H Νομισματική Ενωση, η οποία δεν μετεξελίσσεται και σε Οικονομική Ενωση με συντονισμό και σύγκλιση των οικονομικών πολιτικών, ήταν προδιαγεγραμμένο ότι θα οδηγούσε σε αδιέξοδα, εφόσον μάλιστα δεν προέβλεπε αποτελεσματικό μηχανισμό συμμόρφωσης των χωρών που συστηματικά παρέβαιναν τους όρους του Μάαστριχ. Αντίθετα, με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο προβλεπόταν ότι δεν επιτρέπεται η «διάσωση» (η γνωστή ρήτρα «no bail out») των χωρών μελών που εκτροχιάζονταν δημοσιονομικά.
Το αδιέξοδο αυτό όμως δεν...
ήταν κανείς πρόθυμος να το αντιμετωπίσει εκ των προτέρων γιατί οι μεν χώρες του Νότου συστηματικά και ανέξοδα παραβίαζαν τους όρους του Μάαστριχ, ενώ η μόνιμη «χρηματοδότης» της Ε.Ε., η Γερμανία, δεν ήταν πρόθυμη να επωμιστεί και πάλι το κόστος των προσαρμογών που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή κοινής οικονομικής πολιτικής. Συγχρόνως η Γερμανία επωφελούνταν από την υψηλή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της στο εσωτερικό της Ευρωζώνης.
To τελικό σχέδιο της Ε.Ε.
Μέσα σε αυτό το κλίμα φθάσαμε στην Εκτακτη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. της Πέμπτης, όπου η πολιτική στήριξη της Ελλάδας και η δέσμευση των 16 της Ευρωζώνης ότι θα διαφυλάξουν την οικονομική σταθερότητα της ζώνης του ευρώ δεν ήταν αρκετές για να διαλύσουν την ασάφεια που δημιουργούσαν τα αντιφατικά μηνύματα που στάλθηκαν στις αγορές για την προοπτική συγκεκριμένου σχεδίου διάσωσης της Ελλάδας. Tο μόνο δεδομένο είναι ότι πράγματι οι εταίροι δεν θα αφήσουν την Ελλάδα να βουλιάξει και αυτό δεν είναι απλώς αποτέλεσμα της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης.
Οι γερμανικές τράπεζες διακρατούν περίπου 43 δισεκατομμύρια του ελληνικού χρέους και οι γαλλικές περίπου 75 δισεκατομμύρια, ενώ είναι άγνωστο το ύψος των ασφαλιστικών εγγυήσεων του ελληνικού χρέους που διακρατούν οι ελεγχόμενες από το γερμανικό δημόσιο τράπεζες. Συνεπώς, πέραν όλων των άλλων, υπάρχει ζωτικός λόγος για τη Γαλλία και τη Γερμανία ώστε να μην εγκαταλείψουν την Ελλάδα στον δρόμο της χρεοκοπίας.
Περιορισμοί
Τα αντιτιθέμενα συμφέροντα και οι διαφορετικές στρατηγικές περιόριζαν εκ των πραγμάτων τις επιλογές που υπήρχαν για την αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης.
Το λεγόμενο ευρωομόλογο αντιμετωπιζόταν αρνητικά από τους Γερμανούς, καθώς ουσιαστικά θα οδηγούσε σε αύξηση του κόστους του δικού τους δανεισμού προκειμένου να εξασφαλισθούν δάνεια με χαμηλότερο κόστος για την Ελλάδα. Θεσμικά δεν υπήρχε δυνατότητα χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες.
Η ΔΙΑΣΩΣΗ
Το ακριβό τίμημα της «στήριξης»
Την Πέμπτη οι εταίροι προσπάθησαν να βρουν μια λεπτή ισορροπία: να στείλουν το μήνυμα ότι με «κάποιον τρόπο» δεν θα αφήσουν την Ελλάδα να χρεοκοπήσει εφόσον προκύψουν και πάλι προβλήματα στην αναχρηματοδότηση του χρέους της τον Απρίλιο.
Αλλά αυτή η διάσωση θα έρθει μόνον αφού εξαντληθεί κάθε προσπάθεια να πεισθούν οι αγορές ότι η Ελλάδα με δικές της δυνάμεις και με κάθε (πρόσθετο) μέσο και μέτρο μπορεί να πετύχει τη δημοσιονομική εξυγίανσή της.
Το αντάλλαγμα για τη «στήριξη» αυτή είναι ιδιαίτερα βαρύ. Η χώρα μπαίνει σε καθεστώς «κηδεμονίας» με εκχώρηση κυριαρχικών αρμοδιοτήτων στην ομάδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που θα επιτηρούν την αποτελεσματικότητα της εφαρμογής του Προγράμματος Σταθεροποίησης βασιζόμενοι στην «τεχνογνωσία» του ΔΝΤ. Η χώρα μας βρίσκεται ήδη στη δυσχερή θέση να είναι αντιμέτωπη με το ΔΝΤ (έστω και με ευρωπαϊκό μανδύα), χωρίς όμως το «ζεστό» χρήμα που προσφέρει στις άλλες χώρες το ΔΝΤ.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΣΤΟ ΔΝΤ
Γιατί αποκλείστηκε η «εύκολη λύση»
H «εύκολη» λύση θα ήταν η παραπομπή της χώρας στο ΔΝΤ, το οποίο με μοντέλο την παράβασή του σε άλλες χώρες της Ε.Ε. (Ουγγαρία, Λετονία, Ρουμανία) θα αναλάμβανε τη δημοσιονομική εξυγίανση της Ελλάδας και τη χορήγηση των αναγκαίων δανείων.
Αυτή η προοπτική αποκλείσθηκε, τόσο από τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών Β. Σόιμπλε όσο και τον πρόεδρο της ΕΚΤ, Ζ.Κ. Τρισέ, καθώς η παρέμβαση του ΔΝΤ στην Ελλάδα θα αποτελούσε τον «Δούρειο Ιππο» των Αμερικανών στο εσωτερικό της Ευρωζώνης.
Δεν είναι τυχαίο πάντως ότι αρκετοί αναλυτές αλλά και παράγοντες κυρίως της Γερμανίας (μεταξύ αυτών και ο κυβερνητικός εταίρος της κ. Μέρκελ, αρχηγός των Φιλελευθέρων και υπουργός Εξωτερικών κ. Βεστερβέλε) επέμεναν στην προσφυγή της Ελλάδας στο ΔΝΤ, ώστε να μη φορτωθούν με νέα οικονομικά βάρη «υπέρ τρίτων» οι Γερμανοί ψηφοφόροι.
Ενα ακόμη επιχείρημα υπέρ αυτής της προοπτικής ήταν ότι μόνο το ΔΝΤ διαθέτει τους απαραίτητους μηχανισμούς ώστε να επιβάλει αποτελεσματικά το πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης, ενώ αντίθετα η λύση των διμερών δανείων ή των διμερών εγγυήσεων του ελληνικού δανεισμού δεν θα μπορούσε να διασφαλίσει θεσμικά ότι η Ελλάδα δεν θα «ξεστράτιζε» από τον μονόδρομο του στόχου μείωσης του ελλείμματος στο 3% εντός των προσεχών τριών ετών.
Η κ. Μέρκελ έχοντας να αντιμετωπίσει μια ιδιαίτερα επιθετική εσωτερική κοινή γνώμη, ακόμη κι αν το επιθυμούσε δεν θα μπορούσε να δεσμευθεί για διμερή δανεισμό χωρίς δεδομένες εγγυήσεις ότι δεν θα υπάρξει ανατροπή του ελληνικού Προγράμματος Σταθεροποίησης και Ανάπτυξης.
Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ
Αντιμέτωπη με νέα διλήμματα η κυβέρνηση
H αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης θα γίνει με ad hoc πειραματισμούς, καθώς καμία χώρα αυτήν τη στιγμή δεν επιθυμεί τη θέσπιση (κάτι που θα απαιτούσε και χρόνο) μόνιμου μηχανισμού αντιμετώπισης τέτοιων κρίσεων στο εσωτερικό της Ευρωζώνης.
Ενας τέτοιος μόνιμος μηχανισμός θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «άλλοθι» για την ανενόχλητη συνέχιση της δημοσιονομικής εκτροπής των χωρών του Νότου και θα απαιτούσε και κάποιου είδους δημοσιονομική Ενωση, την οποία δεν αποδέχονται αρκετές χώρες.
Ο κ. Παπανδρέου θα βρεθεί ενώπιον και άλλων διλημμάτων: πώς θα απαντήσει στα πιεστικά αιτήματα για εκπλήρωση των υπάρχοντων συμβολαίων εξοπλιστικών προγραμμάτων και επέκτασή τους σε «προϊόντα» που είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση της πολεμικής βιομηχανίας της Γαλλίας και της Γερμανίας.
Ομως και η στρατηγική επιλογή του κ. Παπανδρέου για πλήρη στήριξη της προοπτικής ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. τίθεται υπό αμφισβήτηση, καθώς θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αντιπαρατεθεί με το Παρίσι και το Βερολίνο, που κατηγορηματικά έχουν ταχθεί υπέρ της προνομιακής σχέσης της Τουρκίας με την Ε.Ε.
Η κρίση την οποία βιώνει η χώρα, όμως, εγείρει πρόσθετα ερωτήματα για τους λόγους που η ελληνική κυβέρνηση δεν φρόντισε να οριστικοποιήσει εγκαίρως τη συμφωνία με την Κίνα για αγορά ελληνικών ομολόγων (20-30 δισεκατομμυρίων ευρώ) ή ακόμη να εξασφαλίσει τη στηριξη του Ρώσου προέδρου Πούτιν (με τον οποίο θα συναντηθεί αυτή την εβδομάδα ο Γ. Παπανδρέου), ο οποίος ελέγχει τα αποθεματικά δισεκατομμυρίων δολαρίων των κρατικών ρωσικών τραπεζών.
ΝΙΚΟΣ ΜΕΛΕΤΗ ΕΘΝΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου