14.8.09

Η φωλιά των αμείλικτων κατασκόπων...

Στο Βερολίνο ανήκει η τιμή, ή ίσως η καταισχύνη, του ότι υπήρξε ο χώρος όπου εφαρμόστηκαν στην πράξη δύο ιδεολογίες που μέσα σε λιγότερο από 50 χρόνια προκάλεσαν στην Ευρώπη τον θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων: ο ναζισμός και ο κομμουνισμός. Στη γερμανική πρωτεύουσα θα έλεγε κανείς ότι μπορεί ο καθένας να δει και να ψηλαφήσει σχεδόν την ιστορία των μεγάλων αντιπαραθέσεων του περασμένου αιώνα.

Όπου και να γυρίσει ο επισκέπτης, βρίσκεται αντιμέτωπος με...

... κάποιο κατάλοιπο του σκοτεινού παρελθόντος. Από τη μία πλευρά, μπορεί να βρεθεί στο μνημείο του Ολοκαυτώματος, στην τοπογραφία του τρόμου της χιτλερικής Γκεστάπο, στον τόπο εκτέλεσης όσων συμμετείχαν στη συνωμοσία κατά του Χίτλερ την 20ή Ιουλίου 1944, στον σταθμό από όπου αναχωρούσαν τα τρένα για τα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης ή στο σπίτι στη λίμνη Βάνζεε, όπου συγκλήθηκε η διάσκεψη στην οποία αποφασίστηκε η «τελική λύση στο εβραϊκό πρόβλημα». Από την άλλη, διασώζονται ακόμη υπολείμματα αυτού που αποκλήθηκε Τείχος του αίσχους στη Δύση ή αντιφασιστικό προπύργιο στην Ανατολή, οι πλάκες που αναγράφουν ονομαστικά αυτούς που έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να το σκάσουν από την εξαφανισθείσα πλέον Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, το μουσείο στο Τσεκ Πόιντ Τσάρλι, που είναι αφιερωμένο στη μνήμη των φυγάδων και στη φρίκη της πρωσοσταλινικής δικτατορίας. Με το πέρασμα του χρόνου απλώθηκε στην Ανατολική Γερμανία κάτι σαν ανάμνηση με μια νοσταλγική χροιά για το κομμουνιστικό παρελθόν ενός κράτους που παρείχε στους πολίτες ασφάλεια από την κούνια ως το φέρετρο, ενώ σε αντάλλαγμα τους στερούσε τα πολιτικά τους δικαιώματα και τις πιο στοιχειώδεις ελευθερίες. Αυτό που μερικοί αποκάλεσαν Οσταλγία, νοσταλγία για την Ανατολή (από την αντίστοιχη γερμανική λέξη- ΟSΤ- για την Ανατολή), βρήκε έκφραση σε τηλεοπτικά προγράμματα και στην ανάμνηση για κάποια προϊόντα, εμβληματικά της εξαφανισμένης ΛΔΓ. Επικράτησε μια χιουμοριστική αντιμετώπιση του παρελθόντος, που βρήκε την τελειότερη έκφρασή της στην ταινία «Goodbye, Lenin!». Μια οικογένεια προσπαθεί να ξεγελάσει την κομμουνίστρια μητέρα η οποία, επειδή έπαθε εγκεφαλικό, δεν είχε τις αισθήσεις της όταν έπεσε το Τείχος. Ο γιος της και άλλοι συγγενείς την αφήνουν να πιστεύει ότι όλα συνεχίζουν όπως πριν, με τη βοήθεια ψεύτικων ειδησεογραφικών εκπομπών στην τηλεόραση και με όλα τα παρελκόμενα του εξαφανισμένου καθεστώτος σε ακριβή αναπαράσταση. Αυτή η φιλική σάτιρα του δικτατορικού παρελθόντος ταίριαζε απολύτως στο πλαίσιο του κύματος Οσταλγίας.

Και τότε γυρίστηκε μια άλλη ταινία, «Η ζωή των άλλων». Και το πράγμα σοβάρεψε. Η ταινία φέρνει στο φως τις αθλιότητες της κομμουνιστικής δικτατορίας μέσα από τον απόλυτο έλεγχο που ασκούσαν στην κοινωνία οι καταδότες των μυστικών υπηρεσιών του καθεστώτος από το υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας, πιο γνωστό ως Στάζι, που απειλούσε και κατέπνιγε το παραμικρό ίχνος διαφωνίας. Αυτό το εξαιρετικό κινηματογραφικό ντοκουμέντο είχε αφάνταστη επιτυχία και μάλιστα κέρδισε και το Οσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας. Ξεχωρίζει ιδιαίτερα η ερμηνεία του Ούλριχ Μίε που υποδύεται τον λοχαγό της Στάζι Γκερντ Βίσλερ, αλλά και η αναπαραγωγή της ατμόσφαιρας του Ανατολικού Βερολίνου την εποχή της δικτατορίας ήταν εξαιρετικά προσεγμένη. Ο ηθοποιός Μίε, που πέθανε από καρκίνο στις 22 Ιουλίου 2007 σε ηλικία 54 ετών, είχε νιώσει στο πετσί του την καταπίεση της Στάζι. Η γυναίκα του, η ηθοποιός Τζένι Γκρέλμαν, που πέθανε και αυτή από καρκίνο τον Αύγουστο του 2006, εργαζόταν ως ανεπίσημη συνεργάτης (ΙΜ στην αργκό των μυστικών υπηρεσιών) για τη Στάζι, και φαίνεται ότι έφθασε στο σημείο να δίνει αναφορές και για τον ίδιο τον άνδρα της.

Η Στάζι που ήταν, σύμφωνα με τον ορισμό του καθεστώτος, «ασπίδα και σπαθί» του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος (SΕD - κομμουνιστικό), δημιουργήθηκε στα πρώτα χρόνια της ΛΔΓ σύμφωνα με το πρότυπο της λενινιστικής Τσεκά. Ο Γιόζεφ Μπούντεκ, πρώην πολιτικός κρατούμενος στη ΛΔΓ ο οποίος μπόρεσε να εγκαταλείψει τη χώρα στο πλαίσιο της εξαγοράς κρατουμένων που πραγματοποιούσε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, χαρακτηρίζει τη Στάζι επίλεκτη ομάδα που δρούσε και φερόταν ως τέτοια. «Η Λαϊκή Βουλή ενέκρινε τους νόμους που χρειάζονταν και οι άνθρωποι της Στάζι τους παρέβαιναν κατά βούληση. Η Στάζι έδινε εντολές στα δικαστήρια για εφαρμογή των νόμων κατά των εχθρικών και αρνητικών δυνάμεων και είχε τη βοήθεια όλων των άλλων κρατικών φορέων». Στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της ΛΔΓ δημοσιεύθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 1950, λιγότερο από χρόνο από την ίδρυση του νέου κράτους, ο νόμος για τη δημιουργία ενός υπουργείου για την Ασφάλεια του Κράτους. Ως τότε τα καθήκοντα ασφαλείας βρίσκονταν στα χέρια των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών. Ο πρωσικός χαρακτήρας με τη μικροαστική του φλέβα καθρεφτίζεται ακόμη στο ίδιο το νομικό κείμενο για την ίδρυση της Στάζι. Ο νόμος ορίζει ότι οι επικεφαλής της υπηρεσίας είναι «αρμόδιοι να εγγυηθούν την ασφάλεια, την τάξη και την καθαριότητα των τμημάτων του κτιρίου που χρησιμοποιούν».

Η Στάζι έφθασε σε γιγαντιαίο μέγεθος: Από 1.000 υπαλλήλους πλήρους απασχόλησης το 1950, έφθασαν τις 20.000 το 1962 και όταν έπεσε το Τείχος, το 1989, ήταν πλέον 91.016. Σε αυτούς πρέπει να προστεθεί ένα δίκτυο 174.000 ανεπίσημων πληροφοριοδοτών (ΙΜ), χαφιέδων με αποστολή να κατασκοπεύουν σε κάθε κοινωνικό χώρο, από τα εργοστάσια ως τις αθλητικές οργανώσεις, τους χώρους των διανοουμένων ή τις εκκλησίες. Κάποιοι ανεβάζουν αυτό το νούμερο στις 300.000. Αν δεχθούμε ως σωστό τον μικρότερο αριθμό των 265.000, υπαλλήλων και καταδοτών, αντιστοιχούσε σε κάθε 61 κατοίκους από τα 16,4 εκατομμύρια της ΛΔΓ ένας που εργαζόταν για τη Στάζι, ως μόνιμος υπάλληλος ή ως κατάσκοπος μερικής απασχόλησης. Αυτός ο μηχανισμός παρήγαγε 114 χιλιόμετρα ντοκουμέντων, με πολιτικές καρτέλες και αναφορές των καταδοτών, αποθηκευμένων στην έδρα της Στάζι στο Βερολίνο και στα 13 υποκαταστήματα σε ολόκληρη τη ΛΔΓ.

Η έδρα της Στάζι εγκαταστάθηκε στο Ανατολικό Βερολίνο, γύρω από μια παλαιά φυλακή, σε ένα σύμπλεγμα που περικλείεται από τέσσερις δρόμους στη συνοικία Λίχτεμπεργκ. Την εποχή της πτώσης, το 1989, αυτή η κεντρική έδρα εκτεινόταν σε οκτώ εκτάρια και εργάζονταν εκεί 20.000 υπάλληλοι. Στις 15 Ιανουαρίου 1990, κάποιοι διαδηλωτές που βρίσκονταν στην πύλη της Στάζι επιτέθηκαν στο κτίριο, όπου οι υπάλληλοι είχαν αρχίσει να καταστρέφουν αποκαλυπτικά έγγραφα. Αυτό ήταν το τέλος της Στάζι. Εκεί κατασχέθηκαν 16.000 σακούλες με 33 εκατομμύρια σελίδες εγγράφων που είχαν γίνει κορδέλες. Ομάδα με ηλεκτρονικό εξοπλισμό ασχολείται εδώ και χρόνια στη Νυρεμβέργη με την αποκατάσταση των κατεστραμμένων σελίδων. Το μεγαλύτερο μέρος των καρτελών διαφυλάχθηκε σε φακέλους, σε ένα κτίριο των κεντρικών γραφείων, που είναι και αυτό ανοιχτό στο κοινό, όπως και το μουσείο της Στάζι. Μπορεί κανείς να επισκεφθεί το μέρος στο οποίο φυλάσσονται οι αναφορές για τη ζωή χιλιάδων πολιτών της ΛΔΓ, αλλά δεν επιτρέπεται η ανάγνωση παρά μόνο λίγων ενδεικτικών αντιτύπων με τα ονόματα αυτών που ήταν υπό παρακολούθηση σβησμένα. Εκεί γυρίστηκαν δύο σκηνές από τις «Ζωές των Αλλων»: μια σύσκεψη του λοχαγού Βίσλερ με τον προϊστάμενό του και μια άλλη, στην οποία εξετάζει μία γραφομηχανή που ανήκει στον παρακολουθούμενο συγγραφέα. Ενα από τα πιο περιζήτητα αρχεία της Στάζι ήταν αφιερωμένο στην εξωτερική κατασκοπεία και περιείχε δεδομένα για τους συνεργάτες και τους πληροφοριοδότες της στο εξωτερικό. Αυτό το αρχείο με το όνομα «Ρόζενχολτς» έπεσε στα χέρια των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ. Δεν έχει διευκρινιστεί υπό ποιες συνθήκες βρέθηκε το 1990 στα χέρια της CΙΑ αυτό το αρχείο που αποτελούνταν από 381 δίσκους, με 33 εκατομμύρια σελίδες. Κατά μίαν εκδοχή, ίσως να το αγόρασαν από υπαλλήλους της διαλυόμενης Στάζι. Η CΙΑ το κατείχε ως το 2003, οπότε το επέστρεψε στη Γερμανία, ασφαλώς «καθαρισμένο» από όλα τα στοιχεία που την ενδιέφερε να αποκρύψει για να τα χρησιμοποιήσει ως πηγή πληροφοριών ή εκβιασμού σε πολιτικούς που συνεργάστηκαν κρυφά με τη Στάζι.

Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να επισκεφθούν το λημέρι της Στάζι, ατομικά ή ομαδικά, και προσφέρονται ξεναγήσεις διάρκειας μιάμισης ώρας. Είναι ανοικτά στο κοινό το ισόγειο και δύο όροφοι του κεντρικού κτιρίου, όπου βρισκόταν το γραφείο του επί πολλά έτη υπουργού της Στάζι, του τρομερού Εριχ Μίλκε. Στον προθάλαμο του ισογείου βρίσκονται τα αγάλματα του Καρλ Μαρξ και του Φρειδερίκου Ενγκελς, πατέρων του κομμουνισμού, καθώς και του Φέλιξ Εντμούντοβιτς Ντζερζίνσκι, ενός Πολωνού που πέθανε το 1926 και ήταν ο ιδρυτής της Τσεκά, της πρώτης μυστικής αστυνομίας του Λένιν που ιδρύθηκε για να καταπολεμήσει την αντεπανάσταση. Ο Ντζερζίνσκι ισχυριζόταν: «Η Τσεκά χρησιμοποιεί οργανωμένη τρομοκρατία. Η Τσεκά δεν είναι δικαστήριο. Η Τσεκά είναι υποχρεωμένη να υπερασπίζεται την επανάσταση και να εξοντώνει τον εχθρό, ακόμη και όταν, σε μερικές περιπτώσεις, το σπαθί της αγγίζει τα κεφάλια αθώων». Το πνεύμα της Τσεκά αποτελεί μέρος της παράδοσης των κομμουνιστικών μυστικών υπηρεσιών.

Μ ια μακέτα στο κέντρο του προθαλάμου προσφέρει μια συνολική εικόνα του συγκροτήματος της Στάζι. Στον τοίχο, σε μια φωτογραφία απεικονίζεται ο Μίλκε με άλλους προϊσταμένους και ένα οργανόγραμμα εξηγεί την οργάνωση ολόκληρης της υπηρεσίας. Σε μια γωνιά εκτίθεται ένα όχημα σαν αυτά που χρησιμοποιούσε η Στάζι για τη μεταφορά κρατουμένων σε κάποια από τις 17 φυλακές προληπτικής κράτησης που διέθετε. Στη σκάλα που οδηγεί στον πρώτο όροφο εκτίθενται φωτογραφίες από την ημέρα του αγώνα της 15ης Ιανουαρίου 1990, με σκηνές από την εισβολή διαδηλωτών στο κτίριο και με τους σωρούς από σάκους γεμάτους κομμάτια από τα κατεστραμμένα έγγραφα. «Βρισκόμαστε παντού» ήταν ένα από τα συνθήματα της Στάζι. Ο εξοπλισμός παρακολούθησης που εκτίθεται στον πρώτο όροφο αποδεικνύει σαφώς την αλήθεια της φράσης. Στο οπλοστάσιο παρακολούθησης περιλαμβάνονται φωτογραφικές μηχανές με υπέρυθρες ακτίνες εγκατεστημένες στην πόρτα ενός Τραμπάντ- του δημοφιλούς αυτοκινήτου της ΛΔΓ-, αλλά και ηλεκτρονικοί κοριοί για παρακολούθηση τηλεφώνων.

Σε μια αίθουσα βρίσκονται εργαλεία ενίσχυσης του φρονήματος των κατασκόπων με φράσεις που επικαλούνται την «παράδοση της Τσεκά: ασπίδα και σπαθί του κόμματος στην υπεράσπιση της δικτατορίας του προλεταριάτου». Μια άλλη αίθουσα περιέχει μια επιλογή από δώρα που προσφέρθηκαν στη Στάζι από διάφορες οργανώσεις του προλεταριάτου και θα μπορούσαν να αποτελέσουν τμήμα μιας συλλογής αντικειμένων ακραίας κακογουστιάς- ενός κιτς του τρόμου.

Σε πίνακες εκτίθενται οι βιογραφίες των τριών υπουργών που βρέθηκαν επικεφαλής της Στάζι από το 1950 ως το 1989. Πρώτος ήταν ο Βίλχελμ Τσάισερ, ένας δάσκαλος που μπήκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα αφού πολέμησε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Τσάισερ ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο στην υπηρεσία του κομμουνισμού, από τη Μαντζουρία ως τη Σανγκάη, και συμμετείχε στην αγκιτάτσια στον πόλεμο του Μαρόκου κατά της Γαλλίας και της Ισπανίας στο Ριφ. Στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, ο Τσάισερ ήταν ο θρυλικός Στρατηγός Γκόμεθ, σύμβουλος του Λίστερ στο 5ο Σύνταγμα, και στη συνέχεια διοικητής της 13ης Διεθνούς Ταξιαρχίας. Επειτα από παραμονή του στη Μόσχα, ο Τσάισερ επέστρεψε το 1947 στη σοβιετοκρατούμενη Γερμανία και από την πρώτη στιγμή ασχολήθηκε με τα θέματα των μυστικών υπηρεσιών. Υπουργός της Στάζι από την ίδρυσή της το 1950, ο Τσάισερ έπεσε σε δυσμένεια σε μια διένεξη στους κόλπους του κομμουνιστικού κόμματος. Λίγους μήνες μετά την παρασημοφόρησή του με το παράσημο «ΜαρξΕνγκελς», τον διέγραψαν από το κόμμα τον Ιανουάριο του 1954. Πέθανε στο Βερολίνο το 1958, και το Κόμμα Δημοκρατικού Σοσιαλισμού (ΡDS) των μετακομμουνιστών που τώρα πλέον εκπροσωπούνται στο γερμανικό Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο (Βundestag) αποκατέστησε τη μνήμη του το 1993. Ούτε ο δεύτερος υπουργός της Στάζι, ο Ερνεστ Βόλβεμπερ, ναυτικός που είχε ενταχθεί στο κομμουνιστικό κόμμα σε ηλικία 21 ετών, το 1919, είχε καλύτερη τύχη. Κληρονόμησε τη Στάζι μετά τον θάνατο του Τσάισερ, αλλά αυτό δεν κράτησε πολύ. Το 1957 επαύθη από το αξίωμα και έναν χρόνο αργότερα διαγράφηκε από το κόμμα και αυτός για «φραξιονιστικές δραστηριότητες». Πέθανε το 1967 στο Βερολίνο.

Είχε έρθει η ώρα του Εριχ Μίλκε. Στον δεύτερο όροφο του κεντρικού κτιρίου στο Βερολίνο, μπορεί κανείς να επισκεφθεί τα δωμάτια και το γραφείο του, διακοσμημένα με έπιπλα της δεκαετίας του 1950 που μυρίζουν μικροαστισμό και κακογουστιά. Καμία σχέση με όσα περιμένει κανείς από μια σύγχρονη υπηρεσία κατασκοπείας.

Ο δεύτερος όροφος του κτιρίου, που είναι ανοικτός στο κοινό, καλύπτει την τεκμηρίωση της ιστορίας των διώξεων, της αντίστασης και της απελευθέρωσης της ΛΔΓ μεταξύ του 1945 και του 1949. Εκεί εκτίθενται έγγραφα από την ιστορία της Γερμανίας εκείνης που καταδικάστηκε στην κομμουνιστική δικτατορία εξαιτίας της διανομής που έγινε στη Διάσκεψη της Γιάλτας μεταξύ των νικητών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μεταξύ των σταθμών αυτής της ιστορίας ξεχωρίζουν η εργατική εξέγερση κατά του καθεστώτος στις 17 Ιουνίου 1953- η πρώτη σε χώρα του ονομαζόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού-, η αντίσταση στην κολεκτιβοποίηση της γεωργίας, η οικοδόμηση του Τείχους του Βερολίνου τον Αύγουστο του 1961, η Ανοιξη της Πράγας και η εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968, οι κρίσεις που προκλήθηκαν από τους διαφωνούντες- τον φυσικό Ρόμπερτ Χάβεμαν, τον φιλόσοφο Ρούντολφ Μπάρο και τον τραγουδοποιό Βολφ Μπίρμαν-, η ειρηνιστική κίνηση κατά των πυρηνικών όπλων στη ΛΔΓ που επαγγελλόταν τη μετατροπή των «όπλων σε άροτρα» και οι διαδηλώσεις της Δευτέρας που επέσπευσαν το τέλος του καθεστώτος, το 1989.

Δεν υπάρχουν σχόλια: