Aπό την tsaousa
Αυτές τις μέρες, παίρνουν φωτιά τα τηλέφωνα. Με κάποιους φίλους για τα χρόνια πολλά, άλλους για το λεγόμενο ρεβεγιόν, κι άλλους για καλό ταξίδι, μια και φεύγουν.
Αν έχεις ευρύ κοινωνικό κύκλο όπως τυχαίνει να έχω εγώ, μερικά τηλεφωνήματα μοιάζουν με κοσμικό μπουγέλο στη μούρη.
Σήμερα μιλούσα με έναν φίλο, που ετοιμάζεται να αποδράσει για 5 μέρες στο...
Ντουμπάι με τη γυναίκα του.
Δουλεύουν πολύ και οι δύο, έχουν την οικονομική δυνατότητα και σαφώς, καλά κάνουν.
Πριν λίγες μέρες όμως, μιλούσα με μια άλλη φίλη, που όχι δεν μπορεί να πάει ταξίδι, αλλά ούτε σπίτι της δεν μπορεί να μείνει.
Με άντρα πρώην άνεργο που μόλις έπιασε δουλειά, και δυο μικρά παιδιά 4 και 6 χρονών, δεν μπορεί να μείνει σπίτι της...από το κρύο.
Πέρσι, με δανεικά και χίλια ζόρια, κατάφεραν να περάσουν καλοριφέρ στο παλιό σπίτι που μένουν, αλλά φέτος δεν έχουν χρήματα να βάλουν πετρέλαιο.
Με το ένα παιδί να αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα άσθματος, και το άλλο να έχει μόλις αναρρώσει από βαριά γρίπη που το έστειλε στο νοσοκομείο για 2 εβδομάδες, αναρωτιέμαι πόσο κουράγιο έχει μέσα της αυτή η μάνα.
"Για να δώσω μια χαρά στα παιδιά μου, στόλισα το δέντρο από τις 10 Νοεμβρίου", την άκουσα να μου λέει.
Αυτή λοιπόν θα είναι η χαρά τους για φέτος.
Ένα στολισμένο δέντρο και τίποτε άλλο.
Και κρύο, πολύ κρύο...
Άλλος στο Ντουμπάι, κι άλλος δεν θα φάει.
Γι αυτό είπα αυθόρμητα στον φίλο που φεύγει: "Μη χαλάσετε πολλά λεφτά, δεν είναι σωστό".
Λες και φταίει εκείνος για τη φτώχεια των άλλων.
Λες και φταίει εκείνος για τον κόσμο που εξαρχής κρεμάστηκε ανάποδα.
Στο σπίτι του δεν έχω πάει, φαντάζομαι όμως πώς θα είναι, αν υπολογίσουμε πως βρίσκεται στο Παλαιό Ψυχικό.
Στο σπίτι της φίλης έχω πάει, μέσα στη φτώχεια της υιοθέτησε ένα αδέσποτο για να το σώσει.
Έτσι τη γνώρισα. Πήρε ένα σκύλο από τον φιλοζωικό σύλλογο που ανήκω.
Και την αγάπησα με τον καιρό, για τον πλούτο που δεν υπάρχει γύρω της, αλλά μέσα στην καρδιά της.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο άλλος φίλος στερείται πλούτου στην καρδιά.
Όχι.
Απλώς, ο δικός του πλούτος θαμπώνει μπροστά στον δικό της, τον στεγασμένο σε ένα μικρό διαμέρισμα στην περιοχή του Κορυδαλλού.
Σπίτι παλιό, λίγα τα έπιπλα, το δωμάτιο των παιδιών να μπάζει απ΄το παράθυρο.
Και εδώ με πιάνουν γέλια. Γέλια πικρά και τρίπικρα.
Που θυμάμαι ένα άλλο σπίτι.
Πιο σπουδαίο απ΄του φίλου που πηγαίνει στο Ντουμπάι.
Χριστούγεννα ήταν, και πήρα πρόσκληση για γεύμα στην έπαυλη γνωστού επιχειρηματία, στον κήπο της οποίας μάλιστα, έκανε το τραπέζι του γάμου του πριν λίγα χρόνια, κάποιος μεγαλοδημοσιογράφος.
Για την ακρίβεια, ήμουν καλεσμένη από τύχη.
Πέρασε η πρόσκληση και με ακούμπησε.
Φίλος, επώνυμος τραγουδιστής, κολλητός μέλους της οικογένειας, με πήρε μαζί του για παρέα.
Μεσημεριανό το κάλεσμα, και φτάσαμε με το αυτοκίνητο στην είσοδο-φυλάκιο.
Πετρόχτιστη ψηλή μάντρα και πίσω της το χάος.
Δυο τύποι με φόρμα παραλλαγής, παρότι ήξεραν τον τραγουδιστή, μας ζήτησαν ταυτότητα.
Σε λίγο η τεράστια μεταλλική πόρτα άνοιξε και μπήκαμε με το αυτοκίνητο στο υπερπέραν.
Στη μέση του υπερπέραντος υπήρχε ένα τεράστιο συντριβάνι, τόσο μεγάλο που μόνο η αμμουδιά του έλειπε.
Κάνοντας την περιστροφή του συντριβανιού, σταματήσαμε μπροστά σε μια μαρμάρινη σκάλα που οδηγούσε στην είσοδο της έπαυλης. Στην πόρτα ήθελα να γράψω, αλλά η λέξη "πόρτα" είναι ταπεινή για να μπει σε μια έπαυλη.
Στην κορυφή της σκάλας μας περίμενε σύσσωμη η οικογένεια Βαθυπλουτίδου.
Πήρε το αυτοκίνητο ένας από τους σεκιουριτάδες με τη φόρμα παραλλαγής, κι εμείς ανεβήκαμε τη σκάλα.
Σκάλα, που χτίζεις πάνω της τριώροφο με γκαράζ και κήπο.
Κι ανεβαίναμε...κι ανεβαίναμε.
Στο πλατύσκαλο η οικογένεια μας υποδέχτηκε εγκάρδια, και μας πέρασε αμέσως στη βιβλιοθήκη, με το ωραίο Chesterfield σαλονάκι, τα πανύψηλα παράθυρα και τις βαριές κουρτίνες, για το απαραίτητο λικέρ, ζέσταμα επαφής και σώματος.
Δεν θυμάμαι τι μας κέρασαν μετά, αλλά επέμεναν να πάμε στο σαλόνι να το πάρουμε.
Ύστερα από διαδρομή μερικών λεπτών, άνοιξε μια μεγάλη πόρτα και βρεθήκαμε σε έναν απέραντο χώρο όπου φιλοξενούσε 4 σαλόνια. Το μεγάλο, το μεγαλύτερο, το μεγαλυτερότερο και τέλος, την πίστα που τραγουδάει η Βίσση.
Οι τοίχοι γεμάτοι από έργα ζωγραφικής, κάτι τεράστιους πίνακες, που δεν ήταν βέβαια του γούστου μου, και τους πουλούσα άνετα να φάμε τα λεφτά με τους φίλους που δεν έχουν.
"Σε ποιο σαλόνι θέλετε να καθίσουμε;" ρώτησε ευγενέστατα η οικοδέσποινα.
Ο φίλος ο τραγουδιστής, παρότι προέρχεται από ευκατάστατη οικογένεια, αρχικά έχασε τη λαλιά του από τη χλιδή, μετά προσπάθησε να τη συνηθίσει, και τελικά το γύρισε στην πλάκα, κάνοντας μου νοήματα με τα οποία κωλοσφιγγόμουν να μη γελάσω.
Στην ερώτηση της οικοδέσποινας, ατένισε για λίγο τα 4 σαλόνια και απαντάει:
"Μμμμμ....να κάτσουμε σε εκείνο εκεί κάτω; Αν και δεν το βλέπω καλά, νομίζω είναι το καλύτερο ".
Οι οικοδεσπότες το΄πιασαν το υπονοούμενο και ψιλογέλασαν. Χαζοί δεν ήταν. Άλλωστε, πριν τα κονομήσουν χοντρά από τη φαεινή επαγγελματική ιδέα του πατριάρχη της οικογένειας, ζούσαν με τα παιδιά τους στη ντουλάπα μιας γκαρσονιέρας.
Και ίσως να μην είχανε κι αυτοί πετρέλαιο, τότε.
Καλοί άνθρωποι, γλυκύτατοι, καθόλου ψώνια στη συμπεριφορά, αλλά η χλίδα χάλαγε τη μανέστρα.
Στο σαλόνι που καθίσαμε δεν υπήρχε χώρος να ακουμπήσεις το ποτήρι σου. Το τραπεζάκι, σε μέγεθος gigabyte, ήταν γεμάτο γλυπτά από ελεφαντόδοντο.
Τόσοι ελέφαντες σκοτωμένοι, για να γίνουν οι χαυλιόδοντες γόνδολες και άλλες αηδίες σκαλιστές, πανάκριβες σκατούλες μες στη μέση.
Αυτό είναι που λένε "Τα μόνα πράγματα που φαίνονται στο διάστημα, είναι η μαλακία σου και το Σινικό τοίχος".
Την ώρα που η φίλη μου δεν έχει να βάλει πετρέλαιο στο καλοριφέρ να ζεστάνει τα παιδιά της.
Τα παιδιά της.
Αργότερα περάσαμε στην τραπεζαρία, μην τα λέω, ίδια με τις ταινίες. Τεράστιο μακρύ τραπέζι και τα σχετικά συμπράγκαλα πάνω και τριγύρω. Πολυέλαιοι, κηροπήγια, βάζα στις γωνίες, πίνακες και κόντρα πινακάκια, να σου ανεβαίνει ένα κάτι στον λαιμό και να μην ξέρεις τι είναι.
Μόλις καθίσαμε στις καρέκλες, άνοιξε μια ωραία πόρτα και εμφανίστηκε ένας σεφ με δυο Ασιάτισσες δίπλα του, ντυμένοι όλοι στα άσπρα.
Ο σεφ πλησίασε ρωτώντας έναν-έναν: "Κρέας, ή ψάρι;"
Σκεπτόμενη ότι το ψάρι θέλει μεγάλη τέχνη να το φας σε τέτοιο περιβάλλον, απάντησα "Κρέας".
Ο φίλος πήρε ψάρι, αλλά είπα, αυτός έχει μάθει από το σπίτι του. Εγώ στο σπίτι μου έμαθα να τρώω καλά τη σπαλομπριζόλα με μαχαιροπίρουνο. Όταν είχαμε κόσμο δηλαδή, γιατί όταν ήμασταν μόνοι, δούλευε το χέρι μοτεράκι. Μετά με έπιανε ο αδελφός μου με τα λιδγιασμένα χέρια, πλακωνόμασταν, και περνούσε η Κυριακή χωρίς να το καταλάβεις.
Σε λίγο οι Ασιάτισσες μπήκαν με τρόλεϊ στην τραπεζαρία, όχι αυτό με τις κεραίες, αν και θα μπορούσαν, με τρόλεϊ τραπεζάκια εννοώ, κι άρχισαν να σερβίρουν σαλάτες και ορεκτικά.
Και δώστου να αλλάζουν πιάτα και πιατάκια και μαχαιροπίρουνα, παίρναν το ένα, αφήναν το άλλο, είχα ζαλιστεί, έτοιμη ήμουν να γκαρίξω, δέκα λεπτά σερβιρισμένη, μπουκιά δεν είχα κατεβάσει.
Ζαλίστηκα απ΄το πηγαινέλα. Να μην πω για τα ποτήρια που είχα δίπλα μου. Άλλο νερό, άλλο κρασί και μερικά καβάντζα για μετά. Λίγο έτσι να κουνιόμουν, όλα σβάρνα κάτω, να κλαίει η Kosta Boda.
Ευτυχώς οι Ασιάτισσες εξαφανίστηκαν για λίγο πίσω από μια μικρή πορτούλα, και κατάφερα να τσιμπήσω κατιτίς.
Σύντομα ξαναμπήκαν φουριόζες όμως, και άδειασαν το τραπέζι από τα τελευταία πιάτα.
Εξαφανίστηκαν στην πορτούλα πάλι, και αμέσως έκαναν θεαματική είσοδο από τη μεγάλη ωραία πόρτα μαζί με τον σεφ, που έσερνε το τρόλεϊ με τα ψαροκρεατικά κι αυτές με τα δικά τους, τα πιατοπιατικά.
Μη γίνω μονότονη, στρώθηκαν νέα πιάτα, και άρχισε το σερβίρισμα.
Φιλετάκι εγώ, μια ψαρούκλα να, ο φίλος δίπλα.
"Πώς θα την καθαρίσει ο καημένος;" σκέφτηκα.
Δεν πρόλαβα να τον λυπηθώ, γιατί μια Ασιάτισσα πήγε από πάνω του και καθάρισε το ψάρι με κινήσεις νευροχειρουργού, σε μισό λεπτό.
Μουτζώθηκα από μέσα μου, γιατί το λιμπίστηκα. Φάε τώρα το φιλέτο, που ομολογουμένως ήταν πεντανόστιμο, αλλά είχα σπαστεί για τον λόγο που το διάλεξα και δεν το χάρηκα.
Μέσα σ΄όλα, συζητούσαμε κιόλας.
Δεν θυμάμαι λέξη, σαχλαμάρες θα λέγαμε. ΄Επρεπε να τους ανοίξω κουβέντα για τα αδέσποτα. Και μετά, να περάσω σιγά-σιγά στους ανθρώπους. Αλλά θα τους στεναχωρούσα και δεν έκανε.
Τέλος, ήρθαν τα γλυκά, μετά τα παγωτά, μετά όλα μαζί, μια κουταλίτσα τρώγαμε και παίρναμε το άλλο πιάτο.
Όλα home made παρακαλώ, δια χειρός σεφ και Ασιατισσών, και ποιος ξέρει ποιών ανθρώπων άλλων, πίσω από τη μικρή πορτούλα.
Σκάσαμε στο φαΐ, αλλά πιο πολύ στις γεύσεις, ούτε σε διαγωνισμό να ήμασταν.
Ακολούθησε ο καφές σε ένα από τα σαλόνια "Αχ, να κάτσουμε σ΄αυτό που δεν κάτσαμε πριν;" όπως είπε ο φίλος, και αργά το απόγευμα παραλάβαμε το αυτοκίνητο από τους κομάντος και ξαναβγήκαμε στον κόσμο.
Μέσα στο αυτοκίνητο θυμηθήκαμε με τον φίλο μου την τούρτα που κρατούσαμε στο χέρι όταν φτάσαμε στην έπαυλη.
Ούτε οι πίσω από την πορτούλα θα την άγγιξαν. Στα σκουπίδια με τον φιόγκο της θα πήγε.
Την άλλη μέρα εκείνος τους έστειλε ένα ουίσκι 40 ετών, και μια ευχαριστήρια κάρτα.
Ήθελε να ξεπλύνει τη ντροπή της τούρτας.
Εγώ πάλι, δεν ντράπηκα καθόλου γι αυτό.
Ντρέπομαι μόνο όταν θυμάμαι ότι σε ένα απόγευμα ξοδεύτηκαν τα χρήματα για τρία χρόνια πετρέλαιο της φίλης μου, κι αν υπολογίσω και το ουίσκι, για πολλά παραπάνω χρόνια, ντρέπομαι για την τούρτα που πήγε στα σκουπίδια ενώ τα παιδιά της κάποιες στιγμές τη λιγουρεύονται, ντρέπομαι που ντρέπομαι, και κάτι δεν αλλάζει.
Εύχομαι στον φίλο που πάει Ντουμπάι να περάσει όμορφα.
Εύχομαι στη φίλη μου να βρει λεφτά για πετρέλαιο.
Εκτός κι αν πάει η φίλη στο Ντουμπάι να ζεσταθούνε τα παιδιά της απ΄τον ήλιο, και μείνει ο φίλος μου εδώ να ζεσταθεί απ΄το καυτό καλοριφέρ του.
Χωρίς να αλλάξει τίποτε άλλο στη ζωή τους. Μόνο ο τρόπος που θα ζεσταθούν.
Αλλά αυτό δεν γίνεται ούτε τα Χριστούγεννα.
update: Aναγνώστρια του blog προσφέρθηκε να στείλει δώρο στη φίλη, έναν τόνο πετρέλαιο. Ο αληθινός πλούτος που λέγαμε...Η φίλη που αντιμετωπίζει το πρόβλημα όμως, μου είπε ότι το έλυσε.
Ερώτηση: Το πνεύμα των Χριστουγέννων;
Απάντηση: Όχι. Η αλληλεγγύη των ανθρώπων, ένα σκάφος παντός καιρού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου