17.11.09

Κρύψε το σφυρί!...

Του Ανδρέα Ρουμελιώτη
ΕΚΕΙΝΟ το απόγευμα παραλίγο να χάσουμε το αεροπλάνο. Ο ταξιτζής απέφυγε το κέντρο, «γίνονται επεισόδια», είπε, κι έκανε ολόκληρο κύκλο για να φτάσει στο Ελληνικό. Στο αεροδρόμιο της Στοκχόλμης μας περίμενε ο πατέρας μου: «Πολύ άσχημα τα πράγματα», θυμάμαι να λέει, «οι φοιτητές κατέλαβαν το Πολυτεχνείο και κινείται εναντίον τους ο στρατός».

ΟΛΗ τη νύχτα δεν κοιμήθηκε, προσπαθούσε κάτι να...

...ακούσει από το BBC και την Ντόιτσε Βέλε. Πρωί πρωί ήρθαν δύο κυρίες απ' το «Σοσιάλ Μπιρό», την κοινωνική πρόνοια, μας πήγαν σ' ένα πολυκατάστημα ρούχων και μείναμε με το στόμα ανοιχτό. Δεν φανταζόμασταν στην Ελλάδα ότι μπορεί να υπάρχουν τόσο μεγάλα καταστήματα, φανταχτερά! «Πάρτε ό,τι θέλετε», μας είπαν τρυφερά, θα τα πληρώσει όλα το «Σοσιάλ Μπιρό».

ΕΚΑΝΕ κρύο τσουχτερό. Διαλέξαμε ζεστά πουλόβερ, γούνινα μπουφάν, γάντια, μπότες, σκουφιά. Το απόγευμα πήγαμε στη «Λέσχη των Ελλήνων». Εκεί ήταν το κέντρο του αντιδικτατορικού αγώνα. Υπήρχε μεγάλη ένταση και αναστάτωση: «Εριξε την πύλη ένα τανκ και μπήκε μέσα ο στρατός, έχουν σκοτωθεί πολλά παιδιά, γίνονται οδομαχίες και συλλήψεις στο κέντρο της Αθήνας».

ΜΑΣ έβαλαν να φάμε φακές. Είχε μαγειρείο στη λέσχη και ωραία γλυκά. Συχνάζαμε εκεί πολλά απογεύματα, μετά το σχολείο. Ω, το σχολείο! Πηγαίναμε με σκι και πατινάζ. Ενα τεράστιο συγκρότημα με εστιατόριο, γήπεδα μπάσκετ, βόλεϊ, χόκεϊ, σάουνες, κλειστή θερμαινόμενη πισίνα, ήμασταν 20-25 παιδιά σε κάθε τάξη. Και τι παιδιά! Κάτι κορίτσαροι δυο μέτρα μπόι, ολόξανθες, άνετες, απελευθερωμένες. Μοιάζανε 18άρες. Ω, ρε μανούλα μου!

ΗΡΘΕ ο Μίκης με τη Μελίνα που τραγούδησε: «...ήρθαν οι καραβανάδες και μου πήραν τα χαρτιά/ και μου στείλαν τα μαντάτα, πως δεν είμαι πια Ρωμιά». Γεμάτο το στάδιο, έκλαιγαν μαζί μας και οι Σουηδοί, μας συμπαραστάθηκαν, μας αγαπούσαν πολύ. Στη λέσχη διαβάζαμε τον παράνομο Τύπο, κρυφακούγαμε τις συζητήσεις, μάθαμε να μουρμουρίζουμε τα τραγούδια της φωτιάς.

Η μητέρα μου επέμενε να γυρίσουμε στην Ελλάδα. Στο «Καρολίνσκι» της είχαν δώσει ένα χρόνο ζωής. Το μελάνωμα ήταν πολύ επιθετικό και είχε κάνει μετάσταση στους λεμφαδένες. Η ίδια όμως ήταν ανένδοτη: «Αυτοσυγκεντρώθηκα και το έδιωξα»! Πράγματι είχε καρκινοδιώχτη. Εφυγε μετά από 30 χρόνια όταν χόρευε, από ανακοπή. Το είχε διώξει τρεις φορές το κακό από πάνω της.

ΕΠΕΣΤΡΕΨΑ με μακριά μαλλιά μέχρι την πλάτη και καμπάνα παντελόνι. Με απέβαλαν. Ηταν η αφορμή, κατεβήκαμε σε αποχή. Στο υπόγειο όπου συνεδρίαζε η ΜΟΔΝΕ, υπό το φως των κεριών μάς όρκισαν να θυσιαστούμε αν χρειαστεί για τον δίκαιο αγώνα. Ενωσα τα δάχτυλα πίσω απ' την πλάτη. Φοβήθηκα. Ημουν μικρός, δεν ήθελα να πεθάνω! Πήγα όμως και στη γιάφκα της ΠΑΜΚ. Εκεί έγραψα το πρώτο μου κείμενο. Σε εφημερίδα τοίχου.

ΑΥΤΑ που έπρεπε έγραψα. Με μαρκαδόρο. Οτι απαιτούμε να γίνουν τα σχολεία μικτά. Να ενωθούμε με το θηλέων και να 'μαστε αγόρια και κορίτσια μαζί στην ίδια τάξη. Να σταματήσει το κούρεμα με την ψιλή! Να επιτρέπεται να 'χεις όσο θέλεις το μαλλί μακρύ! Να έχεις δικαίωμα να φοράς 30 πόντους καμπάνα παντελόνι, μυτερά παπούτσια, με τακούνι, και να ντύνεσαι όπως θέλεις εσύ. Να καταργηθεί η υποχρεωτική μπλε ποδιά, η άσπρη κορδέλα στα μαλλιά και να μην αναγκάζουν τα κορίτσια να φοράνε αυτή την απαίσια κουκουβάγια στο πέτο. Να καταργηθεί ο πελαργός (σ.σ. η τιμωρία στην τάξη που στέκεσαι όρθιος στο ένα πόδι) και η υποχρεωτική προσευχή. Το παρατράβηξα...

ΠΗΡΑΜΕ πρόκες. Δεν ξέραμε πού να βρούμε κόλλα. Καρφώσαμε την εφημερίδα τοίχου έξω απ' τη Μηχανική Σχολή: «Συμμαθητές-συμμαθήτριες αντισταθείτε!». Να σου ένα μαύρο Γκάλαντ. Πετάγονται έξω ο Τζώρτζης, ο Ζαφείρης και ο Καλιγούλας, οι επικεφαλής του Μαθητικού της Ασφάλειας. Επεσε σύννεφο η σφαλιάρα. «Ποιος το κόλλησε αυτό;». «Δε... δεν είδαμε». Μας κιαλάρισαν για πολύ πιτσιρίκια και μας αφήσανε «γρήγορα σπίτια σας»!

ΜΟΥΣΚΕΜΑ είχα γίνει απ' την αγωνία. Φτού σου! Κρατούσα τόση ώρα το σφυρί στη μασχάλη μέσα απ' το τζάκετ και με το που κάνουν να φύγουνε μου πέφτει. Μας μπουζουριάσανε. Μας χώσανε μέσα. Μας κουρέψανε με την ψιλή. Ηρωες στο σχολείο το άλλο πρωί.
(Ράδιο "Ε" από Ελευθεροτυπία)

Δεν υπάρχουν σχόλια: