μινωίτες προγόνους του
Για «τα παιδιά της Ολλανδίας» άκουσα πρώτη φορά στους διαδρόμους του Κέντρου Βρεφών «Μητέρα». Ηταν μια τυπική πληροφορία που στο μυαλό μου απέκτησε αμέσως εικόνα. «Τα παιδιά που άφηναν οι Ελληνες στα ιδρύματα, τα δίνανε...
κάποτε σε οικογένειες του Βορρά. Ολλανδία, Αυστρία, Σουηδία». Αυτό μου είπαν και θυμάμαι ακόμα τον χορό των εικόνων στο μυαλό μου. Μελαχρινά μωρά, γεννημένα στον φτωχό Νότο, να φεύγουν με τα αεροπλάνα κουρνιασμένα στις αγκαλιές ξανθών ζευγαριών. Πόσα παιδιά όμως; Πότε; Και κυρίως πώς ζουν αυτά τα παιδιά σήμερα; Τι ξέρουν για το παρελθόν τους; Επέστρεψαν ποτέ στην Ελλάδα για να βρουν τους βιολογικούς τους γονείς;
Ηταν έναν χρόνο πριν, όταν οι «Πρωταγωνιστές» άρχισαν την έρευνα. Ταξίδια στη Βόρεια Ευρώπη, την Κέρκυρα, την Κρήτη (στα δύο αυτά νησιά υπήρχαν κάποτε ιδρύματα με εγκαταλελειμμένα βρέφη), μυστικά ραντεβού με μητέρες και αδέλφια και στο τέλος ένα μεγάλο ταξίδι στην Ολλανδία όπου ζουν σήμερα δεκάδες από αυτά τα παιδιά. «Τα παιδιά του έρωτα» θα μπορούσε να είναι ο τίτλος. Τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά γεννήθηκαν από ανήλικες μητέρες της ελληνικής επαρχίας τις δεκαετίες του ΄60 και του ΄70. Θέλω να φανταστείτε το σκηνικό. Η Κεντρική Ευρώπη «ανακάλυπτε» τα αντισυλληπτικά και ζούσε τη σεξουαλική επανάσταση και τα δικά μας κορίτσια ζούσαν παράνομους έρωτες συχνά με πρόσωπα του ευρύτερου οικογενειακού τους περιβάλλοντος. Και αν έμεναν έγκυοι, δεν είχαν πολλές λύσεις. Οι οικογένειες τις έκρυβαν ή τις έστελναν σε συγγενείς στις πόλεις για να μάθουν μια τέχνη δήθεν. Γεννούσαν, άφηναν το μωρό στο ίδρυμα και γυρνούσαν «καθαρές» στο χωριό τους. Βέβαια, η ιστορία δεν είναι μία. Οι «Πρωταγωνιστές» κατέγραψαν δεκάδες τέτοιες ιστορίες. Δύο ίδιες δεν υπάρχουν. Ο Ζορμπάς με τις τσικουδιές Η συνάντησή μας έγινε πάνω σε ένα ιστιοπλοϊκό. Χαιρετηθήκαμε και έλυσε. Αλλωστε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992 ήταν μέλος της Ολλανδικής Ομάδας Ιστιοπλοΐας. Μη φανταστείτε όμως κανέναν αθληταρά Βορειοευρωπαίο. Ζορμπά τον φωνάζουν. Στην τσάντα του έκρυβε μεζέδες και έκανε συνεχώς κουζουλάδες. «Τέλειωνε με τις κάμερες να πάμε για τσικουδιές», φώναξε κάποια στιγμή. Στο ολλανδικό καφενείο όλοι έτρωγαν πανκέικ και έπιναν γάλα και ο Νίκος παρήγγειλε για μας τσικουδιές (από σιτάρι). Και το καλοκαίρι στο χωριό του στο Ηράκλειο, εκεί όπου γεννήθηκε πριν από 40 χρόνια, δώσαμε υπόσχεση να πιούμε και τις «γνήσιες».
Πότε έμαθες ότι είσαι υιοθετημένος;
Η μάνα μου μού το είπε όταν ήμουν 3 ετών. Οταν θεώρησε δηλαδή ότι μπορούσα να το καταλάβω.
Τι σου είπε;
Οτι δεν είμαι παιδί της κοιλιάς της, αλλά της καρδιάς της. Πότε αρχίζεις να ψάχνεις το παρελθόν σου;
Από 4 χρονών έλεγα σε όλους ότι είμαι από την Κρήτη. Και όταν έγινα 10 χρονών έστειλα γράμμα στο ίδρυμα στην Ελλάδα. Τους έγραφα ότι ζω σε ένα μεγάλο σπίτι και ότι έχω δική μου βάρκα. Τους ζήτησα να μου στείλουν μια φωτογραφία της μάνας μου. Είχα περιέργεια να μάθω πώς είναι.
Σου απάντησαν;
Μου έγραψαν πως δεν είχαν φωτογραφία της, αλλά αν ποτέ πήγαιναν οι γονείς μου να ρωτήσουν για μένα, θα τους έδιναν το γράμμα μου. Και πότε πήγες πρώτη φορά στην Κρήτη;
Οταν ήμουν 18 χρονών και έμεινα για έναν μήνα.
Ελληνικά δεν ήξερες, υποθέτω.
Τότε τίποτα. Ηξερα μόνο να λέω καλημέρα, καληνύχτα, νόστιμο.
Νόστιμο γιατί;
Ε, ναι, το νόστιμο το έμαθα πολύ γρήγορα. Στην Κρήτη με τάιζαν συνέχεια. Φάε, φάε, πήρα 20 κιλά.
Τους γονείς σου τους βρήκες;
Βρήκα το όνομα και τη διεύθυνση της μάνας μου στον κατάλογο του ΟΤΕ. Αλλά δεν πήγα, ούτε τηλέφωνησα.
Δείλιασες;
Μου είχαν πει από το «Μητέρα» ότι απαγορεύεται να το κάνω πριν μιλήσω με ψυχολόγο. Και είπα, ασ΄ το, μεγάλη φασαρία.
Και πότε τη συνάντησες πρώτη φορά;
Οταν ήμουν 22 χρονών. Βρήκα το χωριό μου και πήγα στο δημαρχείο για να ρωτήσω για τη μάνα μου. Ο πρόεδρος έκλεισε πόρτες και παντζούρια για να μιλήσουμε.
Γιατί έκλεισε τα παντζούρια;
Ε, για να μη μαθευτεί τίποτε στο χωριό. Κρήτη τώρα... Οι γυναίκες φέρανε πεπόνι, ρακί και με ποτίζανε. Σχεδόν μέθυσα. Θυμάμαι όμως τον πρόεδρο να μου λέει «μοιάζεις πολύ στη μάνα σου». Τρελάθηκα. Τελικά υποσχέθηκε να μιλήσει στη μάνα μου και να μας φέρει σε επαφή. Επειτα από δύο μέρες η μάνα μου μύ τηλεφώνησε.
Η πρώτη κουβέντα που σου είπε;
Κανονίσαμε να συναντηθούμε. Θα ερχόταν και ο πατέρας μου. Εγώ αλλιώς την ήξερα την ιστορία, ήξερα ότι πατέρας δεν υπάρχει. Εκείνη τη μέρα έμαθα επίσης πως έχω και 6 αδέλφια. Τρελάθηκα από τη χαρά μου. Σκεφτόμουν μέχρι και τα ρούχα που θα φορούσα στη συνάντηση. Τελικά έφτασε η μέρα.
Αγκαλιές και κλάματα;
Και εγώ έτσι πίστευα. Οτι όταν θα ερχόταν αυτή η στιγμή θα έκλαιγα, αλλά τίποτα. Ηταν ξένοι για μένα. Ενα βράδυ πήγαμε στα μπουζούκια και ήπια 2 μπουκάλια ουίσκι για να μπορέσω λίγο να τους αγγίξω, να τους πλησιάσω.
Πώς είναινα βρίσκεις τη μάνα σου και τον πατέρα σου ύστερα α
πό 20 χρόνια;
Στην αρχή ήταν σαν όνειρο, αλλά μετά έγινα σχιζοφρενής.
Γιατί το λες;
Γιατί ξαφνικά απέκτησα δύο ζευγάρια γονείς, απέκτησα 6 αδέλφια. Ξόδεψα όλα τα λεφτά μου σε εισιτήρια και σε τηλέφωνα. Πενήντα φορές πήγα πάνω κάτω. Χώρισα με την ολλανδέζα γυναίκα μου. Δεν ήξερα πού ανήκω. Εβαζα τείχη στις σχέσεις μου. Απέφευγα να δεσμευτώ με κάποια κοπέλα στην Κρήτη γιατί έπρεπε να επιστρέψω στην Ολλανδία. Τώρα τελευταία μόνο έχω ηρεμήσει.
Σου είπε η μητέρα σου τι έγινε τότε και σε έδωσαν;
Ναι. Μου είπε ότι έμεινε έγκυος σε μένα όσο ο πατέρας μου ήταν παντρεμένος με μία άλλη γυναίκα. Οταν οι γονείς της μάνας μου έμαθαν ότι είναι έγκυος, έφαγε πολύ ξύλο. Ηθελαν να με σκοτώσουν όσο ήμουν ακόμα στην κοιλιά της. Τελικά, όταν γεννήθηκα, της είπαν πως έπρεπε να μπω σε θερμοκοιτίδα. Το πρωί που ζήτησε να με δει της είπαν ότι η γιαγιά και ο παππούς με είχαν δώσει ήδη σε ίδρυμα.
Θλιβερή ιστορία.
Δεν ήταν όμως αληθινή. Πέρσι έμαθα πως ο πατέρας μου με είχε πάει στο ίδρυμα. Τόσα χρόνια μου έλεγε ότι τρεις μέρες ξενυχτούσε έξω από το ίδρυμα και φιλούσε τα πόδια της διευθύντριας για να τον αφήσουν έστω να με δει, αλλά ήταν όλα ψέματα.
Σήμερα πώς είναι η σχέση σου μαζί τους;
Δεν τους βλέπω πια. Είχα πάει να ζήσω μαζί τους στην Κρήτη, μου έλεγαν ψέματα συνεχώς όμως, μαλώσαμε και με διώξανε για δεύτερη φορά. Μάζεψα κι εγώ τα πράγματά μου σε ένα κουτί κι έφυγα. Από τότε δεν μου ξανατηλεφώνησαν.
Με τα αδέλφια σου μιλάς;
Ναι, τα πάω πολύ καλά. Μοιάζουμε πολύ, έχουμε το ίδιο αίμα, άλλωστε. Ο ένας αδελφός μου, ο Μανόλης, έχει έρθει δύο φορές στην Ολλανδία.
Μαντινάδες ξέρεις;
Πολλές. «Είναι πλοία οι αγάπες που σφυρίζουν...». Στο σπίτι μου όλη μέρα παίζει κρητική μουσική.
Σκέφτεσαι να ζήσεις κάποτε μόνιμα στην Κρήτη;
Δεν θα άφηνα ποτέ τη μάνα μου. Τη θετή μάνα σου.
Τη μάνα μου, ναι. Τη Μάγια. Θυμάμαι όταν ήμουν στην Κρήτη με τη βιολογική μου μάνα ακουγόταν ένα τραγούδι που έλεγε «μάνα είναι μόνο μία» και μου λέει «άκου τι λέει το τραγούδι». Τότε της είπα «ναι, εσύ είσαι η μάνα μου». Τώρα όμως ξέρω πως η μάνα είναι αυτή που σε μεγαλώνει. Η άλλη είναι απλώς το DΝΑ.
«Η μάνα μου στην πρώτη συνάντησή μας μου κρατούσε το χέρι κάτω από το τραπέζι»
Εμφανίστηκε μέσα σε ένα κάμπριο αυτοκίνητο, με φανταχτερά χρώματα και δυνατή μουσική.
Κάτι σαν Ρένα Βλαχοπούλου, στην ολλανδική επαρχία όμως. Οι ποδηλάτες την προσπερνούσαν με άνεση. Πήγαινε σιγά. Στο κάθισμα του συνοδηγού είχε ακουμπήσει τουλίπες σε όλα τα χρώματα. Με αγκάλιασε, με φίλησε. Μια κανονική Ελληνίδα δηλαδή που χαίρεται όταν συναντά έναν συμπατριώτης της. Στην Ολλανδία έγινε δασκάλα, έκανε δύο γιους, πέρασε ευτυχισμένα χρόνια, κρυφοκοιτάζοντας όμως πάντα προς το Αιγαίο. Εκεί όπου γεννήθηκε το 1960.
Πότε αποφάσισες να αναζητήσεις τη μητέρα σου;
Οταν απέκτησα δικά μου παιδιά. Ηθελα να δω πώς είναι, να μάθω πού μένει.
Τη βρήκες εύκολα;
Με βοήθησαν πολύ στο Κέντρο Βρεφών «Μητέρα». Η Ειρήνη Πέτσα, κοινωνική λειτουργός. Η μητέρα μου όμως δεν ήταν εύκολο να με δει. Στο σπίτι της δεν μπορούσα να πάω γιατί ο άντρας της και οι γιοι της δεν ήξεραν τίποτα για μένα. Τελικά δώσαμε ραντεβού στην Πλατεία Συντάγματος, σε ένα παγκάκι. Με κοίταξε σαν να μη με γνώριζε. Μετά κοίταξε τα νύχια μου και μου είπε «εμείς οι δύο μοιάζουμε». Με συμβούλευσε κιόλας: «Πρόσεχε τον εαυτό σου, να μη γίνεις χοντρή σαν εμένα».
Τα αδέλφια σου πότε τα γνώρισες;
Περίμενε. Την επόμενη μέρα πήρα ταξί και πήγα στο σπίτι της. Οταν χτύπησα το κουδούνι, η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Καθήσαμε σε ένα μικρό δωμάτιο με ένα ωραίο στρογγυλό τραπεζάκι. Μου έφτιαξε φραπέ και όση ώρα μιλούσαμε, μου κρατούσε το χέρι. Ξαφνικά, άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο άντρας της. Είχε ένα τεράστιο μουστάκι. Πήγε κι έκατσε στον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση. Του είπε πως ήμουνα νοσοκόμα και συνέχισε να μου κρατάει το χέρι κάτω από το τραπέζι. Εγώ φοβόμουνα, της έλεγα «όχι, όχι».
Ο άντρας της δεν ήταν ο πατέρας σου;
Οχι, ήταν η νέα της οικογένεια. Κάποια στιγμή εμφανίστηκαν και οι γιοι της. Μας σύστησε, αλλά δεν τους είπε βέβαια ποια ήμουν. Σκεφτόμουν...
«Εγώ ξέρω πως είστε αδέλφια μου, αλλά εσείς δεν ξέρετε πως είμαι η αδελφή σας».
Και πότε έμαθαν τα αδέλφια σου την αλήθεια;
Επειτα από χρόνια, που ξαναπήγα στην Αθήνα, βρήκα ξανά το σπίτι. Χτύπαγα, αλλά δεν άνοιγε κανείς. Κάποια στιγμή μια γειτόνισσα μου είπε «η Ελένη πέθανε, όμως σε λίγο θα έρθουν τα αγόρια της, ο Λάκης και ο Γιάννης». Αποφάσισα να τους περιμένω. Πρώτος ήρθε ο Λάκης. Του λέω «είμαι η Καρίνα, η μητέρα μου είναι η μητέρα σου». Χωρίς δεύτερη σκέψη με έβαλε στο σπίτι. Τον ρώτησα πώς με πίστεψε και μου είπε «από τα χέρια σου, είναι ακριβώς όπως της μητέρας μας».
Η μητέρα σου είχε πεθάνει χωρίς να τους πει ποτέ την αλήθεια;
- Ναι, αλλά όταν πέθανε βρήκαν ένα γράμμα με φωτογραφίες μου και τα κατάλαβαν όλα. Μάλιστα, μου έκανε και πλάκα, με ρώτησε αν θα εμφανιστούν κι άλλες αδελφές. «Οχι βρε», του λέω, «μία αδελφή έχεις μόνο κι αυτή είμαι εγώ»! Αργότερα, ήρθε και ο άλλος ο αδελφός μας, ο Γιάννης και ήταν τόσο περίεργο... Μού μοιάζανε! Ο Λάκης έχει αυτό που έχω κι εγώ. Να αγγίζει και να αρπάζει. Τους συναντάς ακόμη;
Το φθινόπωρο πήρα τους γιους μου και πήγα και τους βρήκα στην Αθήνα. Ημουν με τέσσερις άνδρες και ήμουν τόσο χαρούμενη. Μια Καρίνα περήφανη!
NEA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου