"Είναι λυπηρό που έζησαν τον έρωτα, έχοντας κάτω απ' το μαξιλάρι τους μια χειροβομβίδα" ...
Της Λώρης Κέζα
Τα μυθιστορήματα της Λένας Μαντά δεν έχουν να πουν τίποτε μπροστά στην αληθινή ιστορία αγάπης, αυτή της Σούλας από το Περιστέρι. Η Σούλα Μητροπία τίναξε τη ζωή της στον αέρα για να ζήσει δέκα μήνες τρελού έρωτα με έναν σεσημασμένο κακοποιό. Ο Αλκέτ Ριζάι ανταποδίδει τα αισθήματα. Ηταν σκληρός και βαρύς στην ανάκριση. Λύγισε όμως όταν άκουσε ότι...
είναι προφυλακιστέα η σύντροφός του. Ανέλαβε την ευθύνη για όλα, την κάλυψε: «Το μοναδικό έγκλημα της Σούλας είναι ότι με αγαπάει.
Δηλαδή είναι έγκλημα ν΄ αγαπάς; Είναι άδικο που είναι εδώ σήμερα. Οι δικές μου αποδράσεις τη βαραίνουν». Λένε ότι ο στυγνός δολοφόνος δάκρυσε και είπε ακόμη:
«Θα τη βάλετε φυλακή γιατί αγάπησε έναν Αλβανό; Δεν θα σας συγχωρήσω ποτέ αν την αδικήσετε. Βάλτε εμένα στη φυλακή, αλλά τη Σούλα αφήστε την ελεύθερη». Βγαίνοντας από την ανάκριση είπε σε έναν αξιωματικό:
«Μαγκιά σας που με πιάσατε εμένα, αλλά τη Σούλα και τους άλλους γιατί τους κατηγορείτε για εγκληματική οργάνωση;».
Η Σούλα Μητροπία έκανε ένα σωρό δουλειές. Πωλήτρια, καθαρίστρια, κομμώτρια. Κατάγεται από τον Βόθωνα της Σαντορίνης. Εκανε έναν άτυχο γάμο, από τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά. Ο σύζυγός της έμπλεξε με άλλες γυναίκες και διέλυσαν το σπίτι τους. Η Σούλα Μητροπία ζούσε με τους γονείς της, πώς αλλιώς να τα φέρει βόλτα... Ο πατέρας της οικοδόμος, εκείνη ευκαιριακά εργαζόμενη. Σε μια καφετέρια στο Μπουρνάζι, πριν από εννέα χρόνια, γνώρισε τον νεαρό, δύο χρόνια μικρότερό της, ο οποίος ήταν ευγενής, γλυκομίλητος και ευπαρουσίαστος.
Ξεκίνησε μια φιλική σχέση ενώ παράλληλα ο Ριζάι ξεκαθάριζε τα προσωπικά του:
δολοφόνησε έναν άνδρα τον οποίο υποψιαζόταν. Νόμιζε ότι του έκλεψε το κορίτσι, την Οξάνα του. Η Σούλα έμαθε από τις ειδήσεις ότι ο φίλος της κατηγορείτο για φόνο. Δεν είχε, λέει, καμία υποψία γι΄ αυτή την άγρια πτυχή του χαρακτήρα του. Ο Αλκέτ λοιπόν συλλαμβάνεται, μπαγλαρώνεται και εξαφανίζεται από τη ζωή της. Υστερα από μήνες την παίρνει τηλέφωνο και αρχίζουν να επικοινωνούν τακτικά. Τον επισκέπτεται στις φυλακές του Ναυπλίου, πηγαίνει στον Κορυδαλλό, παρακολουθεί τις δίκες του. Από κάποια στιγμή και μετά εμφανίζεται ως αρραβωνιαστικιά του. Αποφασίζει να τον βοηθήσει στην απόδραση. Είναι σίγουρη για τα αισθήματά του: «Με μένα είναι πάρα πολύ καλός, με αγαπάει, με λατρεύει, όπως και εγώ και τα παιδιά μου, που τα έχει σαν παιδιά του».
Η Σούλα Μητροπία φέρεται να οργάνωσε τη δεύτερη απόδραση με ελικόπτερο.
Υπάρχει άραγε ελαφρυντικό της βαριάς καψούρας; Το μοναδικό έγκλημα είναι ότι τον αγάπησε. Κάπως έτσι το αντιμετωπίζουν τα μέσα ενημέρωσης, εκφράζοντας ή κατευθύνοντας τους θεατές. Το βέβαιον είναι ότι πολύς κόσμος αρέσκεται στο θέαμα των ξένων αισθημάτων. Ατελείωτες συζητήσεις για τη Σούλα ως μάνα. Τα παράτησε τα παιδιά ή μήπως είχε τόση έγνοια ώστε να τηλεφωνεί διαρκώς και έτσι να μαρτυρήσει κατά λάθος την τοποθεσία του κρησφύγετου; Ολα αυτά είναι στη σφαίρα της εικασίας. Δεν θα μάθουμε ποτέ τι κρύβει στην καρδιά της μια γυναίκα που αίφνης έγινε δημόσιο πρόσωπο, ούτε αν είναι ειλικρινή τα δάκρυα του εγκληματία όταν του μιλούν για τη σύντροφό του. Το ζευγάρι είναι η αφετηρία για αφηγήσεις, στα έντυπα, στις τηλεοράσεις, στις παρέες. Για την κοινωνία, που έχει στήσει αφτί και παίρνει μάτι το ζευγάρι των παρανόμων, αυτός ο έρωτας λειτουργεί ως πιστοποιητικό.
Υπάρχουν ακόμη άδολες αγάπες. Αυτό θέλουμε να δούμε, αυτό βλέπουμε σε μια περίοδο όπου η επικαιρότητα περιορίζει τις συζητήσεις στα δάνεια, στα χρέη, στις προεδρικές αναμετρήσεις, στη μαύρη ευρωπαϊκή μιζέρια.
Η Σούλα και ο Αλκέτ έφεραν στις ειδήσεις το συναίσθημα που έλειπε.
Είναι τόσο τρυφερά όσα λένε για τη σχέση τους, είναι τόσο συγκινητική η ανησυχία που δείχνει ο ένας για την τύχη του άλλου ώστε οι εγκληματικές πράξεις βρίσκονται σε δεύτερο πλάνο. Είναι λυπηρό που έζησαν τον έρωτα έχοντας κάτω από το μαξιλάρι τους μια χειροβομβίδα.
ΤΟ ΒΗΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου