15.8.09

Η γοητευτική πλευρά της Αθήνας...

Ο μύθος του Αυγούστου και η πραγματικότητα στους δρόμους και τις γειτονιές της πόλης...
Του Ηλια Μαγκλινη
Ο Αύγουστος είναι ο μήνας ο σκληρός. Οχι ο Απρίλης όπως ήθελε ο Τ. Σ. Ελιοτ στην «Ερημη χώρα». Οι ήσυχες αθηναϊκές ημέρες –και νύχτες– του σκληρού Αυγούστου. Γυρνάς την πόλη με την άνεση του ανθρώπου που όλοι τον έχουν ξεχάσει, κινείσαι με ταχύτητα μέσα στους άδειους της δρόμους, ξέρεις πως η πολύβουη βαρβαρότητά της θα ξαναγυρίσει, η άμπωτη δεν κρατάει για πολύ, η πλυμμυρίδα θα σε πνίξει ακόμα μια φορά. Οπότε, τι κάνεις; Τίποτα. Ξεχνιέσαι με τη δουλειά και προσπαθείς να...

απολαύσεις αυτήν την ιδιότυπη σκληρότητα του αθηναϊκού Αυγούστου.

Περπατώντας σε έναν πεζόδρομο του Μετς, χαζεύεις τις σφαίρες του 1944 στους φρεσκοβαμμένους τοίχους μιας ωραίας μεσοπολεμικής μονοκατοικίας. Ο ιδιοκτήτης την αναπαλαίωσε, άφησε όμως τις πληγές εκείνου του τόσο μακρινού Δεκεμβρίου ως είχαν. Πιο κάτω η Αρδηττού μοιάζει ξαφνικά αχανής. Αδειο το τραμ στρίβει αριστερά, προς το Ζάππειο.

Μπαίνεις στο αυτοκίνητο και μέσα σε δέκα λεπτά βρίσκεσαι στην πλατεία Αμερικής. Ξέρεις ότι εκεί θα βρεις λίγα απομεινάρια ζωής. Πράγματι: Πανηγύρι. Αφρικανοί με τσάντες αραδιασμένες σε όλη την πλατεία και ξανθιές τουρίστριες που γυρεύουν το ξενοδοχείο τους σέρνοντας τις βαλίτσες τους από τις ειδικές χειρολαβές. Το παλαιό κτίριο του ΟΤΕ, πιο πίσω η ημι-πεζοδρομημένη οδός Χέυδεν με ακόμα πιο πολλούς Αφρικανούς και ακόμα πιο πολλές τσάντες. Ζυγίζεις τα πρόσωπα που σε περιτριγυρίζουν. Εχεις την αίσθηση ότι κανείς δεν μιλάει ελληνικά. Στην Κοδριγκτώνος όλα τα μαγαζιά κλειστά, μόνο ένα ινδικό μπαχαράδικο έχει κόσμο και φως, ενώ κοντά στον Αγιο Παντελεήμονα δουλεύει μόνον ένα κινέζικο μαγαζί ρούχων. Ανοιχτό, φωτισμένο, κόσμος μπαινοβγαίνει χωρίς τσάντες. Γελάς καθώς θυμάσαι τα γνωστά κλισέ σχετικά με την υπέροχη Αθήνα τον Αύγουστο – κοντεύει να γίνει κάτι όπως η «Θεσσαλονίκη ερωτική πόλη». Η άδεια Αθήνα – όχι και τόσο άδεια όσο παλαιότερα. Ο κόσμος δεν έχει χρήματα για διακοπές ή απλώς φοβάται να ξοδέψει. Φοβάται την οικονομική κρίση. Φοβάται τη γρίπη των χοίρων, φοβάται τους κλέφτες του Αυγούστου, φοβάται τους μετανάστες που έχουν καταλάβει τώρα την πόλη. Οπως την Καθαρά Δευτέρα στον λόφο του Φιλιππάπου: σχεδόν κανένας δεν μιλάει ελληνικά.

Αλλά τον Αύγουστο δεν έχει χαρταετούς. Εχει όμως έναν Αφρικανό με βερμούδα και φανέλα–παραλλαγή να μιλάει στο κινητό, ενώ χαζεύει ένα κλειστό μαγαζί ανδρικών ειδών που κάνει εκπτώσεις. Μοιάζει προνομιούχος. Φαντάζεσαι τους υπόλοιπους «ξένους» κλεισμένους στα υπόγειά τους, σε αυτά που τους νοικιάζουν 50 ευρώ το κεφάλι, στα ρημαγμένα δυάρια που στεγάζουν λόχους ιδρωμένων, κουρασμένων, θυμωμένων «ξένων».

Στο φανάρι της πλατείας Βάθης ξαφνιάζεσαι που ακούς ελληνικά. Ενας ανάπηρος, καθισμένος σε αμαξίδιο, καπνίζει τσιγάρο και βρίζει τον συνοδό του, ο οποίος τον σπρώχνει αγκομαχώντας από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο. Στην Καποδιστρίου και 3ης Σεπτεμβρίου τα κορίτσια κάνουν πιάτσα. Πιο χαμηλά, στη Φυλής, συντροφιές μελαψών νεαρών και άλλων με πιο βαλκάνια ή σλάβικη κατατομή, μπαινοβγαίνουν στα σπίτια με το αναμμένο φωτάκι. Κάποιος στέκει μόνος του και χώνει το χέρι του στην τσέπη του. Αυτός κι αν ψάχνει να δει αν του φτάνουν τα χρήματα.

Αυτή η πλευρά της Αθήνας είναι πλέον κάτι σαν τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Κι όπως όλες οι σκοτεινές πλευρές, έχει μια δική της γοητεία.

Αφήνοντας πίσω σου όμως αυτή τη σκοτεινή γοητεία, εκτινάσσεσαι στην άλλη πλευρά με απίστευτη ευκολία: σε όλα τα φανάρια είσαι πρώτο - δεύτερο αυτοκίνητο. Το αφήνεις κάπου στα άδεια στενά κοντά στο κτίριο του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, προσπερνάς την είσοδο του Μετρό και, νωχελικά, ξεκινάς από του Μακρυγιάννη. Περπατάς κάτω από τη σκιά του Μουσείου και διασχίζεις πεζή την Αποστόλου Παύλου. Αυτή η βόλτα από του Μακρυγιάννη έως το Θησείο, βραδάκι καλοκαιριού, σε ξεπλένει από πολλές αμαρτίες. Κάνεις μια στάση στο «Θησείον», όπου είδες φέτος τον «Πρωτάρη» και τη «Λυσσασμένη γάτα». Γελάς με τη Δέσπω Διαμαντίδου ως μαμά του Γούντι Αλεν στον «Ειρηνοποιό», ενώ δοκιμάζεις από το εξαιρετικό γλυκό βύσσινο με μαύρη ζάχαρη που προσφέρει το ιστορικό αυτό θερινό. Εχεις φροντίσει να βρίσκεσαι εκεί για την παράσταση 9 - 11. Γιατί; Διότι κάποια στιγμή βλέπεις να ανατέλλει, αριστερά από την οθόνη και δεξιά από τον Ιερό Βράχο, το γεμάτο φεγγάρι του Αυγούστου. Μεγαλείο.

Τη νύχτα, το Αστεροσκοπείο είναι φωτισμένο, μπροστά από την Ηρακλειδών βλέπεις έναν κοτσονάτο κύριο με σακάκι και τραγιάσκα. Δεν έχει καύσωνα μα δεν λέει και να δροσίσει – πώς αντέχει, αναρωτιέσαι. Υστερα όμως θυμάσαι τις διηγήσεις του Γιάννη Καιροφύλα για τα αθηναϊκά καλοκαίρια του ’50: «Το σακάκι και να έσκαγε ο τζίτζικας από τη ζέστη δεν το αποχωρίζονταν και το χειρότερο το φορούσαν, λέει, για λόγους αξιοπρεπείας. Πολλοί, αν έβγαζαν το σακάκι, νόμιζαν ότι θα χάσουν την υπόληψή τους». Ο κύριος που είδες μάλλον δεν αισθανόταν ότι κινδύνευε η υπόληψή του αλλά αποζητούσε κάποια αισθητική, ένα στυλ, χαμένα και τα δυο στο όνομα μιας κακώς εννοούμενης απλότητας. Αλλά γιατί ακούγεσαι νοσταλγικός; Δεν θα άντεχες το σακάκι πάνω σου τέτοιο καιρό στην Αθήνα.

Στον αντίποδα, κάμποση ώρα αργότερα, σε μια πλαϊνή σκαλωσιά της Μητρόπολης, ένας πιτσιρικάς περνάει σαν σίφουνας με το σκέιτ του. Μπαίνει από τη μία και βγαίνει από την άλλη, πάνω στην πλατεία. Πίσω του ακολουθεί περπατώντας ένας άλλος πιτσιρικάς, κρατώντας στο ένα χέρι το σκέιτ του – σπασμένο σε δύο άνισα κομμάτια. Τα δύο παιδιά σμίγουν και πάλι και χάνονται προς τα στενά της Πλάκας. Περνούν με ορμή ανάμεσα από ένα ζευγάρι που προχωρεί αγκαλιασμένο. Οι δύο ερωτευμένοι απομακρύνονται για λίγο για να τους αφήσουν να περάσουν. Αμέσως μετά, η τάξη αποκαθίσταται και πάλι.

Κάπου εκεί, ο νους σου ταξιδεύει στο χρόνο: 15 Αυγούστου 1993. Καύσωνας. Γυρνάς όλη την Αθήνα για να παραδώσεις ψωμί και φαγητό στις διάφορες επιστασίες της Αεροπορίας. Ο οδηγός στο καμιονάκι, κλασικός «μογγόλος» που επαναλαμβάνει κάθε τόσο «Συγγνώμη, κύριε, ποιος είστε;», λαϊκό άσμα της εποχής, σε οδηγεί από το Μενίδι στη Σούτσου και στο Μετοχικό Ταμείο. Το παμβρώμικο καμιόνι ζεματάει αλλά εσύ αφήνεις τη ματιά σου να χαθεί σε μια πραγματικά άδεια Αθήνα – μια Αθήνα χωρίς μετρό, χωρίς τραμ, χωρίς λεωφορειόδρομους, χωρίς Νέο Μουσείο. Δεν τη νοσταλγείς. Νοσταλγείς μόνον εκείνη την αίσθηση: ο κόσμος δεν ήταν φοβισμένος. Δεν φοβόταν τον Αύγουστο. Ούτε τον ίσκιο του. Γκρίνιαζε και μιζέριαζε αλλά δεν φοβόταν. Ούτε κι εσύ.

Αργά τη νύχτα, συναντάς λίγη ζωή Σκουφά και Ομήρου – και λίγο πιο κάτω τους πρώτους αστυνομικούς της βραδιάς, στις παρυφές της πλατείας. Σαν να μην υπήρχαν έως τώρα. Στο φανάρι του Χίλτον, κλείνεις το μάτι στον αγαπημένο σου Δρομέα. Προσπαθεί κι αυτός να αποδράσει. Από τα ηχεία ακούς το «Wake me up when September ends» και θυμάσαι πάλι την «Ερημη χώρα». Δεν ανθίζουν βέβαια πασχαλιές μέσα από αυτή τη νεκρή γη, όπως στο ποίημα. Μια νεκρή γη που θέλει να αφουγκραστείς τον καλά κρυμμένο παλμό της. Το ρυθμικό, επαναλαμβανόμενο τίναγμα της φλέβας. Διότι αυτή είναι η δική σου πόλη. Η δική σου γη.
Από την ΚΑθΗΜΕΡΙΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: