17.1.10

Της μάνας σου...

"Αγαπητή Tsaousa
από την ημέρα που γεννήθηκα, η μάνα μου ένα όνειρο έχει: να με παντρέψει.

Της εξηγώ ότι πρέπει να αλλάξει όνειρο και να πάρει την κουρτίνα τρία, ή των οματιών της, ή κάνα κάλυμμα για τον καναπέ, αρκεί να μ΄αφήσει ήσυχη. Ότι δεν κάνω με άντρα εγώ, αλλά με άντρες. Βαριέμαι, πήζω με το ίδιο αρσενικό, θέλω να είμαι πάντα ερωτευμένη, να το γουστάρω όπως την πρώτη βραδιά, να το αλλάζω όποτε αλλάζω τα μαλλιά μου.

Αλλά η μάνα μου δεν το δέχεται, αντίθετα...

...ενοχλείται κι από πάνω.
"Πώς τα ΄κανες έτσι πάλι τα μαλλιά σου, δεν σου πάνε καθόλου" μου λέει κάθε φορά που αλλάζω γκόμενο.
"Δουλειά σου" της απαντάω.
"Θα μείνεις φαλακρή κακομοίρα μου, δεν το καταλαβαίνεις;" συνεχίζει εκείνη, και περνάει έτσι η μέρα μιλώντας για τρίχες, μια και της έχω απαγορεύσει να μιλάει για γάμο.

Της έχει γίνει έμμονη ιδέα όμως. Νομίζει πως μόνη μου δεν είμαι ικανή να ζήσω και θα πεθάνω στην ψάθα.
Δίκιο έχει, αλλά δεν της πέφτει λόγος.

Τις προάλλες τρέχαμε στους γιατρούς γιατί ανέβασε πίεση.

Όλα ξεκίνησαν το μεσημέρι που χτύπησε το κουδούνι της.
Η μάνα μου άνοιξε την πόρτα και είδε μπροστά της μια γυναίκα φορτωμένη με κεντήματα.

-Παρακαλώ;
-Μαντάμ έχω πολύ ωραία κεντητά.
-Ευχαριστώ, δεν ενδιαφέρομαι.
-Κοίτα μαντάμ, σιαγμένο στο χέρι ειν΄ όλο.
-Είπα εγώ ότι είναι στο πόδι; Αλλά δεν θέλω.

Η μάνα μου πήγε να κλείσει την πόρτα, αλλά η άλλη έβαλε το πόδι της.

-Θα πάρεις το πόδι σου, ή θα το αφήσεις μέσα;
-Γιατί καλέ μαντάμ είσαι κακιά; Πάρε κάτι.
-Φύγε σου λέω.
-Καλά, θα φύγω. Αλλά δως μου πρώτα ένα ποτήρι νερό που είμαι στους δρόμους ολημερίς η καψερή. Θα μου δώσεις;
-Άντε, ένα ποτήρι νερό να στο δώσω. Περίμενε.

Η μάνα μου πάει μέσα για νερό και όταν γυρίζει, βλέπει τη γυναίκα να κάθεται στον καναπέ.

-Γιατί μπήκες κι έκατσες; Πιες το νερό και φύγε.

Η γυναίκα παίρνει το νερό, πίνει μια γουλιά και το αφήνει στο τραπέζι.

-Αφού διψούσες τόσο λίγο γιατί δεν κατάπινες το σάλιο σου;
-Μαντάμ, έχεις κόρη;
-Τι σε νοιάζει εσένα;
-Πάρε καλέ ένα τραπεζομάντιλο για την προίκα της.
-Αν παντρευτεί ποτέ η κόρη μου, δεν θα πάρω τραπεζομάντιλο. Σύνταξη απ΄ τα βάσανα θα πάρω.
-Ααααα….Έχεις κόρη που δεν παντρεύεται; Εδώ, εγώ θα σου πω άμα θα παντρευτεί.

Η γυναίκα βγάζει από την τσάντα της μια τράπουλα. Τη δείχνει στη μάνα μου.

-Μμμ….Σώθηκα τώρα. Ξέρεις πόσες πασιέντζες ρίχνω αν θα παντρευτεί και δεν βγαίνουν;
-Τι πασιέντζες καλέ, τα χαρτιά θα σου ρίξω.
-Λες τα χαρτιά;
-Και το φλιτζάνι και το αυγό.
-Μπορείς να δεις αν θα παντρευτεί η κόρη μου;
-Και τ΄ όνομα του γαμπρού σου βρίσκω άμα θες.

Αυτό ήτανε. Η μάνα μου μπήκε στο τρένο της παράνοιας της και βολεύτηκε στο μπαρ.

-Θα μου πεις και τον καφέ και το αυγό. Βραστό το λες ή τηγανητό;
-Καλέ, ωμό. Έχεις;
-Έχω, αλλά το θέλω για σούπα. Πειράζει να το κάνω αυγολέμονο μετά;

Σε λίγο η μάνα μου γύριζε το φλιτζάνι της και το ακουμπούσε στο τραπέζι δίπλα από ένα αυγό, ενώ η γυναίκα πιο πέρα ετοίμαζε τα χαρτιά ζητώντας της να κόψει.
Κόβει τρεις φορές, η άλλη ανοίγει το πρώτο χαρτί κι αρχίζει.

-Να ‘τηνε η κόρη σου….Πω, πω, καλέ, πολλοί άντρες της πέφτουνε. Κοίτα άντρες...
-Όλο με άντρες κάνει παρέα.
-Ποια παρέα καλέ; Στο κρεβάτι της πέφτουνε οι άντρες. Παα-παα! Καλέ, τι δουλειά κάνει; Μήπως;…
-Σου μοιάζω για μάνα που θα μεγάλωνε τέτοια κόρη;
-Όχι, αλλά άμα έχει κλίση το παιδί, θα τονε βρει μονάχο του το δρόμο.
-Η κόρη μου έκοψε απ΄ το μονοπάτι και χάθηκε εδώ και χρόνια.
-Κοίτα εδώ... Από όλους τους άντρες , ένας τη νε θέλει πιότερο.
-Πιότερο; Και τι είναι αυτός; Καλός, καλός;
-Καλός. Ψηλός, ίσαμε εκεί πάνω. Άντρακλας. Από ωμέγα αρχίζει
το όνομα του.
-Υπάρχει αντρικό όνομα που αρχίζει από ωμέγα;
-Ο Γιώργος, ο Χρήστος, ο Αντώνης...Όλα έχουν ωμέγα μπροστά.
-Καλά, άστο το όνομα….Τι άλλο βλέπεις;
-Τον έχει τον τρόπο του. Καλή δουλειά. Ψαλίδια και βελόνες κρατάει.
-Γιατρός είναι;
-Μπορεί και ράφτης.
-Κι είναι καλή δουλειά ο ράφτης;
-Άμα έχει πελατεία, πιάνει και 50 Ευρώ μεροκάματο.
-Ίσα-ίσα για τα μανό της.
-Λοιπόν, αυτός θα έρθει να σου τηνε ζητήσει. Ταχιά.
-Ταχιά; Την τρώει λες τη σούπα;
-Η κόρη σου όμως δεν τονε θέλει. Άλλονε κοιτάζει.
-Ε, ας πάρει τον άλλον.
-Ναι, αλλά ο άλλος κοιτάζει άλληνε.
-Και τι θα γίνει;;
-Δεν ξέρω… Μπερδεμένα είναι τα χαρτιά…Δεν έχω καλό σήμα.
-Για πήγαινε πιο κει.
-Δεν σπάμε και το αυγό;
-Πιάνει καλύτερα;

Η γυναίκα σπάει το αυγό μέσα σε ένα πιάτο.

-Ωραίο αυγό, από πού τα παίρνεις;
-Εδώ πιο κάτω…Βρε πες μου για το γαμπρό.
-Να ΄τονε πάλι ο ψηλός…Κι ο άλλος που θέλει την άλληνε, να 'τονε, εδώ στη γωνία, τονε βλέπεις;
-Μόνο το αυγό βλέπω.
-Καλέ, θα με τρελάνεις; Να 'τονε εδώ, με τα γυαλιά ηλίου.
-Τίποτα…αλλά πες εσύ.
-Θα ‘ρθει κι αυτός να στηνε ζητήσει. Την άλληνε θα την αφήσει για χάρη της κόρης σου.
-Το καημένο το κορίτσι. Το λυπάμαι κι εκείνο…
-Έχει κι άλλονε.
-Α, το φτιάχνει το μαλλί κι αυτή.
-Φέρε τώρα να δούμε αν συμφωνεί και το φλιτζάνι.
-Τη διασταυρώνεις την είδηση.

Η μάνα μου της δίνει το φλιτζάνι. Η γυναίκα το κοιτάζει γύρω-γύρω.

-Αααα! Ουουου! Νάτοι οι γαμπροί, πάνω-πάνω, σου ‘ρχονται! Αχουου!…Καλέ, μαζί θα ‘ρθουνε.
-Παναγιά μου, θα σφαχτούνε!

Εκείνη τη στιγμή μπαίνω εγώ στο σπίτι με δυο φίλους.
Η μάνα μου τρελάθηκε.

-Α στο διάλο!
-Ωραία υποδοχή μαμά.

Πάει, βγάζει ένα κατοστάρικο από το συρτάρι του μπουφέ, το δίνει στη γυναίκα και την οδηγεί στην έξοδο, ενώ απευθύνεται στους φίλους μου.

-Καθίστε παιδιά! Καθίστε.

Μέχρι να κάτσουν, έφτασε τρέχοντας.

-Παιδιά θα πάω μέσα και θα έρθει ένας-ένας να μου μιλήσει;
-Τι να πείτε ρε μάνα; Τους ξέρεις;
-Ε, να μου τους συστήσεις πρώτα.
-Ο Νίκος και ο Σωτήρης είναι πολύ καλοί μου φίλοι.
-Μεταξύ τους όμως, στα μαχαίρια, ε;
-Τι λες μωρέ; Τα παιδιά είναι έτοιμα για γάμο.
-Το ξέρω, το ξέρω κοριτσάκι μου…
-Παντρεύονται την Κυριακή στην Ολλανδία και θα γίνω κουμπάρα τους.

Έγινε κόκκινη σαν μπιφτέκι στο γκριλ.
Εικοσιδύο της πήγε η πίεση, αλλά ευτυχώς ο γιατρός πρόλαβε και την έβγαλε έγκαιρα από τη σχάρα πριν αρπάξει.

Εν τω μεταξύ, στην Ολλανδία άλλαξα πάλι τα μαλλιά μου και φοβάμαι να πάω απ΄το σπίτι, μην ψήσει και τις πατάτες.
Πίεση είναι αυτή, όχι αστεία.

Τι να κάνω;
Σάντρα".

Απάντηση: Να παντρευτείς έναν μαλάκα Σάντρα μου, και να τον έχεις για μόστρα όπως κάνουν οι περισσότερες.
Το λέει και το τραγούδι: "Τα κέρατα σου στη γλάστρα, πιάνουν κουβέντα με τ' άστρα..."

Δεν υπάρχουν σχόλια: