8.8.09

Πρόσεχε πού πατάς...


Της ΡΟΥΛΑΣ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΟΙΟΝ ΝΑ πρωτοντραπεί κανείς για τα γιουχαΐσματα και τα συγχρονισμένα «ου» με τα οποία το φιλοθέαμον κοινό της Επιδαύρου διέκοπτε α βολοντέ την κατά Γκότσεφ εκδοχή των «Περσών» του Αισχύλου; Και όμως, το περασμένο Σάββατο η παράσταση του Εθνικού είχε αρχίσει με τους καλύτερους οιωνούς, αφού ακόμη και αυτά τα παρακινδυνευμένα εμβόλιμα κείμενα του Χάινερ Μίλερ έδειχναν να «κατεβαίνουν» μια χαρά στο κοινό, προσδίδοντας μια ροκ διαμαρτυρία στο έργο. Το κακό άρχισε όταν βγήκε στη σκηνή το φάντασμα του Δαρείου ντυμένο και ποδεμένο με το νεκρικό του
κουστούμι: μαύρο παντελόνι, λευκό πουκάμισο, μαύρη γραβάτα, τιράντες και σκαρπινάκι. Η έσχατη αυτή κοκεταρία του Δαρείου παρεξηγήθηκε ως φαίνεται από μερίδα του κοινού η οποία εξέλαβε το βασιλικό σάβανο σαν ρούχο για κοκτέιλπάρτι, και κάπως έτσι μας πήρε και μας σήκωσε...

Οι οργισμένες ατάκες που έπεφταν ψηλοκρεμαστές από το πάνω διάζωμα αποκρούονταν επιτυχώς στο φιλέ, ενώ οι πιο πολλοί, με επίμονα χειροκροτήματα, προσπαθούσαν να ενθαρρύνουν τους ηθοποιούς και να καλύψουν τη βαρβαρότητα των ολίγων. «Ευτυχώς, λειτουργεί ακόμη η δημοκρατία» ψιθύρισα στον διπλανό μου, έλα όμως που στο ρινγκ της Επιδαύρου είναι πια τελείως μάταιο να εκτίθεται κανείς με προβλέψεις.

Πάνω στην ώρα, μια αγαναχτισμένη γυναικεία φωνή από τα ορεινά, για κάποιο παραστράτημα για μια παλιοαιτία, την έπεσε στον έρμο τον Ξέρξη, χουγιάροντάς τον σε στυλ σπασίκλας μαθήτριας της τρίτης δέσμης: «Φύγε από τη θυμέλη».

Όχι πως υπήρξα ποτέ μου σπασικλάκι, πάντως θυμάμαι πεντακάθαρα μια σχολική εκδρομή στην Επίδαυρο όπου ο φιλόλογος της τάξης μας- αρχαιολόγος για την ακρίβεια- πάτησε χωρίς ενδοιασμό τον ομφαλό της ορχήστρας και, προκειμένου να μας κάνει εναργέστερο τον μύθο για την περίφημη ακουστική του θεάτρου, άρxισε να ρίχνει στη θυμέλη βροχή τα φραγκοδίφραγκα.

ΘΑ ΞΕΣΤΡΑΤΙΖΑ πρόθυμα στο προσωπικό μου φολκλόρ αν ο Ξέρξης, αυτός ο απόλυτος loser της Σαλαμίνας, δεν ξανάκανε τη μ.... να πατήσει τον βωμό και τον κάλο της κυρίας, η οποία «ξαναχτύπησε» με το ίδιο πάντοτε άρρυθμο και γραφειοκρατικού χαρακτήρα αίτημα: «φύγε από τη θυμέλη». Είναι πράγματι μεγάλη η σύγχυση που προκάλεσε η κυβέρνηση με τη νομιμοποίηση των ημιυπαίθριων χώρων, σκέφτηκα, ενώ ασυνειδήτως πώς άρχισα να αντικαθιστώ την προτροπή της κυρίας με την κατηγορική προσταγή του Χρήστου Ιακώβου, «κάτσε κάτω από την μπάρα».

Όπου «μπάρα» είναι μάλλον το βάρος της σεμνότητας που πρέπει να κρατάει κανείς γερά πάνω από το κεφάλι του, ιδίως όταν έχει ενώπιόν του καλλιτέχνες ολκής σαν τον Γκότσεφ, τον Μηνά Χατζησάββα, την Αμαλία Μουτούση και τις επτά γυναίκες, αυτές τις ταλεντάρες που πήραν πάνω τους το μέρος του Χορού και μας άφησαν άφωνους, οχτώμισι χιλιάδες νοματαίους.

«Για τ΄ άλλα σιωπώ» γιατί- όπως λέει κάπου αλλού ο ίδιος τραγικός ποιητής- «επάνω στη γλώσσα μου πατά μεγάλο βόδι».

Μεγάλα βόδια, θα έλεγα...
ΑΙΧΜΕΣ από τα ΝΕΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: