18.8.09

Νταϊάνα. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια πριγκίπισσα...

(Του John Carlin)
Εν μέρει σαπουνόπερα και εν μέρει ριάλιτι σόου, η ζωή και ο θάνατος της πριγκίπισσας Νταϊάνας μετατράπηκαν στη μεγαλύτερη επιτυχία της ιστορίας των μέσων μαζικής ενημέρωσης, γιατί διέθεταν ένα στοιχείο που όλοι οι διάσημοι επιθυμούν διακαώς, αλλά ποτέ δεν θα μπορέσουν ν΄ αποκτήσουν: το μαγικό άγγιγμα της νεράιδας του παραμυθιού.

Η ντροπαλή και όμορφη νέα που ερωτεύεται τον πρίγκιπα, ο γάμος του αιώνα, τα διαμάντια και τα ρουμπίνια, τα ακριβότερα φορέματα του κόσμου, οι διακοπές στο...

Γκστάαντ και στο Μονακό και το ταξίδι με το κρουαζιερόπλοιο της βασίλισσας. Ο πικρός χωρισμός, οι δεκάδες εραστές, φτωχοί και πλούσιοι, η θλίψη των πριγκιπόπουλων, οι γκρινιάρηδες πεθεροί, ο μικροπρεπής σύζυγος, η «άλλη γυναίκα»... Η ιστορία αυτή συγκεντρώνει σε τέτοιο βαθμό όλα εκείνα τα συστατικά ενός μπεστ σέλερ που αν ήταν φανταστική, προϊόν μυθοπλασίας, κανείς δεν θα την πίστευε. Και το αποκορύφωμα, το σκηνικό όπου έλαβε χώρα η τραγική κατάληξη, η τελευταία πράξη του έργου: Παρίσι, η πόλη του έρωτα και της μόδας, το μπαρόκ και αστραφτερό ξενοδοχείο «Ριτζ» η όχθη του ποταμού Σηκουάνα. Αν όμως επισκεφτεί κάποιος την ακριβή τοποθεσία των γεγονότων, η εικόνα αλλάζει και η πραγματικότητα έρχεται σε αντιπαράθεση με τον μύθο.

Λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 31ης Αυγούστου του 1997, έχοντας δειπνήσει στην αυτοκρατορική σουίτα του «Ριτζ» με τον Ντόντι αλ Φαγέντ, τον κοκαϊνομανή γιο του αιγύπτιου πολυεκατομμυριούχου, με τον οποίο πριν από έξι βδομάδες είχε συνάψει ερωτική σχέση, η πριγκίπισσα της Ουαλλίας μπήκε μαζί του και μαζί με έναν σωματοφύλακα σε μια Μερτσέντες που οδηγούσε ένας υπάλληλος του Αλ Φαγέντ, ο οποίος ήταν μεθυσμένος. Η Μερτσέντες έφυγε με ταχύτητα από το «Ριτζ» στην κομψή Πλας Βαντόμ- μια συνοικία αφιερωμένη στον Ναπολέοντα, τον Ντιόρ και τον Καρτιέ- με κατεύθυνση την Πλας ντε λα Κονκόρντ όπου αποκεφάλισαν το 1793 τον Λουδοβίκο ΧVΙ και τη σύζυγό του Μαρία Αντουανέτα. Το αυτοκίνητο έκανε τον μισό κύκλο της πλατείας, πέρασε δίπλα από την είσοδο των Ηλυσίων Πεδίων και μπήκε δεξιά στον επόμενο δρόμο, φτάνοντας στις όχθες του Σηκουάνα, με τον Πύργο του Αϊφελ κατάφωτο να φαίνεται πλέον απέναντι και στα αριστερά. Το αυτοκίνητο, που έτρεχε με τη διπλάσια από την επιτρεπόμενη ταχύτητα, εισήλθε και εξήλθε από ένα τούνελ, μπήκε σ΄ ένα δεύτερο και δεν ξαναβγήκε ποτέ. Δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς πιο κοινότοπο μέρος για να πεθάνει μια πριγκίπισσα και με τόσο κοινότοπο τρόπο (ο σωματοφύλακας ήταν ο μόνος που φορούσε ζώνη ασφαλείας και, ως εκ τούτου, ο μοναδικός που επέζησε).

Σήμερα, το τελευταίο πράγμα που περνάει από το μυαλό κάποιου που διασχίζει το εν λόγω τούνελ, μήκους 150 μέτρων, είναι το πριγκιπικό ειδύλλιο ή το γκλάμουρ. Τίποτα στο εσωτερικό του- ούτε ένα Χ στην κεντρική κολόνα πάνω στην οποία συνετρίβη το αυτοκίνητο- δεν μαρτυρεί το τραγικό περιστατικό εκείνης της νύχτας. Οι ξεθωριασμένοι, λευκοί τοίχοι του θα παρέπεμπαν σε σταθμό τρένου, αν δεν υπήρχαν τα έντονα πορτοκαλί φώτα στην οροφή. Στην έξοδο του τούνελ από την οποία θα είχε βγει η Μερτσέντες αν δεν είχε συγκρουστεί, δίπλα στο Πον ντε λ΄ Αλμα, που διασχίζει τον Σηκουάνα, υπάρχει το γλυπτό που αναπαριστά μια χρυσή φλόγα. Πολλοί από τους τουρίστες που επισκέπτονται το μέρος υποθέτουν ότι το γλυπτό κατασκευάστηκε στη μνήμη της πριγκίπισσας. Για αυτό όταν πέρασα από ΄κεί αυτό τον μήνα είδα τέσσερα μαραμένα τριαντάφυλλα και μερικά μπουκέτα λουλούδια στο έδαφος, γύρω από τη βάση του. Το γλυπτό ωστόσο βρισκόταν ήδη εκεί τη νύχτα που πέθανε η Νταϊάνα, σε ηλικία 36 χρόνων. La Flamme de la Libert e (Η φλόγα της ελευθερίας) είναι μια ρεπλίκα του δαυλού του Αγάλματος της Ελευθερίας που δεσπόζει στην είσοδο του λιμανιού της Νέας Υόρκης, το οποίο η Γαλλία δώρισε στις ΗΠΑ το 1886.

Η μοναδική αυθεντική ανάμνηση της πριγκίπισσας κοντά στο σημείο όπου πέθανε προέρχεται από έναν τοίχο γεμάτο γκράφιτι, όπου θαρρείς ότι γίνεται διαγωνισμός των πιο επιτηδευμένων φράσεων που έχουν γραφτεί γι΄ αυτήν. Υπάρχουν μηνύματα από την Καλιφόρνια, τις Φιλιππίνες, τη Χιλή, την Ονδούρα και το Πακιστάν, γραμμένα στα ιταλικά, τα ιαπωνικά, τα ινδικά, τα αγγλικά φυσικά, καθώς και στα ισπανικά. Διαβάζει κανείς: «Μια πριγκίπισσα στη γη./ Μια βασίλισσα στον ουρανό», «Η ομορφιά σου είναι αιώνια», «Νταϊάνα, αναπαύου εν ειρήνη... η απουσία σου είναι τρομερή απώλεια γι΄ αυτό τον κόσμο» και στα ισπανικά: «Επιτέλους, τα καταφέραμε. Τρεις καταπληκτικές Βάσκες σου αφήνουμε το μήνυμά μας: Lady, να είσαι καλά εκεί που βρίσκεσαι». Τον Αύγουστο οι τουρίστες κατακλύζουν το Παρίσι, η αλήθεια είναι όμως ότι δεν ξεπερνούσαν τους δέκα αυτοί που είχαν την περιέργεια να επισκεφτούν μες στο καταμεσήμερο τη σκηνή του πιο προβεβλημένου δυστυχήματος στην ιστορία της τηλεόρασης, όλοι τους δε ήταν ξένοι. Οσο για τους Παριζιάνους, η ιστορία της Νταϊάνα φαίνεται να έχει μείνει στο παρελθόν. Διασχίζοντας τη Μάγχη ανακαλύπτω ότι το ίδιο ισχύει και για τους Αγγλους. Ή, έστω, είναι ελάχιστα τα στοιχεία σήμερα που θυμίζουν την υστερία που είχε ξεσπάσει την εβδομάδα η οποία μεσολάβησε ανάμεσα στον θάνατο και στην κηδεία της.

Το αβαείο του Γουέστμινστερ όπου έλαβε χώρα η κηδεία της, στην οποία ο μικρότερος αδερφός της πριγκίπισσας καταφέρθηκε εναντίον της βασιλικής οικογένειας, φέρνει στον νου τον Σαίξπηρ και τον Ντίκενς, αλλά όχι την Νταϊάνα. Στην Πάρλιαμεντ Σκουέαρ, την πλατεία δίπλα στο αβαείο και κάτω από το Μπιγκ Μπεν, πρόκειται να γίνουν τ΄ αποκαλυπτήρια ενός αγάλματος του Νέλσον Μαντέλα δίπλα σ΄ αυτό του Γουίνστον Τσόρτσιλ, αλλά ούτε ίχνος της πριγκίπισσας του λαού,Ρeople΄s princess, όπως τη βάφτισε ο Τόνι Μπλερ.

Τα ανάκτορο του Κένσιγκτον, η λονδρέζικη κατοικία της συζύγου του διαδόχου του αγγλικού θρόνου, σχεδόν εξαφανίστηκε κάτω από τους 10.000 τόνους λουλούδια που εναποτέθηκαν εκεί τις ημέρες μετά το δυστύχημα. Σήμερα όμως το μοναδικό ίχνος αυτού που κάποιοι δυσφημιστές εκείνης της εποχής αποκαλούσαν «φασισμό των λουλουδιών» είναι ένα τραπέζι γύρω από το οποίο είναι καθισμένες τέσσερις γυναίκες και τέσσερα παιδιά. Ζωγραφίζουν με χρυσό χρώμα μεταλλικά φυλλαράκια τα οποία θα αποτελέσουν μέρος του γλυπτού που θα αναπαριστά ένα φυτό που ονομάζεται λιονταρόδοντο. Στην είσοδο του λιτού ανακτόρου, το οποίο κατασκευάστηκε από κόκκινο τούβλο την εποχή που στην άλλη πλευρά της θάλασσας ο Λουδοβίκος ΧΙV, ο Βασιλιάς Ηλιος, έχτιζε μεγαθήρια όπως τις Βερσαλλίες, υπάρχει μια αφίσα που καλεί τους εθελοντές να συμμετάσχουν στο κοπιαστικό έργο της ζωγραφικής των φύλλων. Ο στόχος είναι να ετοιμαστούν εγκαίρως για την επέτειο του θανάτου της Νταϊάνας 10 γλυπτά που να «θυμίζουν τα χιλιάδες λουλούδια που απέθεσαν οι τεθλιμμένοι πριν από 10 χρόνια». Το λιονταρόδοντο, εξηγεί η αφίσα, είναι το κατάλληλο λουλούδι γιατί «οι σπόροι του λιονταρόδοντου, όπως λέγεται, μεταφέρουν τις σκέψεις μας και τα όνειρά μας στα αγαπημένα πρόσωπα».

Υπάρχουν Αγγλοι που εξακολουθούν να εκφράζονται μ΄ αυτόν τον τρόπο όταν σκέφτονται την Νταϊάνα και σίγουρα θα τους δούμε στους δέκτες μας στις 31 Αυγούστου, αλλά δεν είναι πολλοί. Πώς εξηγείται λοιπόν η αντίθεση ανάμεσα σ΄ αυτή τη σχετική παθητικότητα και το ξέσπασμα του εθνικού θρήνου που προκάλεσε ο θάνατος της πριγκίπισσας; Αυτό στο οποίο όλοι γενικά θα συμφωνήσουν είναι πως εκείνη την εποχή οι Αγγλοι εγκατέλειψαν αυτή τη συναισθηματική δυσκοιλιότητα που τους χαρακτηρίζει και απελευθέρωσαν επιτέλους την καταπιεσμένη και γεμάτη πάθη πλευρά τους. Και ο καταλύτης γι΄ αυτό ήταν η Νταϊάνα. Οπως είπε ο πάντα ρηχός και κοινότοπος Τόνι Μπλερ στη συγγραφέα ενός από τα έξι καινούργια βιβλία για την Νταϊάνα που εκδόθηκαν με αφορμή τη δέκατη επέτειο του θανάτου της (εκ των οποίων μόνο ένα είχε σχετικά ικανοποιητικές πωλήσεις) «η Νταϊάνα μας έδειξε έναν νέο τρόπο να είμαστε Βρετανοί».

Ωραία. Up to a point, όπως θα έλεγαν οι τυπικοί Βρετανοί. Μέχρις ενός σημείου. Αυτό που όντως ισχύει είναι ότι οι Βρετανοί είναι λαός με αναστολές, που υποφέρει στην προσπάθειά του να συσχετιστεί αβίαστα με τους άλλους. Για αυτό κι οι άνδρες δεν είναι σίγουροι αν πρέπει να χαιρετιούνται με χειραψία όταν συναντιούνται (είναι αλήθεια: είτε κάνουν χειραψία είτε όχι νιώθουν άβολα), γι΄ αυτό μεθάνε, για να μπορούν ν΄ απελευθερώνουν τα συναισθήματά τους, γι΄ αυτό είναι τόσο ειρωνικοί, το εθνικό τους ανακλαστικό να περιγελούν τα πάντα κρύβει τον τρόμο τους να δείξουν αυτό που πραγματικά είναι. Και γι΄ αυτό το στοιχείο που τους χαρακτηρίζει (βλέπε τις ταινίες του Χιου Γκραντ) είναι η συστολή, η αμηχανία, η διστακτικότητα.

Οι Αγγλοι ξέρουν ότι είναι έτσι και αυτό τους πονάει. Για αυτό και η Νταϊάνα που άγγιζε τους λεπρούς και έκλαιγε στο πλευρό ετοιμοθάνατων ασθενών με ΑΙDS μετατράπηκε σε είδωλο, σε μύθο με σάρκα και οστά, σε αυτό που θα ήθελαν οι ίδιοι να είναι σε αντίθεση με την πιο αυθεντική εικόνα που παρουσίαζαν τα υπόλοιπα μέλη της βασιλικής οικογένειας, ξεκινώντας από την εθισμένη στο τζιν τόνικ βασιλομήτωρ, η οποία πέθανε μετά την Νταϊάνα, σε ηλικία 101 ετών· θα προτιμούσε να κόψει τις φλέβες της παρά να φιλήσει δημόσια έναν ομοφυλόφιλο που ψυχομαχεί σε κάποιο νοσοκομείο.

Το πρόβλημα είναι ότι «ο νέος τρόπος να είμαστε Βρετανοί» δεν στέριωσε. Ο Μπλερ έφυγε, αφού θεωρήθηκε κάλπης από ένα μεγάλο μέρος του λαού που κάποτε τον είχε ψηφίσει και τη θέση του πήρε, προς γενική ικανοποίηση του κοινού, ένας μελαγχολικός σκωτσέζος καλβινιστής. Ποτέ δεν στέριωσε. Οταν οι Αγγλοι έχασαν την Νταϊάνα, δεν έχασαν ένα ανθρώπινο ον, αλλά την ηρωίδα ενός μυθιστορήματος ή μιας ταινίας. Οπως τα δάκρυα που πέφτουν στο τέλος του Love Story. Δεν αφήνουν ίχνη. Αν και η ανάμνηση του υπερβάλλοντος συναισθηματισμού που επέδειξαν οι Αγγλοι εκείνες τις ημέρες δεν ξεχνιέται εύκολα. Ενα μακροσκελές άρθρο στην εφημερίδα «Guardian»αυτό τον μήνα πάνω στο συγκεκριμένο θέμα ξεκινούσε με την ακόλουθη καυστική φράση: «Μετατράπηκε σε μια επονείδιστη ανάμνηση...».

Εκείνη την εποχή όμως ο κόσμος το ζούσε. Για αυτό στην αρχή οι κάτοικοι του πλησιέστερου χωριού στην αγγλική εξοχή όπου είναι θαμμένη η Νταϊάνα φοβούνταν ότι θα κατακλύζονταν από ορδές επισκεπτών, ότι το ειρηνικό αγροτικό τους περιβάλλον θα μετατρεπόταν σ΄ ένα μόνιμο τσίρκο στα πρότυπα της Λούρδης στη Γαλλία ή της Γκρέισλαντ, του σπιτιού του Ελβις Πρίσλεϊ. Εκαναν λάθος. Ενδεικτικό της παροδικότητας του φαινομένου Νταϊάνα είναι το γεγονός ότι η προγονική γη της οικογένειας Σπένσερ σήμερα δεν προσελκύει ούτε τους μισούς από τους πιστούς που προσέλκυε το 1998. Το Αλθορπ Χάουζ, εκατό χιλιόμετρα στα βόρεια του Λονδίνου, είναι το μέρος όπου μεταφέρθηκε η σορός της Νταϊάνα το απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου, αμέσως μετά την επίσημη τελετή στο αβαείο του Γουέστμινστερ. Το σπίτι, μεγάλο όσο σχεδόν και το ανάκτορο του Κένσιγκτον και κατά 200 χρόνια αρχαιότερο, είναι πιστό στην παραδοσιακή αισθητική της αγγλικής αριστοκρατίας: μεγάλες σάλες, στρωμένες με χαλιά που ενώνονται μεταξύ τους με μακριούς διαδρόμους, γεμάτους πίνακες με άλογα, σκύλους, λόρδους και κυρίες του 18ου και 19ου αι., σε κάποιες περιπτώσεις ντυμένους με πορφυρή ρωμαϊκή τήβεννο.

Το Αλθορπ ξεχωρίζει από τα δεκάδες αρχοντικά της Αγγλίας αυτού του τύπου ως προς τα εξής τρία σημεία: το δενδροφυτεμένο νησάκι καταμεσίς μιας λίμνης όπου βρίσκεται ο τάφος της Νταϊάνας, τη μόνιμη έκθεση με τίτλο Α Diana Celebration και το μαγαζί απ΄ όπου μπορεί ν΄ αγοράσει κανείς αναμνηστικά σαπούνια, σκουλαρίκια και ρολόγια με την άδεια του αδελφού της Νταϊάνα, Τσαρλς, του ένατου κόμη Σπένσερ ο οποίος ήταν παρών τη μέρα της επίσκεψής μου και υπέγραφε αντίτυπα του τελευταίου του βιβλίου με θέμα τους προγόνους του. Μια αφίσα ειδοποιεί ότι ο Σπένσερ θα είναι στη διάθεση του κοινού για την υπογραφή του βιβλίου του από τις 13.15 ως τις 15.00. Ομως στις 13.25 δεν υπάρχει κανείς άλλος πέρα από δέκα κυρίες που αγόρασαν το βιβλίο. Ούτε και το τουριστικό συγκρότημα έκτασης 10 ποδοσφαιρικών γηπέδων, στο οποίο μετέτρεψε ο Σπένσερ την οικογενειακή γη, γεμίζει από επισκέπτες. Είναι ένα ηλιόλουστο Σάββατο του Αυγούστου, αλλά όλοι οι επισκέπτες συνολικά δεν γεμίζουν περισσότερα από δύο πούλμαν.

Το ενδιαφέρον για το Αλθορπ θα ήταν ακόμα μικρότερο αν δεν υπήρχε ο Τσαρλς Σπένσερ, ο οποίος πρωταγωνίστησε στην κηδεία της αδερφής του εκφωνώντας έναν λόγο στον οποίο αντιπαρέβαλε τη συναισθηματική ψυχρότητα της βασιλικής οικογένειας με τη θέρμη της πριγκίπισσας, την οποία χαρακτήρισε (μας το θυμίζουν αφίσες στο Αλθορπ, σε περίπτωση που το έχουμε ξεχάσει) ως γυναίκα «μοναδική, σύνθετη, υπέροχη, αναντικατάστατη», η οποία υπήρξε «η πεμπτουσία της συμπόνιας, του καθήκοντος, του στιλ, της ομορφιάς». Ο αδελφός οικειοποιήθηκε και τη συναισθηματική της κληρονομιά, πέρα από τα άφθονα κέρδη που του αποφέρει το Αλθορπ Χάουζ από τους τουρίστες. Ωστόσο, πολλά βιβλία και άρθρα καταγγέλλουν μια ολοφάνερη υποκρισία πίσω από αυτή την πρόσφορη δραστηριότητα. Την περίοδο που η Νταϊάνα ήταν πιο ευάλωτη από ποτέ, αμέσως μετά τον χωρισμό της με τον Κάρολο, τηλεφώνησε στον αδελφό της για να του ζητήσει να της παραχωρήσει ένα από τα σπίτια του στην τεράστια οικογενειακή έκταση, αλλά αυτός αρνήθηκε με το επιχείρημα ότι δεν θα άντεχε την αναπόφευκτη εισβολή των μέσων ενημέρωσης στον χώρο του. Η Νταϊάνα έκλαιγε απαρηγόρητη όταν έλαβε την απάντησή του... ταχυδρομικά παρακαλώ!.. Δεν θα έπρεπε όμως να εκπλήσσει κανέναν αυτή η στάση. Η σχέση που είχαν μεταξύ τους τα δύο αδέλφια ήταν ανέκαθεν κρύα, απόμακρη, αγγλική. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τις κυρίες στο μαγαζί του Αλθορπ να στηθούν στην ουρά για να υπογράψει το βιβλίο τους ο κόμης Σπένσερ. Γιατί να μην το κάνουν άλλωστε; Η ιδιωτική ζωή της Νταϊάνας ήταν τόσο κοινότοπη, τόσο συνηθισμένη, όπως και ο τελευταίος της εραστής, ο κληρονόμος Ντόντι που- όπως και η ίδια- ποτέ δεν χρειάστηκε να εργαστεί για να ζήσει. Ή όπως ο ίδιος ο θάνατός της εξαιτίας ενός μεθυσμένου οδηγού σε μια τυχαία σήραγγα του Παρισιού. Δεν μας άφησε καμία στέρεη ανάμνηση· κανένα τραγούδι, όπως ο Ελβις, καμία ταινία, όπως η Μέριλιν Μονρόε. Εκείνη έζησε και λατρεύτηκε μέσα στον καθρέφτη όπου κοιταζόταν, στη σαπουνόπερα όπου πρωταγωνίστησε, στο εφήμερο νεραϊδοπαραμύθι της.
(από το ΒΗΜΑ)

Δεν υπάρχουν σχόλια: